Γιατί ξεθωριάζει η φήμη του Βρετανικού Μουσείου;

Τον Δεκέμβριο του 2023, οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» είχαν «προφητεύσει» ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα θα επιστρέφονταν στην Ελλάδα μέσα στο 2024. Δυστυχώς, διαψεύστηκαν. Εναν χρόνο αργότερα, ήρθε η σειρά του «Εκόνομιστ» να διακινδυνεύσει «προφητεία» περί επανένωσης των αριστουργημάτων του Φειδία εντός του 2025. Απομένουν 11 μήνες και έξι ημέρες για να μάθουμε αν η πρόβλεψη θα αποδειχθεί σωστή. Η αλήθεια είναι ότι σήμερα υπάρχουν βάσιμοι λόγοι συγκρατημένης αισιοδοξίας. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του Τζορτζ Οσμπορν,
προέδρου του Βρετανικού Μουσείου, και του διδύμου Κυριάκου Μητσοτάκη – Γιώργου Γεραπετρίτη έχουν, πλέον, εισέλθει στο τέταρτο έτος τους. Το γεγονός ότι δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί μαρτυρά τον βαθμό δυσκολίας του εγχειρήματος, το οποίο έχει χαρακτηριστικά γόρδιου δεσμού: αφενός, τα Γλυπτά δεν είναι δυνατόν να γυρίσουν με τη μορφή ενός συμβατικού δανείου, καθώς η Ελλάδα (και πολλοί ακόμη στη διεθνή κοινότητα) τα θεωρεί κλεμμένα και δεν αναγνωρίζει την υποτιθέμενη ιδιοκτησία των Βρετανών, αφετέρου το Βρετανικό Μουσείο δεν μπορεί να τα αποχωριστεί για πάντα, καθώς δεσμεύεται από νόμο του 1963, τον οποίο η κυβέρνηση του Λονδίνου δεν είναι διατεθειμένη να αλλάξει. Ηδη το θέμα εξελίσσεται σε πρόβλημα για την κυβέρνηση του Κιρ Στάρμερ: η αξιωματική αντιπολίτευση ξιφουλκεί εναντίον των Εργατικών, κατηγορώντας τους ότι «ξεπουλούν» τους θησαυρούς των μουσείων της Βρετανίας. Εξού και ο πρωθυπουργός προσπαθεί να αποσυνδεθεί από την υπόθεση, δηλώνοντας ότι «το θέμα αποτελεί αρμοδιότητα του Μουσείου». Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με πληροφορίες, ο Στάρμερ διάκειται θετικά στην εξεύρεση λύσης, κάτι που έχουν επιβεβαιώσει στα «ΝΕΑ» τόσο η μέχρι πρότινος στενή του συνεργάτιδα και σκιώδης υπουργός Πολιτισμού Θάνγκαμ Ντεμπονέρ, όσο και η νυν υπουργός Πολιτισμού Λίσα Νάντι. Μια πιθανή διευθέτηση είναι αυτή της «κατάθεσης» ή «κοινής χρήσης» των Γλυπτών, τα οποία θα μπορούσαν να μεταφερθούν στην Αθήνα χωρίς να γίνεται ρητή αναφορά στην κυριότητα των τεχνουργημάτων. Πηγή του Βρετανικού Μουσείου είπε στα «ΝΕΑ» ότι, «αν όλα πάνε καλά, δεν αποκλείεται να προκύψει συμφωνία μέσα στους επόμενους μήνες», υπογραμμίζοντας όμως ότι «οι συζητήσεις συνεχίζονται, καθώς υπάρχουν ακόμη ορισμένα αγκάθια που πρέπει να ξεπεραστούν». Ο επιδραστικός οργανισμός Parthenon Project, ο οποίος βρίσκεται σε επαφή τόσο με την ελληνική κυβέρνηση όσο και με το Βρετανικό Μουσείο, προτείνει την επιστροφή των Γλυπτών στην Αθήνα και τη μετονομασία της Duveen Gallery, που σήμερα τα στεγάζει, σε «Prince Philip Hellenic Gallery» στην οποία θα εκτίθενται άλλοι ελληνικοί θησαυροί.

