Πάμε σινεμά; Δολοφόνοι, ρεπόρτερ, κλώνοι, σκακιστές…

Η συγκάλυψη ενός φόνου με φόντο την κλειστή κοινωνία μιας μικρής πόλης στην ελληνική επαρχία είναι η βάση της ιστορίας στο «Κρέας» (Ελλάδα, 2024), την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Δημήτρη Νάκου, η οποία έχοντας κάνει αξιόλογη διαδρομή σε διάφορα φεστιβάλ του κόσμου (Τορόντο, Θεσσαλονίκη κ.α.) ανοίγει από σήμερα στις αίθουσες.

Ξέρουμε από την αρχή ότι ο φονιάς είναι Ελληνας (Παύλος Ιορδανόπουλος), ο «προβληματικός» γιος μιας οικογένειας σε τεράστια κρίση (Ακύλλας Καραζήσης ο πατέρας χασάπης,

Μαρία Καλλιμάνη η σιωπηλή μητέρα). Και μαθαίνουμε ότι εκείνος που «πρέπει» να πάρει την ευθύνη είναι Αλβανός (Κώστας Νικούλι) που μάλιστα βρίσκεται υπό την προστασία της οικογένειας του πρώτου.

Οσο η ώρα περνά, τόσο ο κλοιός σφίγγει και μια απόφαση πρέπει, επιτέλους, να παρθεί. Δεν θα έλεγα ότι η ματιά του Νάκου πάνω στην ελληνική κοινωνία της επαρχίας διαφέρει από εκείνη άλλων σκηνοθετών που έχουν κατά καιρούς ασχοληθεί μαζί της στο ελληνικό σινεμά και δεν μπορώ να μη μνημονεύσω την εξαιρετική και σχετικά πρόσφατη ταινία «Πίσω από τις θημωνιές» της Ασημίνας Προέδρου, στοιχεία της οποίας με άλλον τρόπο δοσμένα θα βρούμε και στο «Κρέας»· από την ασφυκτική πατριαρχία ως την οικονομική ανασφάλεια, από τις βίαιες αντιπαραθέσεις των συγχωριανών ως το φαρμακερό κουτσομπολιό, από τη ζήλια και τον φθόνο ως το μεταναστευτικό πρόβλημα.

Ολα αυτά το «Κρέας» τα ψηλαφίζει και μάλιστα προσεκτικά – τόσο όσο – χωρίς ποτέ να ξεχνά ότι το βαρόμετρο εδώ είναι το ποιος θα πάρει την ευθύνη για το έγκλημα. Στόχος του Νάκου που δούλεψε επί χρόνια το σενάριο κάνοντας διάφορες τροποποιήσεις είναι να βρει χώρο για τη δημιουργία oλοκληρωμένων ηρώων που θα στηρίζουν πειστικά την ιστορία του, και τα καταφέρνει. Οι τέσσερις κεντρικοί ήρωες έχουν πληρότητα και οι ηθοποιοί τούς υπηρετούν υπεύθυνα, έστω και αν ο Ακύλλας Καραζήσης δείχνει ότι κοπιάζει να υποδυθεί τον χασάπη, παγιδευμένος σε μια συνθήκη που ως φαίνεται τον κάνει να αισθάνεται άβολα.

Ρεπορτάζ υπό πίεση

«Γιατί δεν τον έχουμε εμείς;» ρωτάει ο Ρουν Αλρετζ, υπεύθυνος της απευθείας τηλεοπτικής μετάδοσης των γεγονότων σχετικών με το τρομοκρατικό χτύπημα του Μαύρου Σεπτέμβρη εναντίον των ισραηλινών αθλητών στο Ολυμπιακό Χωριό του Μονάχου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972. Ο Αλρετζ, που υποδύεται ο Πίτερ Σάρσγκαρντ, αναφέρεται σε έναν από τους Ισραηλινούς που κατάφεραν να γλιτώσουν από τους τρομοκράτες και που τώρα τον βλέπει να δίνει συνέντευξη στο κανάλι του Ισραήλ.

Περισσότερο από κάθε τι η ταινία «Πέντε Σεπτεμβρίου» (5 September, ΗΠΑ/ Γερμανία, 2024) είναι μια διεισδυτική ματιά στη δημοσιογραφία κάτω από ασυνήθιστα πιεστικές συνθήκες, όπως αυτές στις οποίες εντελώς αναπάντεχα βρέθηκαν οι δημοσιογράφοι της αθλητικής ομάδας του καναλιού ABC ενώ κάλυπταν τους αγώνες στο Μόναχο. Στην αρχή της ταινίας (της οποίας ο δραματουργικός χρόνος είναι μόνον η 5η Σεπτεμβρίου, η ημέρα του συμβάντος) βλέπουμε τον Αλρετζ να δίνει τη δική του μάχη με τους ανωτέρους του ώστε το θέμα να μην πάει στις ειδήσεις του ABC αλλά να παραμείνει στους αθλητικούς συντάκτες γιατί εκείνοι βρίσκονται εκεί, στον τόπο του συμβάντος.

