O Γεράσιμος Σκιαδαρέσης στο Docville: «Καλά περάσαµε με το ΠΑΣΟΚ, αλλά οι συνέπειες ακόμη πληρώνονται»

Ο Γεράσιµος Σκιαδαρέσης είναι ήρεµος και χαµηλών τόνων άνθρωπος. Παρότι δεν ανεβάζει τα ντεσιµπέλ της φωνής του, καταφέρνει να είναι άµεσος, κατανοητός και να αφήνει έντονο το στίγµα του µε ό,τι καταπιάνεται. Το ίδιο συνέβη και µε τη νέα ταινία του Σωτήρη Γκορίτσα «Εκεί που ζούµε», όπου αν και κρατάει µικρό ρόλο, σηµαδεύει το σώµα της κινηµατογραφικής πλοκής.

Τελικά πού ζούµε, κ. Σκιαδαρέση; Ποια είναι η Ελλάδα στην οποία ζούµε σήµερα;

Η Ελλάδα

του σήµερα είναι αυτή που ήταν πάντα. Με τα καλά της και τα κακά της. Οποιος θεωρήσει ότι είναι µόνο ένα πράγµα θα κάνει λάθος. Ζούµε σε µια συνεχώς µεταβαλλόµενη εποχή στην οποία τα πράγµατα δεν είναι σταθερά –αλλάζουν ανά πάσα στιγµή–, µε όλη την ανασφάλεια για το τι θα ακολουθήσει.

∆εν είναι η πρώτη σας συνεργασία µε τον Σωτήρη Γκορίτσα. Οπως τα περισσότερα φιλµ του, έτσι κι αυτό σχολιάζει τα κακώς κείµενα της εποχής.

Με τον Σωτήρη είµαστε φίλοι. Πλέον δεν κοιτάω τη δουλειά για να δω αν µου αρέσει ή όχι, αλλά λέω ναι κάθε φορά που µου προτείνει κάτι επειδή είναι φίλος. Ειδικά εδώ όµως υπήρχε και ένα συναισθηµατικό δέσιµο, καθώς υποδυθήκαµε ξανά µε τον Στέλιο Μάινα τους ήρωες που είχαµε ενσαρκώσει στο «Βαλκανιζατέρ». Με τον Γκορίτσα έχω κάνει δύο από τις πιο αγαπηµένες µου δουλειές: το «Από το χιόνι» και το «Βαλκανιζατέρ». Αλλά ό,τι κι αν µου πρότεινε, θα το έκανα µε τυφλά µάτια.

Γεράσιμος Σκιαδαρέσης

Υπάρχει µια σκηνή στο φιλµ που φωτογραφίζει την εποχή του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80, όταν ο Αργύρης Μπακιρτζής παρατηρεί ότι «έκανε και λάθη ο Ανδρέας». Αν σας ζητούσε ένας σηµερινός νέος να του περιγράψετε τα καλά και τα κακά του ΠΑΣΟΚ εκείνης την εποχής, τι θα του λέγατε;

Στα καλά θα έβαζα µια µεγαλύτερη οµοψυχία και συµφιλίωση που πέτυχε το ΠΑΣΟΚ. ∆εν θα σταθώ στο οικονοµικό γιατί αποδείχτηκε φιάσκο. Καλά περάσαµε τότε, αλλά οι καταστροφικές συνέπειες εκείνης της καλοπέρασης ακόµη πληρώνονται. Στα αρνητικά είναι επίσης η νοµιµοποίηση του λαϊκισµού και του αυριανισµού. Το µεγαλύτερο κακό δε είναι πως αυτά τα δύο ήρθαν πακέτο. Κι ενώ –αν και παραδοσιακά είµαστε διχασµένος λαός– προσπαθήσαµε να συµφιλιωθούµε, αυτό έγινε µέσω του ολέθριου λαϊκισµού. ∆υστυχώς ο λαϊκισµός υπάρχει και στις µέρες µας.

Αυτό που περιγράφετε δεν είναι ελληνικό «προνόµιο».

