Ακύλλας Καραζήσης: «Θα ήμασταν καλύτεροι άνθρωποι αν κλαίγαμε»

Η πρώτη τους συνάντηση με το έργο του Ιρβιν Γιάλομ ήταν το 2011. Τότε, σύστησαν για πρώτη φορά στο ευρωπαϊκό κοινό τη θεατρική μεταφορά του παγκόσμιου μπεστ σέλερ του γνωστού αμερικανού ψυχιάτρου, σκηνοθετώντας και πρωταγωνιστώντας σε μια παράσταση που κέρδισε το χειροκρότημα. Τώρα, ο Ακύλλας Καραζήσης και ο Νίκος Χατζόπουλος επιστρέφουν στο «Οταν έκλαψε ο Νίτσε» αναβιώνοντας την επιτυχημένη παραγωγή στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας με κεντρικά πρόσωπα τους Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη, Γιάννη Κότσιφα και Θάνο

Λέκκα. «Το βασικό κίνητρο για εμάς ήταν ένα έργο το οποίο σκηνοθετούσαμε και παίζαμε εγώ, ο Νίκος και ο Χάρης Φραγκούλης να το δούμε με νέα ματιά μέσα από καινούργιους ηθοποιούς. Ηταν και μια επιθυμία του παραγωγού να ξαναπαιχτεί. Ετσι κι αλλιώς, τα θεατρικά έργα δεν ανεβαίνουν άπαξ. Πιστεύουμε ότι αυτή η μεταγραφή του βιβλίου του Γιάλομ είναι κάτι το οποίο λειτουργεί πολύ καλά με τους καινούργιους ηθοποιούς. Είναι μια φρέσκια ματιά. Είναι σαν ένα τραγούδι το οποίο το ακούς, το ξανακούς και ξαφνικά το ακούς με άλλες φωνές» αναφέρει ο Ακύλλας Καραζήσης μιλώντας στο «Νσυν».

Σασπένς

Η αφήγηση της παράστασης στήνεται γύρω από δύο μεγάλες προσωπικότητες του 19ου αιώνα, του μεγάλου γερμανού φιλοσόφου Φρίντριχ Νίτσε και του αυστριακού γιατρού Γιόζεφ Μπρόιερ, οι οποίοι βρίσκονται σε κρίση μέσης ηλικίας και συναντιούνται σε μια εμπνευσμένη διαδικασία διπλής ψυχοθεραπείας με έναν νεαρό ειδικευόμενο γιατρό ονόματι Ζίγκμουντ Φρόιντ. Οι τρεις άνδρες, πότε ως αφηγητές, πότε υποδυόμενοι ρόλους, μιλούν για τις γυναίκες, τις ανάγκες και τις αδυναμίες τους. «Αυτό που έχει πάρα πολύ σασπένς στο έργο είναι το πέρασμα από τη θέση του θεραπευτή στον θεραπευόμενο. Η ψυχανάλυση και η ψυχική θεωρία που παραδίδεται ατόφια στο κείμενο, σε ένα μεγάλο κομμάτι της, εξακολουθεί να είναι επίκαιρη. Συγχρόνως ο θεατής βλέπει τη γένεση της ψυχοθεραπείας μέσα από πειραματισμούς ανθρώπων, έχει πολύ ενδιαφέρον για μένα. Τα στοιχεία που με τράβηξαν πριν από 13 χρόνια στο έργο εξακολουθούν να ισχύουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ίσως και πιο ενδιαφέροντα. Γιατί εκτός από τους ηθοποιούς, άλλαξε και ο κόσμος. Τότε ήμασταν σε περίοδο κρίσης βαθιά οικονομικής, τώρα είμαστε σε μια άλλου είδους κρίση, κλιματική, πολιτική, και είναι έντονη στη συνείδηση των ανθρώπων. Πράγματα όπως η συζήτηση για την ψυχοθεραπεία ή οι θεωρίες για την αιώνια επανάληψη του ίδιου, ότι δηλαδή το ίδιο έρχεται και επανέρχεται και η βούληση το αλλάζει και το ονομάζει αλλιώς, είναι πάρα πολύ ενδιαφέροντα. Και κυρίως βέβαια το θέμα μέσα από τη σχέση θεραπείας είναι η φιλία, η επαφή των ανθρώπων, η επικοινωνία» τονίζει ο σκηνοθέτης. «Η παράσταση είναι κάπως ψυχοθεραπευτική με την έννοια ότι δείχνει ένα εργαλείο πάρα πολύ καθαρά και πώς λειτουργεί στους ανθρώπους» συμπληρώνει.