Ο Αλρετζ είναι πεπεισμένος ότι το δικό του αθλητικό επιτελείο (οι Τζον Μακάρο, Μπεν Τσάπλιν ανάμεσα στα μέλη του) μπορεί να αποδειχθεί εξίσου μάχιμο και αποτελεσματικό με τα εξειδικευμένα επιτελεία ενός ρεπορτάζ που δεν έχει σχέση με το δικό του. Εξίσου αποφασιστικός όμως απέναντι στο δύσκολο έργο του δείχνει ο ελβετός σκηνοθέτης Τιμ Φέχλμπαουμ που καταφέρνει να συνδυάσει με ισορροπία τα ζητήματα ηθικής που απασχολούσαν τους δημοσιογράφους με αυθεντικό υλικό αρχείου και μια λεπτομερή αναπαράσταση των γεγονότων που συνέβησαν μέσα στον χώρο όπου δούλεψε πυρετωδώς η ομάδα μιας μετάδοσης που τελικά είχε 900 εκατομμύρια θεατές (η ταινία είχε μία υποψηφιότητα στα Οσκαρ για το πρωτότυπο σενάριό της – Φέχλμπαουμ, Μορτζ Μπάιντερ, Αλεξ Ντέιβιντ).

Πίσω από το μπούλινγκ

Στη διεθνούς συμπαραγωγής νορβηγική ταινία «Ενημέρωση γονέων» (Armand, 2024) ο πρωτοεμφανιζόμενος στη μεγάλου μήκους μυθοπλασία Χάλφνταν Ούλμαν Τέντελ (εγγονός του Ινγκμαρ Μπέργκμαν και της Λιβ Ούλμαν) μέσα σε εξαιρετικά περιορισμένους σκηνικούς χώρους ενός σχολείου – μια αίθουσα, διάδρομοι, μια τουαλέτα – βάζει κάτω από το μικροσκόπιο τους ήρωές του και μας υπενθυμίζει ότι ακόμα και σε σχολεία πρώτης γραμμής που έχουν τέλειο «πρόσωπο», μπορούν στο εσωτερικό τους να είναι βυθισμένα στο βαθύ σκοτάδι.

Γιατί αυτό δηλώνει το επεισόδιο βιαιοπραγίας ενός 6χρονου αγοριού, του Αρμάντ, απέναντι σε ένα άλλο. Ολη η ταινία είναι η συνάντηση των δύο οικογενειών (χωρίς την παρουσία των παιδιών) μπροστά σε υπευθύνους του σχολείου, μια τρόπον τινά «ανάκριση-έρευνα», ώστε να δούμε πώς «φτάσαμε ως εκεί». Με την ηθοποιό μάνα του Αρμάντ, που υποδύεται η Νορβηγίδα Ρενάτε Ράινσβε, στη μία πλευρά και τους γονείς του άλλου παιδιού στην άλλη (Ελεν Ντόριτ Πέτερσεν, Γιάνε Χέλτμπεργκ), ο Τέντελ μάς κρατά σφιχτά από το χέρι για να δούμε την εξέλιξη της ιστορίας.

Ως θεατές βέβαια, έχουμε δυστυχώς εξοικειωθεί με την ιδέα ότι το μπούλινγκ στα σχολεία είναι σε κάθε σημείο του πλανήτη καθημερινότητα. Ομως ο Τέντελ δεν ενδιαφέρεται για την ίδια την πράξη αλλά για την αφορμή της, τα αίτιά της. Και εκεί, τελικά το σοκ είναι το ίδιο ισχυρό όσο η πράξη. Γιατί στη διαμάχη των δύο μαθητών, με πολύ φωτεινό τρόπο αντανακλάται η παρακμή των ηθικών αξιών των ημερών μας και εκεί η ευθύνη βαραίνει τους γονείς.

Αχαλίνωτη φαντασία

Αρκετά χρόνια μετά τον θρίαμβο των «Παρασίτων» (2019), ο νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης Μπονγκ Τζουν Χο επιστρέφει με το «Mickey 17» (ΗΠΑ/ Νότια Κορέα, 2025) στο παιχνιδιάρικο σινεμά φαντασίας με πολιτικό περιεχόμενο, χαρακτηριστικό παλαιότερων δημιουργιών του, όπως του «Snowpiercer» και του «Επισκέπτη».

Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας που εκτυλίσσεται στο μακρινό μέλλον, ο Μίκι Μπαρνς (Ρόμπερτ Πάτινσον), ένας αξιοθρήνητος loser ο οποίος για να ξεφύγει από τη μίζερη ζωή του μετατρέπεται σε «αναλώσιμο όργανο» μιας εταιρείας που εξερευνά άγνωστους πλανήτες αναζητώντας ζωή πέρα από τα σύνορα της Γης. Εγκέφαλοι της επιχείρησης για την οποία ο Μίκι εργάζεται, ένας αλαζών δισεκατομμυριούχος (Μαρκ Ράφαλο) και η «παλαβιάρα» γυναίκα του (Τόνι Κολέτ) οι οποίοι στον βωμό της επεκτατικής φιλοδοξίας τους στοχεύουν στην καταστροφή και την εξολόθρευση κάθε «κακής» εξωγήινης ύπαρξης.

Το μυστικό στις λέξεις «αναλώσιμο όργανο» είναι ότι κάθε φορά που ο Μίκι πεθαίνει, αντικαθίσταται από έναν κλώνο. Και το βραχυκύκλωμα που θα δώσει στην ούτως ή άλλως λοξή αυτή ιστορία μια ακόμα πιο λοξή τροπή είναι όταν ένας από τους κλώνους, ο 17ος που πρόκειται να αντικατασταθεί από τον 18ο, αποδεικνύεται ζωντανός. Ετσι θα έρθει αντιμέτωπος με τον νέο κλώνο του, κάτι που δεν έχει προβλεφθεί από την εταιρεία και που θα φέρει τα πάνω κάτω, βγάζοντας όμως στην επιφάνεια τον ανθρώπινο χαρακτήρα αυτής της ταινίας.

Η προσπάθεια του Μπονγκ Τζουν Χο να συνδέσει χιουμοριστικά ένα κατάμαυρο παραμύθι του μέλλοντος με τους καιρούς μας είναι εμφανής και οι στόχοι του επιτυγχάνονται αρκεί ν’ αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο μπροστά σε ένα θέαμα αχαλίνωτης φαντασίας, και μια συνθήκη σεναρίου που θυμίζοντας υπερβολικά φορτωμένη τούρτα, επιτρέπει, πολύ απλά, τα πάντα.

Κολλημένοι με το σκάκι

Με το ντοκιμαντέρ «Πανελλήνιον» (Ελλάδα, 2024) οι σκηνοθέτες Σπύρος Μαντζαβίνος και Κώστας Αντάραχας αποπειρώνται τη δημιουργία του κινηματογραφικού «προσώπου» του θρυλικού καφενείου που δηλώνει ο τίτλος της ταινίας, στις οδούς Μαυρομιχάλη και Σόλωνος, που είναι το πιο χαρακτηριστικό στέκι σκακιστών της Αθήνας. Σύντομο, σφιχτοδεμένο, πλήρες και καθόλου φλύαρο, το ντοκιμαντέρ δεν ενδιαφέρεται μόνο για τον ίδιο τον χώρο, το κτίριο και την ιστορία του, αλλά για το πελατειακό κοινό του «Πανελληνίου», τους πωρωμένους σκακιστές που όποτε βρίσκονται εκεί, νιώθουν (κυριολεκτικά) σπίτι τους.

Πυλώνας του χώρου ο κύριος Γιάννης, ο άνθρωπος που «τρέχει» καθημερινά το καφενείο και που σε μια στιγμή, βράδυ, τον βλέπουμε να αναγκάζεται να κλείσει αφήνοντας κάποιους αμετακίνητους πελάτες μέσα! Οι δύο σκηνοθέτες με ευγένεια και κατανόηση ανοίγουν την πόρτα της ψυχής των «ηρώων» τους και πλάθουν αξιόλογα πορτρέτα ανθρώπων «κολλημένων» τόσο πολύ με το σκάκι, που σου δίνουν την εντύπωση εθισμένων σε τοξικές ουσίες. Το αποτέλεσμα είναι μια πολύ αγαπησιάρικη έκπληξη στον χώρο της ελληνικής ταινίας τεκμηρίωσης την οποία αξίζει κανείς να ανακαλύψει.

Η αγάπη όλα τα νικά

Στο «Ποτάμι» (Ελλάδα, 2024), πρώτη μεγάλου μήκους κινηματογραφική ταινία μυθοπλασίας του Χάρη Ραφτόγιαννη, μια λεωφόρος θα γίνει το σύνορο δύο εντελώς διαφορετικών κόσμων: στη μια πλευρά ο άνθρωπος του πολιτισμού (Μάκης Παπαδημητρίου), ο πολιτικός μηχανικός που έχει αναλάβει το έργο της ανάπλασης της ερειπωμένης περιοχής για λογαριασμό μιας μεγάλης, απρόσωπης εταιρείας. Και στην άλλη μια ατίθαση, δυναμική κοπέλα (Στεφανία Σωτηροπούλου) η οποία ζει στην περιοχή και που σε καμία περίπτωση δεν θέλει να την εγκαταλείψει, μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους που θυμίζουν μέλη περιπλανώμενου θιάσου.