Ναι, αλλά όχι σε συνδυασµό µε τον έντονο διχασµό που χαρακτηρίζει τη φυλή µας.

Γιατί;

Ισως φταίει ότι µια ζωή βρισκόµασταν σε εµφυλίους. ∆εν έχουµε επίσης µάθει να λειτουργούµε σωστά σε αυτό που αποκαλείται πολιτεία. ∆εν πιστεύουµε ούτε υπηρετούµε το κοινό καλό. Το µόνο που µας νοιάζει είναι ο εαυτός µας. Ο στόχος µας ήταν πάντα να κάνουµε το κάτι παραπάνω για το δικό µας –είτε ως οµάδα είτε ως άτοµα– και µόνο όφελος. Ετσι, δυστυχώς, δεν προοδεύεις ως κοινωνία. ∆εν έχουµε καθόλου καλή σχέση µε αυτό που αποκαλείται σύνολο. ∆υσκολευόµαστε να συµπορευτούµε µε στόχο το κοινό καλό.

Τελευταία µε αφορµή την άνοδο ακροδεξιών σχηµατισµών στην Ευρώπη γίνεται πολύς λόγος για τη δηµοκρατία.

Είναι παρεξηγηµένο πολίτευµα. Εύκολα µπορεί να σµπαραλιαστεί και να γίνει εργαλείο χειραγώγησης στα χέρια ορκισµένων εχθρών της.

Ας αλλάξουµε κλίµα και ας πάµε σε ένα σίριαλ που παίζεται αυτή την εποχή στην ελληνική τηλεόραση, το «Μαύρο ρόδο», το οποίο µάλιστα πάει καλά. Πώς επιλέγετε τις τηλεοπτικές δουλειές σας;

Κάνω σίριαλ σταθερά εδώ και χρόνια. Σχεδόν κάθε χρόνο παίζω σε κάποια τηλεοπτική σειρά, όχι µόνο για βιοποριστικούς λόγους αλλά και επειδή είναι σηµαντικό κοµµάτι της δουλειάς µου. Οι περισσότεροι συνάδελφοί µου ζουν από το µέσο. Ο τρόπος επιλογής της εκάστοτε δουλειάς µου εξαρτάται κι από άλλους παράγοντες όµως, όχι µόνο από το οικονοµικό. Κυρίως θα έλεγα ότι οι συνεργάτες είναι εκείνοι που µε τραβάνε σε µια σειρά. Φέτος ένιωθα την ανάγκη να κάνω και δραµατικό θέατρο. Οπότε απέρριψα όλες τις κωµικές προτάσεις που µου έγιναν. Οταν διάβασα το συγκεκριµένο σενάριο που ήταν αρκετά βατό και απλό σαν γραφή και είδα τους συνεργάτες που θα είχα είπα αµέσως το ναι.

«Παΐσιος», «Αγιος Νεκτάριος», το δικό σας σίριαλ. Μήπως ζούµε την επιστροφή στη θρησκευτικότητα;

Το δικό µας σίριαλ φαίνεται τέτοιο αλλά δεν είναι. Μόνο ένα κοµµάτι του αφορά τη θρησκεία. Παρότι το κύριο θέµα του είναι το µοναστήρι και όχι η θρησκεία, στρέφει τη µατιά του στη νύχτα, στον υπόκοσµο, στην κοσµική ζωή, την καθηµερινότητα στο χωριό κ.λπ.

∆ιαφωνείτε λοιπόν ότι υπάρχει επιστροφή στη θρησκευτικότητα;

Οχι βέβαια, σαφώς υπάρχει.

Για ποιο λόγο;

Γενικότερα παρατηρούµε την επιστροφή στον συντηρητισµό, οπότε τα ζητήµατα της θρησκείας δεν θα µπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση. Βλέπουµε τι γίνεται σε πολλά επίπεδα που δεν τα χωράει ο νους. Ακούµε τι γίνεται µε τις αµβλώσεις, τα δικαιώµατα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας κ.ο.κ. Αλλά νοµίζω πως αυτή η στροφή προς τον συντηρητισµό συµβαίνει σε παγκόσµια κλίµακα.

