Διχασμένη η ΕΕ απέναντι στην ενεργειακή κρίση – Σολτς και Ρούτε δεν θέλουν νέα αμοιβαιοποίηση χρέους – Γαλλία και ευρωπαικός Νότος πιέζουν για αλληλεγγύη

Δικαιολογημένο χαρακτήρισε ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς το σχέδιο της κυβέρνησής του για προστασία της οικονομίας από την ενεργειακή κρίση με πακέτο ύψους 200 δισεκατομμυρίων ευρώ, απαντώντας στην έντονη κριτική που ασκείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και από άλλες χώρες – μέλη περί αδικαιολόγητου πλεονεκτήματος των γερμανικών εταιριών και υπονόμευσης της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.

«Τα μέτρα που λαμβάνουμε είναι δικαιολογημένα. Δεν είναι μεμονωμένα και έχουν υιοθετηθεί και σε άλλες χώρες. Όπως πολλές άλλες χώρες, θα κάνουμε το ίδιο με το φυσικό αέριο. Κάποιοι έχουν μπει από καιρό στη διαδικασία

να κάνουν ακριβώς αυτό που σχεδιάσαμε για φέτος και για τα επόμενα δύο χρόνια, με μεγάλη υποστήριξη και μέτρα. Ίσως να μην το έχουν παρατηρήσει όλοι αυτό», δήλωσε ο κ. Σολτς κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε νωρίτερα σήμερα με τον πρωθυπουργό της Ολλανδίας Μαρκ Ρούτε, μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης του γερμανο-ολλανδικού συμβουλίου για το κλίμα, με τη συμμετοχή υπουργών και των δύο χωρών.

Ο κ. Σολτς χαρακτήρισε μάλιστα το γερμανικό σχέδιο ως «πολύ έξυπνο, πολύ ισορροπημένο και πολύ αποφασιστικό πακέτο» και επισήμανε ότι με τα χρήματα που θα διατεθούν θα στηριχθούν και οι εισαγωγείς φυσικού αερίου. «Γνωρίζουμε την ανάγκη διατήρησης της αλληλεγγύης στην Ευρώπη και πολλά από αυτά που κάνουμε, π.χ. η δημιουργία συνθηκών εισαγωγής φυσικού αερίου, δεν αφορούν μόνο εμάς, αλλά είναι χρήσιμα και για άλλες ευρωπαϊκές χώρες», ανέφερε, για να προσθέσει: «Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα μέτρα που λαμβάνουμε για να βοηθήσουμε τους πολίτες μας, είναι σαφές ότι κάθε χώρα πρέπει να κάνει κάτι. Υπάρχουν άλλες χώρες με εργαλεία που δεν διαφέρουν πολύ από τα δικά μας».

Από την πλευρά του ο κ. Ρούτε στήριξε τη γερμανική πρωτοβουλία, τονίζοντας ότι η Γερμανία έχει το δικαίωμα να λάβει εθνικά μέτρα, ενώ απέρριψε την πρόταση εισαγωγής πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου από την ΕΕ «ως ιδεολογία» και προειδοποίησε για τον κίνδυνο το αέριο να μην πωλείται στην Ευρώπη, αλλά στην Ασία. Οι δύο ηγέτες πάντως συμφώνησαν ότι απόλυτη προτεραιότητα αυτή τη στιγμή έχει η μείωση των τιμών της ενέργειας με παράλληλη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού σε όλη την Ευρώπη. Ο Όλαφ Σολτς επισήμανε ότι οι τιμές του φυσικού αερίου παραμένουν πολύ υψηλές, σε βαθμό που δεν δικαιολογείται από τη σχέση προσφοράς – ζήτησης και τόνισε την ανάγκη να συνεχίσει η προσπάθεια για την καταπολέμηση της κερδοσκοπίας. Εξέφρασε μάλιστα την πεποίθηση ότι εξαγωγείς φυσικού αερίου, όπως η Νορβηγία, οι ΗΠΑ και οι αραβικές χώρες, έχουν τη διάθεση να συνεργαστούν προκειμένου να πέσουν οι τιμές.

