Επισιτιστική κρίση: Στο στόχαστρο καιρός, πόλεμος και κλιμάκωση της πείνας

Μπορεί να «ξεχνάμε» στην εποχή της ψηφιακής εποχής ότι η οικονομία δεν είναι απλώς δείκτες που αναβοσβήνουν σε φωτεινές οθόνες, αλλά έχει απτό αντίκρισμα στις ζωές των ανθρώπων, για την ακρίβεια τις καθορίζει ίσως και στον μέγιστο βαθμό.

Στο επίκεντρο τίθενται οι τιμές των αγροτικών προϊόντων και των τροφίμων ευρείας κατανάλωσης που συνιστούν και τη βάση της διατροφής για το μεγαλύτερο μέρος στον κόσμο.

Στην Ελλάδα, έχουμε βιώσει μέχρι

στιγμής την άνοδο των τιμών στα σούπερ μάρκετ, μετά την πανδημία, αλλά και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Τι γίνεται όμως στον υπόλοιπο πλανήτη;

Σε ανάλυση στο Al Jazeera, αναρωτιέται ο αρθρογράφος εάν η παγκόσμια επισιτιστική κρίση είναι η νέα κανονικότητα για τον πλανήτη. Από το ινδικό ρύζι μέχρι τα σιτηρά της Αυστραλίας, η κλιματική αλλαγή φαίνεται πως διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς οι καιρικές συνθήκες επηρεάζουν καταλυτικά την αγροτική παραγωγή.

Εμφανίζονται πλέον ελλείψεις σε συγκεκριμένα διατροφικά αγαθά, ενώ και οι τιμές έχουν πάρει την ανιούσα, ιδίως μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, κύρια χώρα παραγωγής σιτηρών.

Το μείζον ερώτημα είναι τι μπορεί να γίνει όταν οι ακραίες καιρικές συνθήκες λόγω κλιματικής αλλαγής, οι περιορισμοί στις εξαγωγές και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι απειλούν τα παγκόσμια αποθεματικά σε τρόφιμα; Οι ειδικοί αναλυτές εκτιμούν ότι το ελεύθερο εμπόριο σε συγκεκριμένες ποικιλίες σιτηρών και καλαμποκιού, είναι η λύση για το πρόβλημα.

 «Λευκός χρυσός»… το ρύζι

Όταν στα τέλη Ιουλίου, η Ινδία ανακοίνωσε ότι σταματάει τις εξαγωγές λευκού ρυζιού, εξαιρουμένης της ποικιλίας μπασμάτι, προκειμένου να βάλει φρένο στην αύξηση των εγχώριων τιμών και να διασφαλίσει τη διαθεσιμότητα για τον πληθυσμό της, ήταν ήδη ένα σημαντικό «καμπανάκι» που χτύπησε.

Το ρύζι αποτελεί βασικό στοιχείο της διατροφής για πάνω από το μισό πληθυσμό του πλανήτη και καταναλώνονται ετησίως περισσότερα από 500 εκατομμύρια τόνοι. Εάν σκεφτεί κανείς ότι η Ινδία διενεργεί το 40% της παγκόσμιας εξαγωγικής δραστηριότητας ρυζιού, αντιλαμβανόμαστε πόσο ισχυρός «παίκτης» είναι στην αντίστοιχη αγορά διεθνώς, με άλλες χώρες μεγάλους εξαγωγείς την Ταϊλάνδη, το Βιετνάμ, το Πακιστάν και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Είναι χαρακτηριστικό ότι την τελευταία διετία, η ποικιλία ρυζιού –όχι parboiled και όχι μπασμάτι-καλύπτει το 10% της παγκόσμιας αγοράς, όπως δήλωσε στο Al Jazeera αναλύτρια της Διεθνούς Οργάνωσης Τροφίμων και Γεωργίας (FAO). Μάλιστα, το ρύζι προορίζεται για αγορές όπως η Μαλαισία, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Νεπάλ και το Μπαγκλαντές, ενώ ηγετική θέση στους αγοραστές του ίδιου τύπου ρυζιού κατακτούν τελευταία και το Καμερούν, η Μαδαγασκάρη και η Ακτή Ελεφαντοστούν.

Όμως η Ινδία έχει επιβάλλει αύξηση σε ποσοστό της τάξεως του 20% στους δασμούς στις εξαγωγές και για το parboiled ρύζι. Μια κίνηση που προκαλεί αποσταθεροποίηση στις διεθνείς τιμές του ρυζιού παγκοσμίως, επηρεάζοντας κυρίως τις πιο φτωχές χώρες. Παρά τις αλλεπάλληλες παρεμβάσεις της Ινδίας – είχε και τον Σεπτέμβριο του 2022 προσπαθήσει να αποθαρρύνει τις εξαγωγές-, το αποτέλεσμα είναι ότι στην παγκόσμια αγορά, η εξαγωγική δραστηριότητα ρυζιού αυτής της ποικιλίας που καλλιεργείται στο έδαφός της, εμφανίζει άνοδο σε ποσοστό της τάξεως του 25% από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Μάρτιο, έναντι του αντίστοιχου διαστήματος της αμέσως προηγούμενης χρονιάς. Μετά τις τελευταίες εξελίξεις, ωστόσο, οι τιμές του ρυζιού για το φετινό μήνα Ιούλιο είχαν ανέλθει στο υψηλότερο επίπεδο από τον Σεπτέμβριο του 2011.

Η παραγωγή αγαθών ανά τον πλανήτη

Σε ό,τι αφορά τη Λατινική Αμερική, η Βραζιλία ως ένας από τους κύριους παραγωγούς λαδιού σόγιας, υποφέρει από τη μεγαλύτερη ξηρασία των τελευταίων ετών, ενώ η Αργεντινή, η μεγαλύτερη εξαγωγός χώρα σε σόγια και η κορυφαία παραγωγός σε καλαμπόκι, υποφέρει επίσης από τη χειρότερη εποχή ανομβρίας της τελευταίας 60ετίας.

Η Ινδονησία, η μεγαλύτερη σε εξαγωγές χώρα φοινικέλαιου έχει μειώσει της εξαγωγές της από πέρυσι, σε μια στιγμή μάλιστα που υπάρχει αναταραχή στα βρώσιμα έλαια, καθώς τα αποθέματα ηλιέλαιου μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία υπέστησαν πλήγμα.

Κλιμάκωση της πείνας

Για το σύνολο του 2002, περίπου το 9,2% του παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή κάπου μεταξύ των 691 εκατομμυρίων και 783 εκατομμυρίων ανθρώπων, ήρθε αντιμέτωπο με την πείνα. Όταν το αντίστοιχο ποσοστό πριν την πανδημία για το 2019, ανέρχονταν στο 7,9%.

Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν τις επιπτώσεις για τον κόσμο, γιατί ακριβώς πίσω από τα ποσοστά υπάρχουν ανθρώπινες ζωές και πόνος. Καταστροφικές πυρκαγιές στον Καναδά και στην Ευρώπη, ξηρασία στη Νότια Αμερική και την Ανατολική Αφρική, καθώς και πλημμύρες στην Κίνα, συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα για την επιβίωση του πλανήτη.

Keywords
Τυχαία Θέματα