Κομισιόν: “Καμπάνα” 700 εκατ. στο Βέλγιο για παράνομες φοροελαφρύνσεις σε πολυεθνικές

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατηγορεί το Βέλγιο για την προώθηση ενός παράνομου φορολογικού καθεστώτος που ευνοεί τις πολυεθνικές εταιρείες και ζητά από 35 πολυεθνικές να καταβάλουν στο βελγικό κράτος απλήρωτους φόρους, ύψους 700 εκατομμύρια ευρώ.

«Το Βέλγιο παρέχει σε ένα αριθμό πολυεθνικών εταιρειών σημαντικά φορολογικά πλεονεκτήματα που παραβιάζουν τους κανόνες της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις και στρεβλώνουν τον υγιή ανταγωνισμό, καθώς συνεπάγονται άνιση μεταχείριση μικρότερων ανταγωνιστών,

οι οποίοι δεν υπάγονται σε ομίλους πολυεθνικών εταιρειών», δήλωσε σήμερα κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, η επίτροπος Ανταγωνισμού Μαγκρέιτε Βέστεϊγερ.

Σύμφωνα με διεξοδική έρευνα της Επιτροπής που ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 2015, το Βέλγιο παρείχε από το 2005 σε ορισμένες πολυεθνικές εταιρείες παράνομα φορολογικά πλεονεκτήματα, που τους έδιναν τη δυνατότητα να αποφεύγουν την καταβολή φόρων για το μεγαλύτερο μέρος των πραγματικών κερδών τους. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα επιλεκτικά φορολογικά πλεονεκτήματα που χορηγεί το Βέλγιο είναι παράνομα, βάσει τον κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις και ότι από το σύστημα έχουν επωφεληθεί τουλάχιστον 35 πολυεθνικές εταιρείες.

Η ανακοίνωση της Κομισιόν

Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα επιλεκτικά φορολογικά πλεονεκτήματα που χορηγεί το Βέλγιο στο πλαίσιο του φορολογικού συστήματος «πλεοναζόντων κερδών» είναι παράνομα βάσει των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις.

Χάρη στο βελγικό σύστημα φορολόγησης «πλεοναζόντων κερδών», το οποίο ισχύει από το 2005, ορισμένες πολυεθνικές εταιρείες κατέβαλαν σημαντικά λιγότερους φόρους στο Βέλγιο βάσει ευνοϊκών φορολογικών συμφωνιών. Το σύστημα προβλέπει μείωση κατά 50-90% της φορολογικής βάσης των εταιρειών σε περίπτωση «πλεοναζόντων κερδών», τα οποία εικάζεται ότι προκύπτουν από τη συμμετοχή σε πολυεθνικό όμιλο.

Η διεξοδική έρευνα που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2015 η Επιτροπή κατέδειξε ότι το σύστημα οδηγούσε σε παρεκκλίσεις από τη συνήθη, σύμφωνα με το βελγικό δίκαιο φορολόγησης των εταιρειών, πρακτική και από την «αρχή του πλήρους ανταγωνισμού». Ως εκ τούτου, κρίθηκε παράνομο βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

Η επίτροπος Μαγκρέιτε Βέστεϊγερ, αρμόδια για την πολιτική ανταγωνισμού, δήλωσε τα εξής: «Το Βέλγιο παρέχει σε έναν μικρό αριθμό πολυεθνικών εταιρειών σημαντικά φορολογικά πλεονεκτήματα που παραβιάζουν τους κανόνες της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις. Στρεβλώνουν τον υγιή ανταγωνισμό καθώς συνεπάγονται άνιση μεταχείριση μικρότερων ανταγωνιστών, οι οποίοι δεν υπάγονται σε ομίλους πολυεθνικών εταιρειών.

Οι χώρες της ΕΕ έχουν πολλούς νόμιμους τρόπους για την επιδότηση των επενδύσεων και πολλούς λόγους να πραγματοποιούν επενδύσεις εντός της ΕΕ. Ωστόσο, το γεγονός ότι μια χώρα παρέχει σε ορισμένες πολυεθνικές εταιρείες παράνομα φορολογικά πλεονεκτήματα που τους δίνουν τη δυνατότητα να αποφεύγουν την καταβολή φόρων για το μεγαλύτερο μέρος των πραγματικών κερδών τους βλάπτει σοβαρά τόσο τον θεμιτό ανταγωνισμό στην ΕΕ όσο και τους ίδιους τους Ευρωπαίους πολίτες.

