H εκποίηση

Γράφει ο Δούκας Γραβάνης

Αντιγράφω από την ποιητική συλλογή Μικρός Ναυτίλος του Οδ. Ελύτη, προσφιλούς ποιητή του πρωθυπουργού Αντ. Σαμαρά:

Γυμνός, Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου, που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του. Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου

έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο. Γεννήθηκα για νά ’χω τόσα. (…) Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο πού ’ναι πιο δύσκολο…

Σε μια απόπειρα ν’ απαντήσουμε στο σχολικού τύπου ερώτημα «τι εννοεί ο ποιητής;», θα διαπιστώναμε πως στο απόσπασμα αυτό συμπυκνώνεται η αξία της λιτότητας: ας πούμε ότι πρόκειται για ένα μικρό εγκώμιο σε κείνη την συνειδητή ολιγάρκεια, που συνιστά έναν ουσιώδη και φιλοσοφημένο αυτοπεριορισμό στα λίγα και απαραίτητα. Φαντάζομαι πως κι ο ίδιος ο ποιητής, θα συναινούσε σε μια τέτοια ανάγνωση: άλλωστε βλέπουμε πως όλο κι όλο το έχειν που παρουσιάζει, εξαντλείται σε μερικά τετραγωνικά, τέσσερις τοίχους, μετρημένα ρούχα, κι εν γένει, σ’ αυτά που εννοούμε λέγοντας ‘στοιχειώδη’. Επιπλέον, έχω την αίσθηση ότι απευθύνει και μια πρόσκληση-πρόκληση: την υιοθέτηση ενός ‘στυλ ζωής’, που επιβραβεύει την αποδέσμευση από την περιττή ιδιοκτησία, και την απόλαυση μιας εποικοδομητικής πνευματικότητας που αρκείται στα ελάχιστα, πλην σημαντικά. Τούτο φαίνεται να επιβεβαιώνει και η κατακλείδα του: «από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε», ίσως γιατί –αποτολμώ μια εξήγηση– απαλλαγμένος από τα καταπιεστικά έρματα της υλιστικής συσσώρευσης που τον καθηλώνουν, ο άνθρωπος θα μπορέσει ν’ ασκήσει δημιουργικότερα την ελευθερία του. Ωστόσο, ακόμα κι ο ποιητής παραδέχεται στο σημείο αυτό πως κάτι τέτοιο είναι δύσκολο– επίπονο και ζόρικο, καταπώς το ερμη-νεύω.

Ας μου επιτραπεί να έχω τη σιγουριά πως η παραπάνω επεξηγηματική παράγραφος, στον καιρό της αναγκαστικής λιτότητας και –όχι ολιγάρκειας μα– φτώχειας στον οποίο ζούμε, ακούγεται οξύμωρη, ανεπίκαιρη κι εξόχως προκλητική. Την ίδια στιγμή όμως, έχω τη βάσιμη υπόνοια ότι ο κ. Σαμαράς και η πέριξ αυτού ομάδα που καταπιάστηκαν ουκ ολίγες φορές με το εράνισμα αποσπασμάτων του Ελύτη, για να απολογηθούν για την πολιτική τους, αλλά και να επικοινωνήσουν ρητορικά την ένδεια της πολιτικής τους, ήδη έχουν αποδελτιώσει το παραπάνω κείμενο ώστε να δικαιολογήσουν τ’ αδικαιολόγητα μέτρα του αρπακτικού σχεδιασμού τους. Μια υπόθεση κάνω• βάσει της εμπεδωμένης επικοινωνιακής πρακτικής, αλλά και της γνωστής συμπάθειας του Πρωθυπουργού προς την υψηλή τέχνη της Ποιήσεως.

Αν τούτο το κείμενο ρέπει προς μία ευδιάκριτη ειρωνεία, είναι γιατί το επίκαιρο ζήτημα των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας (έστω κι αν, εν μέρει, απετράπησαν μέσω της πρόσφατης συμφωνίας για παροχή προστασίας στα οικονομικά ασθενέστερα στρώματα), δείχνει να αποτελεί την τελευταία πράξη του δράματος στον ισοπεδωτικό παροξυσμό της άγριας λιτότητας που απονεκρώνει την ελληνική κοινωνία. Όπου, αφού οι τράπεζες διασώθηκαν με χρήματα των φορολογουμένων πολιτών μέσω μιας διαδικασίας που φέρει τον εύηχο τίτλο ‘ανακεφαλαιοποίηση’, πρέπει και πάλι να διασωθούν, και πάλι από τους ίδιους πολίτες, με τίμημα τούτη τη φορά, το έσχατό τους κεκτημένο: την οικογενειακή τους εστία.

Η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών αυτής της χώρας έχει αγγίξει, μέσω της κατα-ναγκαστικής συρρίκνωσης των εισοδημάτων και της έλλειψης εργασίας, το επίπεδο που περιγράφει ο ποιητής ως ιδανικό τρόπο ζωής. Δίχως νά ’ναι δική τους απόφαση, δίχως νά ’ναι δική τους επιλογή. Η μεγάλη πλειονότητα αυτής της χώρας διάγει βίον ασκητικόν και εγκρατή, όχι από πεποίθηση, αλλά από βίαιο εξαναγκασμό. Αυτό που περιγράφει ο Ελύτης ως μεγαλείο, συνιστά το μαρτύριο της ελληνικής κοινωνίας. Πι-θανώς, ο κ. Σαμαράς και οι συν αυτώ, να το βλέπουν ως εμπράγματη άσκηση των ε-πιταγών της ποίησης. Μπορεί μάλιστα να θεωρούν ότι ακόμα κι αυτή η ‘λιτοδίαιτη’ συμπεριφορά που εκφράζει ο νομπελίστας, είναι πολυτέλεια• ότι πρέπει, για να αρθεί στο ύψιστο νόημα του ιδεαλισμού του, να απολέσει ως κι αυτούς τους τέσσερις τοί-χους της φτωχικής του καμαρούλας.

Ίσως ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του να καταλαβαίνουν περισσότερα από ποίηση. Ίσως μάλιστα το αγαπημένο ‘ποιητικό’ τους ρεύμα, αν κρίνουμε από τη νεοφιλελεύθερη λογική τους, να είναι ο στυγνός υπέρρεαλισμός. Ωστόσο, το έως τώρα ‘ποίημά’ τους παραπέμπει μάλλον στην Έρημη Χώρα του Έλιοτ: μια χώρα, που αν και η πολιτική της είναι γεμάτη ελπιδοφόρους ‘ποιητές’, δε ζει τίποτε άλλο απ’ την πραγματικότητα της εξαθλίωσης, του αδιεξόδου και, φευ, της εκ-ποίησης.

Keywords
Τυχαία Θέματα