Αυτογνωσία

Στο έργο του ο Γιάλομ επινοεί τη συνάντηση των τριών αυτών προσώπων στη μητρόπολη των διανοητικών ζυμώσεων του 19ου αιώνα, δίνοντας μια ερμηνευτική εκδοχή της γέννησης της ψυχοθεραπείας και της σχέσης της με την υπαρξιακή φιλοσοφία. Ολα αυτά τα θέματα ζωντανεύουν επί σκηνής. «Στην παράσταση μπαίνουν πολλά ζητήματα. Οπως το πώς μιλάς, πώς αναλύεται κάτι, πώς αρχίζει η σκέψη της θεραπευτικής συνομιλίας. Και κυρίως, η αυτογνωσία που είναι ένα ουσιαστικό ζήτημα, η οποία είναι μια δύσκολη ιστορία, αλλά με έναν τρόπο σωτήρια, τη στιγμή που βγαίνεις από τα σκοτάδια ενός προσωπικού μεσαίωνα και προχωράς σε έναν προσωπικό διαφωτισμό» υπογραμμίζει ο Ακύλλας Καραζήσης και συνεχίζει: «Εγώ έχω σκεφτεί πάρα πολύ πάνω στην ψυχοθεραπεία γιατί είμαι φροϋδιανός, οπαδός του Φρόιντ δηλαδή και οπαδός του Μαρξ. Γι’ αυτό και με ενδιέφερε πολύ το έργο. Αλλά ανθρώπους που δεν έχουν καμία σχέση με αυτά νομίζω ότι τους βάζει σε μια διαδικασία σκέψης πολύ ουσιαστική».

Λύτρωση

Στην εξέλιξη της ιστορίας, η διαδικασία της ανθρώπινης ψυχής αποκτάει τα χαρακτηριστικά μιας αστυνομικής περιπέτειας με την αναζήτηση στοιχείων, τις απρόβλεπτες εξελίξεις, την εμφάνιση σχεδόν ανυπέρβλητων εμποδίων, ακόμα και τον κίνδυνο του θανάτου. Ωστόσο καταλήγει σε μιας ζωτικής αξίας ανθρώπινη επαφή όπου ο Νίτσε έκλαψε αλλά και ο Μπρόιερ λυτρώνεται. «Το κλάμα στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι λύτρωση. Είναι απόλυτη έκφραση των συναισθημάτων. Δεν είναι η μόνη, αλλά είναι μία. Νομίζω αντί να χασκογελάμε όλη την ώρα, θα ήταν ωραίο να κλαίμε. Δηλαδή, μας λείπει το κλάμα. Εμένα προσωπικά μού λείπει το κλάμα. Νομίζω ότι θα ήμασταν καλύτεροι άνθρωποι αν κλαίγαμε. Αν ο Τραμπ καθόταν σε μία γωνιά κι έκλαιγε και πολλοί πολιτικοί αν τους βλέπαμε να κλαίνε, θα ήταν πολύ συμπαθείς και πολύ καλύτεροι πολιτικοί. Δεν ξέρω αν έκαναν και ψυχοθεραπεία αν ήταν ακόμα καλύτεροι, γιατί παίζει και ρόλο ποιος κάνει τι. Αλλά θεωρώ ότι πρέπει να διαβάζουν λογοτεχνία και να πηγαίνουν στο θέατρο. Θα τους έκανε λίγο περισσότερο καλό να μορφώνονται επί της ουσίας και όχι στον κυνισμό και στα τεχνοκρατικά. Αν διάβαζαν κλασική λογοτεχνία, λίγο ιστορία και πολιτική θεωρία και Φρόιντ» καταλήγει ο Ακύλλας Καραζήσης.

Keywords
Τυχαία Θέματα