Οι δύο ηγέτες εμφανίστηκαν επίσης επιφυλακτικοί σχετικά με το ενδεχόμενο ανάληψης από κοινού χρέους στην ΕΕ για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών του φυσικού αερίου, όπως είχε συμβεί κατά την πανδημία του κορονοϊού. Ο κ. Σολτς αναφέρθηκε στο Ταμείο Ανάκαμψης το οποίο, όπως είπε, δεν έχει εξαντληθεί. «Έχουμε ένα τεράστιο πρόγραμμα 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί και μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό αυτή τη στιγμή. Αυτά τα κεφάλαια θα μπορούσαν τώρα να βοηθήσουν», δήλωσε. «Πριν σκεφτούμε νέα κεφάλαια, θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα ήδη διαθέσιμα», συμφώνησε ο κ. Ρούτε.

Κατηγορούμενη ότι κάνει το δικό της παιγνίδι με το πακέτο στήριξης των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ για την προστασία των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, η Γερμανία δέχεται τις πιέσεις πολλών εταίρων της στην Ευρωπαϊκή Ενωση για να αποδεχθεί ένα σχήμα οικονομικής αλληλεγγύης.

Οι ευρωπαίοι επίτροποι Οικονομίας και Εσωτερικής Αγοράς Πάολο Τζεντιλόνι και Τιερί Μπρετόν πρότειναν την προσφυγή σε αμοιβαιοποιημένα σε ευρωπαϊκό επίπεδο εργαλεία για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανίας.

Ενεργειακή κρίση: Κοινή έκδοση χρέους ζητούν οι Επίτροποι Μπρετόν και Τζεντιλόνι

Το κοινό τους άρθρο που δημοσιεύθηκε στον ευρωπαϊκό Τύπο έδωσε το έναυσμα για μία συζήτηση μεταξύ των υπουργών Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης που συνέρχονται στο Λουξεμβούργο, την ώρα που ορισμένες χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστρία και η Σουηδία δεν θέλουν ούτε να ακούσουν για νέα έκδοση κοινού χρέους.

«Είναι η μεμονωμένη άποψη δύο επιτρόπων. Έχω την εντύπωση ότι δεν είναι αυτή η γενική άποψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής», δήλωσε ο αυστριακός υπουργός Οικονομικών Μάγκνους Μπρύνερ.

Η πρόταση αυτή «απαιτεί συζητήσεις διότι υπάρχουν διαφορές απόψεων γύρω από το τραπέζι», παραδέχθηκε ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Βάλντις Ντομπρόβσκις.

Η ανακοίνωση από την Γερμανία την περασμένη εβδομάδα εθνικού πακέτου 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την προστασία της γερμανικής οικονομίας από την αύξηση των τιμών της ενέργειας σόκαρε τους εταίρους της. Το Βερολίνο κατηγορείται για υποκρισία: υποστηρίζει την λιτότητα στις Βρυξέλλες, ενώ κατασπαταλά για δικό της λογαριασμό.

Το ύψος της ενίσχυσης και ο ασυντόνιστος χαρακτήρας της γερμανικής πρωτοβουλίας δημιουργεί φόβους ότι η Γερμανία θα δώσει στις επιχειρήσεις της πλεονέκτημα σε σχέση με τις ανταγωνίστριές της των χωρών που δεν έχουν τα μέσα να χρηματοδοτήσουν μία τόσο ισχυρή «ασπίδα» κατά της εκτόξευσης των τιμών της ενέργειας.

Κανιβαλισμός στην Ευρωπαϊκή Ενωση

«Η Γερμανία μπορεί να βοηθήσει τις δικές της εταιρείες με εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ (…) όμως οι πιο φτωχές χώρες δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο (…) Είναι η αρχή του κανιβαλισμού στην ΕΕ. Οι Βρυξέλλες πρέπει να ενεργήσουν, διότι αυτό θα καταστρέψει την ευρωπαϊκή ενότητα», δήλωσε ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας.

Στην Ρώμη, όπως και στο Παρίσι, επιμένουν για την ανάγκη αλληλεγγύης, όπως έγινε κατά την διάρκεια της κρίσης της Covid.