Το σύστημα φορολόγησης «πλεοναζόντων κερδών» διαφημίστηκε από τις φορολογικές αρχές με το σύνθημα «Μόνο στο Βέλγιο». Ωφέλησε μόνο ορισμένους ομίλους πολυεθνικών εταιρειών με τους οποίους συνήφθησαν ευνοϊκές φορολογικές συμφωνίες στο πλαίσιο του συστήματος, ενώ αυτόνομες εταιρείες (δηλαδή εταιρείες που δεν ανήκουν σε ομίλους) που αναπτύσσουν δραστηριότητα μόνο στο Βέλγιο δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν από αυτά τα πλεονεκτήματα. Το σύστημα αυτό αποτελεί σοβαρή στρέβλωση του ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά της ΕΕ και επηρεάζει μεγάλο φάσμα οικονομικών τομέων.
Οι πολυεθνικές εταιρείες που ωφελούνται από το σύστημα είναι κυρίως ευρωπαϊκές εταιρείες που απέφυγαν επίσης να καταβάλουν στο πλαίσιο του συστήματος το μεγαλύτερο μέρος των φόρων που πρέπει τώρα να εισπράξει το Βέλγιο. Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι εν λόγω φόροι ανέρχονται περίπου σε 700 εκατ. ευρώ συνολικά.

Σύστημα πλεοναζόντων κερδών

Σύμφωνα με τη βελγική νομοθεσία για τη φορολόγηση των εταιρειών, οι εταιρείες φορολογούνται με βάση τα κέρδη από τις δραστηριότητές τους στο Βέλγιο. Ωστόσο, το σύστημα «πλεοναζόντων κερδών» του 2005, που βασίζεται στο άρθρο 185 § 2 β) του Code des impôts sur les revenus/Wetboek Inkomstenbelastingen, επιτρέπει στις πολυεθνικές εταιρείες να μειώνουν τη φορολογική τους βάση για εικαζόμενα «πλεονάζοντα κέρδη» βάσει δεσμευτικής ευνοϊκής φορολογικής συμφωνίας. Το σύστημα αυτό ίσχυε τυπικά επί τέσσερα έτη και μπορούσε να παραταθεί.

Σύμφωνα με τις εν λόγω ευνοϊκές φορολογικές συμφωνίες, τα πραγματικά κέρδη μιας πολυεθνικής εταιρείας συγκρίνονται με τον υποθετικό μέσο όρο των κερδών μιας αυτόνομης εταιρείας σε ανάλογη κατάσταση. Η εικαζόμενη διαφορά κέρδους θεωρείται «πλεονάζον κέρδος» από τις βελγικές φορολογικές αρχές, και η φορολογική βάση της πολυεθνικής εταιρείας μειώνεται αναλόγως. Το σύστημα αυτό βασίζεται στην υπόθεση ότι οι πολυεθνικές εταιρείες πραγματοποιούν «πλεονάζοντα κέρδη» επειδή ανήκουν σε πολυεθνικό όμιλο, π.χ. λόγω των συνεργειών, των οικονομιών κλίμακας, της φήμης, των δικτύων προμηθευτών και πελατών, της πρόσβασης σε νέες αγορές. Στην πράξη, τα πραγματικά κέρδη των σχετικών εταιρειών σημείωσαν μείωση συνήθως κατά περισσότερο από 50% και μέχρι 90% σε ορισμένες περιπτώσεις.
Η εμπεριστατωμένη έρευνα της Επιτροπής κατέδειξε ότι αφαιρώντας το «πλεονάζον κέρδος» από την πραγματική φορολογική βάση της εταιρείας, το σύστημα παρεκκλίνει από:

τη συνήθη πρακτική στο πλαίσιο του βελγικού δικαίου φορολόγησης των εταιρειών. Παρέχει στις πολυεθνικές εταιρείες που είναι σε θέση να υπαχθούν σ’ αυτές τις συμφωνίες προτιμησιακή, επιλεκτική επιδότηση σε σύγκριση με άλλες εταιρείες. Ειδικότερα, σε τουλάχιστον 35 εταιρείες δόθηκε αθέμιτο ανταγωνιστικό φορολογικό πλεονέκτημα έναντι, π.χ., κάθε άλλης ανταγωνιστικής αυτόνομης εταιρείας η οποία υπόκειται σε καταβολή φόρων επί των πραγματικών της κερδών στο Βέλγιο σύμφωνα με το ισχύον βελγικό δίκαιο φορολόγησης των εταιρειών. Το σύστημα παρεκκλίνει επίσης από:

την «αρχή του πλήρους ανταγωνισμού» σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι μια πολυεθνική εταιρεία είχε τέτοια «πλεονάζοντα κέρδη», αυτά θα έπρεπε, στο πλαίσιο της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού, να μοιράζονται μεταξύ των εταιριών του ομίλου κατά τρόπο που να αντικατοπτρίζει την οικονομική πραγματικότητα, και στη συνέχεια να φορολογούνται εκεί όπου δημιουργούνται.

Ωστόσο, σύμφωνα με το βελγικό σύστημα «πλεοναζόντων κερδών» τα εν λόγω κέρδη αφαιρούνται απλώς μονομερώς από τη φορολογική βάση μιας εταιρείας του ομίλου.

Τα επιλεκτικά φορολογικά πλεονεκτήματα του συστήματος δεν θα μπορούσαν επίσης να δικαιολογηθούν ούτε με το επιχείρημα που διατύπωσε το Βέλγιο ότι οι μειώσεις είναι αναγκαίες για την αποφυγή της διπλής φορολογίας. Πράγματι, οι προσαρμογές έγιναν από το Βέλγιο μονομερώς, δηλαδή δεν αντιστοιχούσαν σε αίτημα άλλης χώρας για φορολόγηση των ίδιων κερδών. Το σύστημα δεν απαιτεί από τις εταιρείες να αποδείξουν την ύπαρξη ή έστω τον κίνδυνο ύπαρξης διπλής φορολόγησης. Στην πραγματικότητα, το σύστημα οδηγούσε σε διπλή μη φορολόγηση.

Επομένως, το σύστημα παρέχει στις εταιρείες προτιμησιακή φορολογική μεταχείριση, η οποία είναι παράνομη βάσει των κανόνων της ΕΕ περί κρατικών ενισχύσεων (άρθρο 107 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ).

Είσπραξη

Αφότου η Επιτροπή ξεκίνησε την έρευνά της, τον Φεβρουάριο του 2015, το Βέλγιο ανέστειλε το σύστημα «πλεοναζόντων κερδών» και δεν συνήψε νέες ευνοϊκές φορολογικές συμφωνίες στο πλαίσιο του συστήματος. Ωστόσο, οι εταιρείες που είχαν ήδη συνάψει τέτοιες συμφωνίες από την έναρξη εφαρμογής του συστήματος το 2005 συνέχισαν να επωφελούνται από αυτές.

Η Επιτροπή ζητά με την απόφασή της από το Βέλγιο να πάψει την εφαρμογή του συστήματος «πλεοναζόντων κερδών» στο μέλλον. Επιπλέον, προκειμένου να εξαλειφθεί το αθέμιτο πλεονέκτημα των δικαιούχων του συστήματος και να αποκατασταθεί ο θεμιτός ανταγωνισμός, το Βέλγιο πρέπει να εισπράξει το σύνολο των μη καταβληθέντων φόρων από τις 35 τουλάχιστον πολυεθνικές εταιρείες που επωφελήθηκαν από το παράνομο σύστημα.

Απομένει τώρα να καθοριστούν από τις βελγικές φορολογικές αρχές οι εταιρείες που επωφελήθηκαν από το παράνομο φορολογικό σύστημα καθώς και τα ακριβή ποσά των φόρων που πρέπει να εισπραχθούν από κάθε εταιρεία. Η Επιτροπή εκτιμά ότι θα ανέρχονται περίπου σε 700 εκατ. ευρώ συνολικά.

Ιστορικό

Από τον Ιούνιο του 2013, η Επιτροπή διερευνά τις πρακτικές ευνοϊκών φορολογικών συμφωνιών που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη.
Τον Δεκέμβριο του 2014, επέκτεινε αυτή τη διερεύνηση σε όλα τα κράτη μέλη. Τον Οκτώβριο του 2015, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε ότι το Λουξεμβούργο και οι Κάτω Χώρες χορήγησαν επιλεκτικά φορολογικά πλεονεκτήματα στη Fiat και στη Starbucks, αντίστοιχα. Βρίσκονται επίσης σε εξέλιξη τρεις διεξοδικές έρευνες της Επιτροπής, για την Apple στην Ιρλανδία, την Amazon στο Λουξεμβούργο, και τη McDonald’s στο Λουξεμβούργο, καθώς η Επιτροπή ανησυχεί ότι οι ευνοϊκές φορολογικές συμφωνίες ενδέχεται να θέσουν ζητήματα κρατικών ενισχύσεων.

Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φορολογικής απάτης είναι μία από τις κορυφαίες προτεραιότητες της παρούσας Επιτροπής. Η δέσμη μέτρων για τη φορολογική διαφάνεια, που παρουσίασε η Επιτροπή τον Μάρτιο του περασμένου έτους, είχε το πρώτο θετικό αποτέλεσμα τον Οκτώβριο του 2015 όταν τα κράτη μέλη κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών για τις ευνοϊκές φορολογικές συμφωνίες, ύστερα από μόλις επτά μήνες διαπραγματεύσεων.

Η νομοθεσία αυτή θα οδηγήσει σε πολύ μεγαλύτερη διαφάνεια και θα αποτρέψει τη χρήση ευνοϊκών φορολογικών συμφωνιών για φορολογικές καταχρήσεις -ένα καλό νέο για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές που θα εξακολουθήσουν να επωφελούνται από αυτή την ιδιαίτερα χρήσιμη φορολογική πρακτική- αλλά υπό πολύ αυστηρό έλεγχο, ώστε να διασφαλίζεται ένα πλαίσιο θεμιτού φορολογικού ανταγωνισμού.

Τον Ιούνιο του 2015, η Επιτροπή παρουσίασε επίσης μια σειρά πρωτοβουλιών για την καταπολέμηση της φοροαποφυγής, την εξασφάλιση βιώσιμων φορολογικών εσόδων και την ενίσχυση της ενιαίας αγοράς για τις επιχειρήσεις. Τα προτεινόμενα μέτρα, που εντάσσονται στο πρόγραμμα δράσης της Επιτροπής για μια δίκαιη και αποτελεσματική φορολόγηση, έχουν ως στόχο να βελτιώσουν σημαντικά το σύστημα φορολόγησης των εταιρειών στην ΕΕ, καθιστώντας το πιο δίκαιο, πιο αποδοτικό και πιο φιλικό προς την ανάπτυξη. Μεταξύ των βασικών δράσεων περιλαμβάνεται ένα πλαίσιο για την εξασφάλιση αποτελεσματικής φορολόγησης εκεί όπου πραγματοποιούνται κέρδη και μια στρατηγική για την επαναδρομολόγηση της κοινής ενοποιημένης φορολογικής βάσης για τις εταιρείες (ΚΕΦΒΕ), για την οποία αναμένεται να υποβληθεί νέα πρόταση το 2016.

Η Επιτροπή σχεδιάζει τώρα να ξεκινήσει μια νέα δέσμη πρωτοβουλιών για την καταπολέμηση της εταιρικής φοροαποφυγής στο εσωτερικό της ΕΕ και σε ολόκληρο τον κόσμο.

Οι προτάσεις θα βασίζονται στην απλή αρχή ότι όλες οι εταιρείες, μικρές και μεγάλες, οφείλουν να καταβάλλουν φόρο εκεί όπου πραγματοποιούν κέρδη.
Η δέσμη πρωτοβουλιών, η οποία θα περιλαμβάνει και μια συντονισμένη προσέγγιση σε επίπεδο ΕΕ για την εφαρμογή ορθών προτύπων φορολογικής διακυβέρνησης διεθνώς, θα παρουσιαστεί στις 27 Ιανουαρίου.

Η μη εμπιστευτική έκδοση των αποφάσεων θα δημοσιευθεί με τον αριθμό υπόθεσης SA.43367 στο Μητρώο Κρατικών Ενισχύσεων στον ιστότοπο της γενικής διεύθυνσης Ανταγωνισμού, μόλις διευθετηθούν τυχόν ζητήματα περί απορρήτου. Στο εβδομαδιαίο ηλεκτρονικό δελτίο για τις κρατικές ενισχύσεις «State Aid Weekly e-News» καταχωρίζονται οι νέες αποφάσεις περί κρατικών ενισχύσεων που δημοσιεύονται στο διαδίκτυο και στην Επίσημη Εφημερίδα.

Keywords
Τυχαία Θέματα