Η αλληγορία του Φαμπρ στο Μέγαρο Μουσικής

Αντισυμβατικό. Όπως ο δημιουργός του. «Η δύναμη της θεατρικής τρέλας» του Γιαν Φαμπρ είναι το έργο που τον καθιέρωσε από τότε που το παρουσίασε στη Μπιενάλε της Βενετίας το 1984. 28 χρόνια μετά, αναβιώνει και αποδεικνύει τη διαχρονικότητα του. Ανάμεσα στους σταθμούς του, είναι και η Αθήνα. Η παράσταση έκανε πρεμιέρα μόλις χθες στην αίθουσα «Νίκος Σκαλκώτας» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και θα επαναληφθεί απόψε. Ο Φαμπρ, σε συνεργασία

με την ιστορικό τέχνης Κατερίνα Κοσκινά, αποφάσισε να προσφέρει στο αθηναϊκό κοινό ένα ξεχωριστό θέαμα και μάλιστα αφιλοκερδώς.

Το ανθρώπινο σώμα. Αυτός είναι ο βασικός άξονας του έργου. Το σώμα που φτάνει στα όρια του. Η υπέρβαση του. Η τάση προς το αδύνατο. Η εξάντληση. Η υπερβολή. Η επανάληψη. Η νεύρωση. Αλλά και ο συγχρονισμός. Η ακρίβεια. Επί τέσσερις ώρες και κάτι, οι περφόρμερς παίζουν με το σώμα τους. Γίνεται αντικείμενο εξουσίας αλλά και ερωτισμού. Ταπεινώνεται και υποφέρει. Υπηρετεί ωστόσο την ομορφιά μέσα από μια διαδικασία ηδονική όσο και βασανιστική καθώς γινόμαστε παρατηρητές των αλλεπάλληλων βιωμάτων του. Εκπληκτική η σκηνή των δύο γυμνών βασιλιάδων που χορεύουν τανγκό υπό τη μουσική επένδυση του μινιμαλιστή Wim Mertens και του Soft Verdict σαν αιώνια σύμβολα της εξουσίας που πλησιάζει στο τέλος της. Ανά διαστήματα, οι περφόρμερς φωνάζουν σημαντικές χρονολογίες, συγγραφείς και έργα ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στο «1876», τη χρονιά που κάνει πρεμιέρα το «Δαχτυλίδι» του Βάγκνερ. Για τον Φαμπρ είναι η απαρχή μιας νέας θεατρικής θεωρίας θεματικά, δομικά και μεθοδολογικά. Στο βάθος, η μεγάλη οθόνη προβάλλει πίνακες ζωγραφικής ενώ το ημίφως που κυριαρχεί ως φωτισμός σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, προκαλεί την ιδανική ατμόσφαιρα που απαιτείται.

Η γυναίκα που κάθεται απέναντι από τον άντρα που τη χαστουκίζει και εκείνη του τραγουδάει μεταξύ άλλων “merci…je t’aime…”, η ηθοποιός που εισβάλλει στην αρχή δυναμικά, άλλοτε με ερωτισμό και άλλοτε με θυμό και ο ηθοποιός που τη σπρώχνει κάτω από τη σκηνή με βία. Το τραγούδι του βαρύτονου Nicolas Simeha που ξαφνικά με συγκίνησε. Τα σπασμένα πιάτα στο πάτωμα. Είναι τόσες πολλές οι εικόνες που έχουν αποτυπωθεί στο μυαλό μου. Ο Φαμπρ εξάλλου, προβάλλει διαρκώς εικόνες τις οποίες και ανασυνθέτει. Η υπερβολική έκθεση των σωμάτων και η αίσθηση ευθραυστότητας τους ταράζουν το θεατή που στην ουσία συμμετέχει στη διερεύνηση αυτή του ανθρώπινου σώματος. Βλέπει τους χορευτές –ηθοποιούς επί σκηνής να επιδίδονται σε ένα όργιο αμφισβήτησης, μεταμόρφωσης, υπέρβασης.

Η ιστορικότητα αυτής της παράστασης έγκειται στο γεγονός ότι ξεφεύγει από τις καθιερωμένες θεατρικές συμβάσεις. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης έχει πει για το δημιούργημα του ότι δεν είναι θέατρο, αλλά «μοιάζει με θέατρο». Το κοινό παρακολουθεί τον πραγματικό χρόνο δράσης, η περφόρμανς που εκτυλίσσεται μπροστά του είναι εντελώς «αληθινή». Ο Γιαν Φαμπρ είναι ρηξικέλευθος και συνάμα αιρετικός. Ασκεί κριτική σε κάθε μορφή εξουσίας, πηγαίνει κόντρα σε «φόρμες» και προκαταλήψεις και παρά ταύτα παραμένει ένας α

Keywords
Τυχαία Θέματα