ΑΠΟΨΗ: Χοντραίνει το παιχνίδι της κυβέρνησης με την Δικαιοσύνη

Όσο βαριά κι αν ήταν η χθεσινή πολιτική ήττα της κυβέρνησης, από την απόφαση που έλαβε κατά πλειοψηφία (14-11) το Συμβούλιο της Επικρατείας για τον γνωστό ως «νόμο Παππά» για τα κανάλια, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί την αντίδραση της κυβερνητικής εκπροσώπου, η οποία με δήλωση της επιτέθηκε ουσιαστικά στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Τόσο η αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις όσο και οι λαϊκίστικες και απλουστευτικές αναφορές σε «επιστροφή χρημάτων σε τέσσερις πλούσιους επιχειρηματίες», δείχνουν όχι μόνον αδιαφορία για τον θεσμοθετημένο ρόλο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως προς την

ερμηνεία του εκάστοτε ισχύοντος Συντάγματος, αλλά και προσπάθεια «πολιτικοποίησης» των αποφάσεων του.

Θα ήταν δύσκολο να φανταστεί κάποιος αντίστοιχες δηλώσεις, κάποιας Δυτικοευρωπαϊκής Κυβέρνησης, για αποφάσεις αντίστοιχου οργάνου, για τον πολύ απλό λόγο, ότι σε εκείνες τις χώρες υπάρχει σεβασμός στη λειτουργία των Θεσμών, πολύ δε περισσότερο σε ότι αφορά τη σφαίρα της δημόσιας επικοινωνίας.

Κι ο λόγος που συμβαίνει αυτό, είναι επίσης απλός. Διότι τίποτε δεν είναι χειρότερο από την αμφισβήτηση ενός Θεσμού, από έναν άλλο Θεσμό. Τέτοιου είδους «μάχες», καταλήγουν τελικά εις βάρος όλων των Θεσμών, της Δημοκρατίας και του «κράτους δικαίου», που στηρίζεται στην πιστή εφαρμογή του Συντάγματος και των νόμων.

Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.

Εν τούτοις, είναι προφανές ότι η σημερινή κυβέρνηση, έχει προ πολλού ανοίξει πόλεμο στους κόλπους της Δικαιοσύνης. Αυτό έχει προκύψει ξεκάθαρα από τις κατά καιρούς δηλώσεις- και τις παρεμβάσεις- του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, οι οποίες απασχολούν και τη Βουλή, από τις πειθαρχικές διώξεις κατά δικαστών, με πρωτοβουλία της Προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θάνου, ή του Υπουργού Δικαιοσύνης Νίκου Παρασκευόπουλου.

Ακόμη και σε ότι αφορά τη διερεύνηση της συνταγματικότητας του νόμου για τις άδειες, είδαμε να συμβαίνουν εξαιρετικά περίεργες συμπτώσεις.

Συναντήσεις του πρωθυπουργού, με τους προέδρους των ανώτατων δικαστηρίων, στις οποίες συζητήθηκαν… μισθολογικά θέματα, ακόμη και το ενδεχόμενο παράτασης του ορίου συνταξιοδότησης που καταφανώς αφορά μεταξύ άλλων τόσο την πρόεδρο του Αρείου Πάγου, όσο και τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας κ. Σακελλαρίου, τους οποίους έχει τοποθετήσει η κυβέρνηση.

Αλλά και διαρροές προσωπικής αλληλογραφίας αντιπροέδρου του Σ.τ.Ε., ο οποίος φέρεται να ήταν αντίθετος με την συνταγματικότητα του νόμου, οι οποίες διαρροές αφορούν θέμα του 2014 και έχουν εξαιρετικά έντονο άρωμα… μυστικών υπηρεσιών!

Χθες είχαμε την προσπάθεια έντονης πολιτικής απαξίωσης, μιας απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Η κυβέρνηση πρακτικά, λέει δημοσίως ότι αποδέχεται την απόφαση, καθώς είναι δεσμευτική, πλην όμως δεν παραλείπει να «χρωματίσει» τους ανώτατους δικαστές που την θεώρησαν αντισυνταγματική, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί εντελώς άκομψα να διεγείρει το λαϊκό αίσθημα, μιλώντας για τα χρήματα που θα επιστραφούν ή για το ότι το «ίδιο Σ.τ.Ε.» έβγαλε τα μνημόνια και το PSI συνταγματικά.

Η κυβέρνηση φαίνεται να λησμονεί ότι το Σ.τ.Ε. είναι ένα. Δεν υπάρχουν ίδια και άλλα Σ.τ.Ε. όσο κι αν υπάρχει εναλλαγή των μελών και του Προεδρείου του. Λησμονεί ότι επί του θέματος τοποθετήθηκαν, όχι ένας, δύο, ή πέντε, αλλά… 25 ανώτατοι δικαστές και κάπου κατέληξαν!

Κατά συνέπεια η αμφισβήτηση της ορθότητας της απόφασης, με την επίφαση της «κριτικής», υποσκάπτει το κύρος του Θεσμού, σε μια περίοδο που ούτως ή άλλως μέρος της κοινής γνώμης όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, θέτει συνολικά τους Θεσμούς σε αμφισβήτηση.

Ουδέν χειρότερο, ιδίως όταν συνοδεύεται από επίκληση της «δημοκρατικής εκλογής» της κυβέρνησης, λες και ο ρόλος του Σ.τ.Ε. δεν είναι ακριβώς να ελέγχει τη συνταγματικότητα νόμων που ψηφίζονται από δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις!

Η άστοχη αυτή επίκληση (σε μια επίσημη δήλωση της κυβερνητικής εκπροσώπου, που ασφαλώς για ένα τόσο κρίσιμο θέμα, συζητήθηκε και εκπονήθηκε συλλογικά), είναι όμως και ιδιαίτερα επικίνδυνη.

Διότι φανερώνει μια υποβόσκουσα αντίληψη, κατά την οποία η πολιτική βούληση της κυβέρνησης θα πρέπει να είναι υπεράνω της όποιας δικαστικής εξουσίας, ακόμη και σε συνταγματικά ζητήματα, διότι είναι «δημοκρατικά εκλεγμένη».

Μια αντίληψη εν τέλει που λέει ότι ο σκοπός ( της δημοκρατικά εκλεγμένης, της Πρώτη Φορά Αριστερά, ή ότι άλλο θέλετε) κυβέρνησης, θα πρέπει να… αγιάζει τα μέσα!

Κι αυτό είναι ίσως το πιο επικίνδυνο στοιχείο στην όλη υπόθεση…

Γ.ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ – EURO2DAY

Keywords
Τυχαία Θέματα