Η ιταλική σειρά του Netflix «Suburra» πώς προέκυψε;

Είχα κάνει ήδη μια ιταλική ταινία το 2010, το «Διαμέρισμα στην Αθήνα», και από τότε είχα έναν Ιταλό ατζέντη που μου πρότεινε διάφορες δουλειές, αλλά το timing ποτέ δεν ήταν σωστό. Είχα δεσμευτεί δηλαδή με εγχώριες δουλειές που δεν μπορούσα να τις εγκαταλείψω. Η «Suburra» ήρθε την κατάλληλη ώρα και ήταν μια δουλειά που απόλαυσα επειδή είχε ιδανικές συνθήκες και μου άνοιξε τους ορίζοντες. Εχει πολλά οφέλη το να κάνεις πού και πού μια δουλειά στο εξωτερικό.

Ποιες άλλες δουλειές σας ευχαριστηθήκατε;

Τις περισσότερες. Τo 80% των έργων που έχω κάνει σε σινεμά, τηλεόραση ή θέατρο με έκαναν πολύ χαρούμενο. Τις ταινίες του Γκορίτσα που προανέφερα ή το «Καφέ της Χαράς» και τα «Μαύρα μεσάνυχτα».

Ποιοι ρόλοι σας έχουν δυσκολέψει περισσότερο;

Εκείνοι που δεν τους κατέχω καθόλου. Εκείνοι δηλαδή που πρέπει να τραγουδήσω και έπρεπε να κάνω ειδικά μαθήματα για να τα βγάλω πέρα μαζί τους. Ή τα ιταλικά που δεν γνώριζα και έπρεπε να μάθω καλά τη γλώσσα για τις ανάγκες του «Suburra». Α ίσως και ένας από τους πρώτους ρόλους μου στο θέατρο. Στην «Ολεάννα» όπου ένιωθα ότι ήμουν ανώριμος για τον ρόλο και φοβόμουν ότι ίσως δεν θα τα κατάφερνα να τον αποδώσω όπως πρέπει.

Ποια είναι τα µεγάλα κέρδη που έχετε προσπορίσει από την υπoκριτική;

Εχω µάθει να µελετώ τη συµπεριφορά των ανθρώπων. ∆είχνω µεγάλη κατανόηση στα λάθη ή στις αδυναµίες τους. Παρότι δεν κάνω εύκολα φιλίες, χάρη στη δουλειά µου έχω αποκτήσει καλούς και σηµαντικούς φίλους. Οπως τον Στέλιο Μάινα, µε τον οποίο συναντηθήκαµε στη «Λούφα και παραλλαγή» αλλά πραγµατικά φίλοι γίναµε στο «Βαλκανιζατέρ», όπου γνωριστήκαµε καλά και τον αγάπησα καθώς διαπίστωσα ότι είναι σπάνιος άνθρωπος, ένα αληθινό διαµάντι.

Από τη «Λούφα και παραλλαγή» τι θυμάστε; Πώς ήταν η συνεργασία με τον Νίκο Περάκη;

Από τους λίγους σκηνοθέτες που ξέρει όχι μόνο σινεμά, αλλά και τι πραγματικά πρέπει να κάνει. Λίγοι σκηνοθέτες γνωρίζουν να διευθύνουν σωστά έναν ηθοποιό. Να ζητήσουν κάτι από τον ηθοποιό αλλά και να τον διδάξει σωστά. Ο Περάκης το κάνει τέλεια. Πέρασα υπέροχα στα γυρίσματα της ταινίας του γιατί είναι επίσης ένας εξαιρετικός άνθρωπος που δεν έχει κόμπλεξ και επιβάλλεται με την ηρεμία και την προσωπικότητά του.

INF0

Η ταινία «Εκεί που ζούμε» βγαίνει στις αίθουσες στις 27 Οκτωβρίου από τη Feelgood

Keywords
Τυχαία Θέματα