Σε αυτή την επίκαιρη και ιδιαίτερα ανθρώπινη δραματική κομεντί που μοιάζει να κινείται στα όρια φαντασίας – πραγματικότητας, κάπως σαν σύγχρονο παραμύθι, το στοιχείο του ρομάντζου θα συνδυαστεί αρμονικά με το εύστοχο πολιτικό σχόλιο και κάπου μια λευκή ανταύγεια θα δώσει λίγο φως στη γενικότερη μαυρίλα της ιστορίας. Η συγκρουσιακή ταλάντωση ανάμεσα στην παράδοση και την αλλαγή, το παλιό και το σύγχρονο, μπορεί να βρει διέξοδο μόνο στην αγάπη, μας λέει αυτή η χειροποίητη, ειλικρινής και διαυγής μικρή ταινία.

Σαν να παίζεις PlayStation

Το χιλιοειπωμένο πια κλισέ του μετα-αποκαλυπτικού κόσμου προς εξυπηρέτηση της καταστροφολογίας, επανέρχεται στην περιπέτεια φαντασίας «In the lost lands» (ΗΠΑ, 2024), όπου σκοτεινές δυνάμεις και εφιαλτικοί αντίπαλοι έρχονται σε σύγκρουση με μια μάγισσα που θυμίζει πρώην μοντέλο (Μίλα Γιόβοβιτς) και έναν βαθιά βλοσυρό, βαθιά μυστηριώδη και με μια βαθιά μπάσα φωνή αφηγητή που είναι ο «Κυνηγός» και έχει τη βαθιά θηριώδη μορφή του Ντέιβ Μπατίστα. Εφετζίδικη και παντελώς άδεια περιπέτεια φαντασίας, που σου δίνει την αίσθηση ότι παίζεις PlayStation, όπως συμβαίνει με όλο το έργο του σκηνοθέτη Πολ Γ. Αντερσον, γνωστού κυρίως από τις ταινίες «Resident Evil» όπου πρωταγωνιστεί ποια λέτε; Η Μίλα Γιόβοβιτς.

Προβάλλονται τέλος οι ταινίες κινουμένων σχεδίων «Πριγκίπισσα επαναστάτρια» (Rebellious, Αγγλία/ Κύπρος, 2024) του Αλεξ Τσιτσιλίν και «Ο Σιρόκο και το βασίλειο των ανέμων» (Sirocco et le royaume des courants d’air, Γαλλία/ Βέλγιο, 2023) του Μπενουά Σιέ.

Keywords
δολοφονοι, ρεπορτερ, παμε, ολυμπιακοί αγώνες, resident evil, ελλαδα, θεσσαλονικη, ολυμπιακος, ηπα, abc, ειδήσεις, μπεν, τιμ, αλεξ, σχολεια, σοκ, κορεα, loser, εταιρεία, αθηνα, ευγένεια, φως, playstation, lost, κυνηγός, κυπρος, γαλλια, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, κλειστα σχολεια, Τσάρλι Τσάπλιν, τελος ακινητων, Καλή Χρονιά, η ημέρα της γης, Ημέρα της μητέρας, αποτελεσματα πανελληνιων 2012, αλλαγη ωρας 2012, Ημέρα του παιδιού, τελος του κοσμου, κοινωνια, μιλα, πλανητες, το θεμα, αδεια, βελγιο, γερμανια, γυναικα, ζηλια, ηθοποιοι, θεμα, ισραηλ, ντοκιμαντερ, πιεση, σινεμα, ταινιες, φως, ωρα, abc, lost, αγαπη, αγωνες, αξιζει, αλεξ, ανθρωπος, απλα, αφορμη, βραδυ, βρισκεται, γινει, γονεις, δυστυχως, δικη, δειχνει, δωσει, αιθουσα, ειλικρινης, εξελιξη, εξυπηρετηση, ερχονται, εταιρεία, ευθυνη, ζωη, ιδεα, ιδια, ιδιο, ηρωες, θυμιζει, ίνγκμαρ μπέργκμαν, ισορροπια, καφενειο, κτιριο, λευκη, λεωφορος, ματια, μυστικο, μηχανικος, μοναχο, μορφη, μπεν, μαρια, ομαδα, παντα, ορια, ουσιες, πορτα, βαρομετρο, σεναριο, σκηνοθετες, σοκ, σπιτι, συγχρονο, τιμ, τουρτα, τιτλος, φαντασια, φεστιβαλ, φοντο, φωνη, φορα, χερι, χρονος, αλβανος, ευγένεια, ιδιαιτερα, κοπελα, κωστας, λεξεις, loser, μοιαζει, μπροστα, σπυρος, υλικο
Τυχαία Θέματα