«Δεν μπορούμε πλέον τις επόμενες εβδομάδες και μήνες να προχωρήσουμε χωρίς κοινή στρατηγική», δήλωσε ο γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρουνό Λε Μερ.

Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι αντέδρασε με σφοδρότητα την περασμένη εβδομάδα, καταγγέλλοντας πιθανές «επικίνδυνες και αδικαιολόγητες στρεβλώσεις της εσωτερικής αγοράς».

Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ εμφανίσθηκε αμυντικός στο Λουξεμβούργο, διαβεβαιώνοντας ότι το γερμανικό σχέδιο είναι «αντίστοιχο του μεγέθους της χώρας» και κατά συνέπεια συγκρίσιμο στα μέτρα στήριξης που έχουν ληφθεί στην Γαλλία. «Πολλοί δεν έχουν αντιληφθεί ότι τα μέτρα εκτείνονται σε μία διετία», είπε.

Ο Πάολο Τζεντιλόνι και ο Τιερί Μπρετόν πρότειναν το μοντέλο του μηχανισμού SURE, του ευρωπαϊκού μηχανισμού των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ που επιστρατεύθηκε κατά την διάρκεια της ύφεσης που προκλήθηκε από την πανδημία. Επρόκειτο για τον κοινό δανεισμό υπό προνομιακούς όρους εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία είναι σε θέση να δανείζεται φθηνά στις αγορές.

«Απέναντι στις κολοσσιαίες προκλήσεις που βρίσκονται μπροστά μας, μία είναι η δυνατή απάντηση: η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Για να ξεπεράσουμε τα ρήγματα που έχουν προκαλέσει τα διαφορετικά περιθώρια κινήσεων των εθνικών προϋπολογισμών, πρέπει να σκεφτούμε την αμοιβαιοποίηση των εργαλείων σε ευρωπαϊκό επίπεδο», γράφουν.

«Η άντληση έμπνευσης από τον μηχανισμό SURE για την υποστήριξη των ευρωπαϊκών και βιομηχανικών οικοσυστημάτων στην παρούσα κρίση μπορεί να είναι μία βραχυπρόθεσμη λύση…Θα μπορούσε επίσης να ανοίξει τον δρόμο για ένα πρώτο βήμα προς την παροχή “ευρωπαϊκών δημοσίων αγαθών” στους τομείς της ενέργειας και της ασφάλειας, που είναι ο μόνος τρόπος για την διαμόρφωση μίας συστημικής απάντησης στην κρίση», γράφουν οι δύο ευρωπαίοι επίτροποι.

«Προτάσεις βασιζόμενες στο πρόγραμμα SURE δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από τις αποφάσεις που έλαβε η Γερμανία», δήλωσε ο Κρίστιαν Λίντνερ διαβεβαιώνοντας ότι το Βερολίνο «είναι ανοικτό για την συζήτηση άλλων εργαλείων».

«Ενα πράγμα είναι σαφές: το κοινό χρέος δεν θα μας βοηθήσει να ενισχύσουμε μακροπρόθεσμα την ανταγωνιστικότητά μας (…), η χρηματοδότηση μέσω κοινού δανείου δεν θα αποτελεί λύση», επέμεινε ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, υποστηρίζοντας μάλλον τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά της ενέργειας.

Οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ συζήτησαν σήμερα την χρησιμοποίηση μη χρησιμοποιημένων δανείων ύψους 200 δισεκατομμυρίων ευρώ στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού σχεδίου ανάκαμψης (συνολικού ύψους 750 δισ) μετά την κρίση της Covid και συμφώνησαν στην κατανομή επιδοτήσεων ύψους 20 δισεκατομμυρίων ευρώ που διατέθηκαν την άνοιξη από την Κομισιόν στο πλαίσιο της στρατηγικής της για την απεξάρτηση από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες.

Ομως ο Πάολο Τζεντιλόνι επέμεινε: «Αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε αυτήν την κρίση, θεωρώ ότι έχουμε ανάγκη από ένα υψηλότερο επίπεδο αλληλεγγύης και ότι πρέπει να ενεργοποιήσουμε επιπλέον κοινά εργαλεία».

Keywords
Τυχαία Θέματα