ING: Η Ελλάδα θα συνεχίσει να έχει από τις καλύτερες επιδόσεις στην Ευρωζώνη – Ποιοι θα είναι οι καταλύτες

Η Ελλάδα θα συνεχίσει να έχει καλύτερες επιδόσεις από τον μέσο όρο της ευρωζώνης φέτος, όπως και το 2024, εκτιμά η ING σε έκθεσή της, με ώθηση από την εγχώρια ζήτηση. Ωστόσο, εφιστά την προσοχή ως προς μια πιθανή πτώση της συμβολής των πάγιων επενδύσεων που ενδέχεται να μην αντισταθμιστεί πλήρως από άλλες συνιστώσες της ζήτησης.

Η ελληνική οικονομία έχει αδιαμφισβήτητα υπεραποδώσει μετά την πανδημία του covid, διαπιστώνει η έκθεση. Τα αναθεωρημένα στοιχεία του εθνικού ισοζυγίου από τον περασμένο Νοέμβριο δείχνουν ότι οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου και η ιδιωτική κατανάλωση κυμάνθηκαν σε μεγαλύτερα ποσοστά από τις αρχικές εκτιμήσεις. Ειδικότερα, η αναθεώρηση προς τα πάνω των επενδύσεων σε μηχανήματα και άλλες επενδύσεις, που κατ’ αρχήν ευνοούν την αύξηση της παραγωγικότητας, υποδηλώνει ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να παραμείνει σε σταθερή αναπτυξιακή πορεία για κάποιο χρονικό διάστημα.

Το τρίτο τρίμηνο του 2024, το ελληνικό ΑΕΠ διευρύνθηκε κατά 0,3% στο τρίμηνο (+2,4% στο έτος), χάρη στην ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση, τηις επενδύσεις και τις εξαγωγές. Βασικός μοχλός της αύξησης της κατανάλωσης ήταν η συνεχής βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας, με σταθερή αύξηση της απασχόλησης και το ποσοστό ανεργίας να μειώνεται στο 9%, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2009. Σε συνδυασμό με τη σταθερή αύξηση των μισθών και, μάλιστα, την αύξηση του κατώτατου μισθού, αυτό μεταφράστηκε σε περαιτέρω άνοδο του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, παρά τον επίμονο πληθωρισμό.

Παρόμοια αναμένεται να κινηθούν οι δείκτες και το τέταρτο τρίμηνο. Η απασχόληση βελτιώθηκε περαιτέρω, δημιουργώντας ενδεχομένως καλύτερες συνθήκες για τη μείωση του δείκτη αποταμίευσης, ο οποίος εξακολουθούσε να είναι υψηλός στο 15,3% το τρίτο τρίμηνο. Μια πιθανή αρνητική έκπληξη θα μπορούσε να προέλθει από τα αποθέματα, τα οποία είχαν παράσχει ασυνήθιστα υψηλή συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ την ίδια περίοδο. Έτσι, η ελβετική τράπεζα διαπιστώνει μια ελαφρά επιβράδυνση της τριμηνιαίας αύξησης του ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο, με τη μέση αύξηση του ΑΕΠ να κλείνει το έτος στο 2,2%.

Η κατανάλωση και οι πάγιες επενδύσεις παίζουν σημαντικό ρόλο

Η ιδιωτική κατανάλωση αποτελεί σημαντικό μοχλό ανάπτυξης το 2025. Η ισχύς της αγοράς εργασίας φαίνεται ότι θα συνεχιστεί, αλλά ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης θα μπορούσε να μειωθεί λόγω των αυξανόμενων δυσκολιών στην αντιμετώπιση της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων και των εναπομεινάντων διαρθρωτικών δυσχερειών. Ωστόσο, η επιβράδυνση του πληθωρισμού κατά τη διάρκεια του έτους αναμένεται να συμβάλει στην αντιστάθμιση, στηρίζοντας το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και, τελικά, την ιδιωτική κατανάλωση.

Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξήσουν τη συμβολή τους σε σχέση με το 2024. Αφενός, η δυσμενής επίδραση της βάσης λόγω της σημαντικής αναθεώρησης προς τα πάνω των στοιχείων για τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου πριν από το 2024 θα εξασθενήσει. Αφετέρου, είναι λογικό να αναμένεται επιτάχυνση του επενδυτικού σκέλους του ελληνικού σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας καθώς πλησιάζει η προθεσμία του 2026. Η Ελλάδα έχει λάβει μέχρι στιγμής επιχορηγήσεις και δάνεια ύψους 18 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, από το συνολικό ποσό των 36 δισ. ευρώ για το οποίο είναι επιλέξιμη.

Μια σχεδόν ουδέτερη δημοσιονομική στάση θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει

Ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα της ελληνικής οικονομίας έναντι πολλών χωρών της ευρωζώνης στην παρούσα φάση έγκειται στη θετική κατάσταση των δημόσιων λογαριασμών. Αν και εξακολουθεί να επιβαρύνεται από υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ (πιθανότατα περίπου 155% το 2024), η Ελλάδα μπορεί ήδη να υπερηφανεύεται για ένα πολύ χαμηλό επίπεδο ελλείμματος (περίπου 0,8% του ΑΕΠ το 2024). Πέρυσι, η Ελλάδα είχε δημοσιονομική υπεραπόδοση χάρη στην υποχρησιμοποίηση των κρατικών δαπανών και την αύξηση των φορολογικών εσόδων και εμφάνισε πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 2,5% του ΑΕΠ. Αυτό αντανακλούσε μια περιοριστική δημοσιονομική στάση, που συνεπάγεται δημοσιονομική επιβάρυνση της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ για το έτος.

Με βάση τον προϋπολογισμό, η ελληνική δημοσιονομική στάση αναμένεται να μετατραπεί σε σχεδόν ουδέτερη το 2025, γεγονός που αποτελεί καλό νέο για την ανθεκτικότητα της ανάπτυξης. Αυτό δεν θα πρέπει να θέσει σε κίνδυνο την περαιτέρω μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ σε περίπου 148% το 2025, κατά την άποψή μας.

Keywords
Τυχαία Θέματα