ΛΟΝΔΙΝΟ ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

Το Βρετανικό Μουσείο είναι το πρότυπο για το τι θεωρείται μουσείο, αλλά ταυτόχρονα δεν μοιάζει καθόλου με μουσείο. Μάλλον μοιάζει με ένα μικρό κράτος. Το μουσείο δεν είναι τα εκθέματα που φιλοξενεί. Είναι μια πρεσβεία, ένα πανεπιστήμιο, ένα αστυνομικό τμήμα, ένα εργαστήριο επιστημών, ένα τελωνείο, μια βάση αρχαιολογικών ανασκαφών, ένα άσυλο, μια εμπορική επιχείρηση, ένας εκδοτικός οίκος, μια κλινική, μια υπηρεσία ερευνών. «Δεν είμαστε αποθήκη, ούτε μαυσωλείο», δήλωσε ο πρόεδρός του, πρώην υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, Τζορτζ Οσμπορν στους καλεσμένους του στο ετήσιο δείπνο των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του μουσείου, τον Νοέμβριο. Αντιθέτως, είναι και τα δύο αυτά και πολλά άλλα.

Το Βρετανικό Μουσείο είναι μια εκτεταμένη και χαοτική αντανάκλαση της ψυχής της Βρετανίας εδώ και 300 χρόνια: της ακόρεστης περιέργειάς της και του πολιτισμικού σχετικισμού της, του επιθετικού συμπλέγματος ανωτερότητας, της ακατάπαυστης ναυτιλιακής και εμπορικής δραστηριότητας, του σκληρού αυτοκρατορικού πλουτισμού, της λαμπρής επιστημονικής της έρευνας, της βιαιότητας, του ιδεαλισμού της, του μεταποικιακού άγχους. Ολα αυτά εκφράζονται μέσα από τη συσσώρευση αντικειμένων: μια παρανοϊκή συσσώρευση, μια μανία για αποθήκευση που για έναν άνθρωπο θα θεωρούνταν ως μια μορφή ασθένειας. Το μουσείο περιλαμβάνει συνολικά οκτώ εκατομμύρια αντικείμενα. Ή ίσως έξι, ανάλογα με το πώς τα μετράς. Οπως και να έχει, η συλλογή είναι τεράστια και μεγαλώνει κάθε χρόνο. Αν προσθέσεις όλα τα αντικείμενα του Λούβρου, της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου και του Μουσείου Βικτωρίας και Αλβέρτου, θα έχεις λιγότερα από τα μισά αντικείμενα του Βρετανικού Μουσείου.

Δεν είναι το παλαιότερο μουσείο στη Βρετανία, αλλά εκείνο που σε γενικές γραμμές αποτέλεσε το πρότυπο για όλα τα εθνικά μουσεία της Βρετανίας. Ιδρύθηκε το 1753 έπειτα από απόφαση του σερ Χανς Σλόαν, ενός αγγλοϊρλανδού γιατρού και συλλέκτη, ο οποίος πλούτισε, μεταξύ άλλων, από την εργασία των σκλάβων στην Τζαμάικα, να αφήσει τη σημαντική του συλλογή στο έθνος για «τη βελτίωση, τη γνώση και την ενημέρωση όλων των ανθρώπων». Σε αντίθεση με τα πιο κοντινά του αντίστοιχα μουσεία στο εξωτερικό – το Λούβρο, το Ερμιτάζ –, δεν ιδρύθηκε ως έκφραση δύναμης ενός μονάρχη, ούτε ως πράξη φιλανθρωπίας από τους πολύ πλούσιους, όπως το Μητροπολιτικό Μουσείο. Ιδρύθηκε και είναι υπόλογο στο κοινοβούλιο. Σκοπός του ήταν να διαμορφώσει τους πολίτες ενός νέου, ενωμένου έθνους μετά την αποτυχημένη απόπειρα των Ιακωβιτών να καταλάβουν τον θρόνο το 1745.

Σε κρίσιμη καμπή

Σήμερα, το Βρετανικό Μουσείο βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή, και δεν είναι περίεργο. Αν η ίδια η Βρετανία αναζητά τη θέση της σε έναν μεταποικιακό κόσμο, τότε γιατί να μην το κάνει και το πιο σημαντικό της μουσείο; Θυμάμαι, το 2006 ο τότε διευθυντής του μουσείου (και έως το 2015) Νιλ ΜακΓκρέγκορ είχε σχολιάσει ενοχλημένος στη γράφουσα ότι «η επιστροφή των αντικειμένων είναι ένα ζήτημα του χθες».

Οι εξελίξεις τον διέψευσαν. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, o επαναπατρισμός των αντικειμένων έχει γίνει επίκαιρο ζήτημα. Η κριτική προς το μουσείο επικεντρώνεται κυρίως γύρω από τα χάλκινα του Μπενίν, τα οποία λεηλατήθηκαν από τους Βρετανούς από το βασιλικό παλάτι της πόλης Μπενίν κατά την τιμωρητική επίθεση του 1897, και τα Γλυπτά του Παρθενώνα, η νομιμότητα της αγοράς των οποίων από τον λόρδο Ελγιν αμφισβητείται από τη δεκαετία του 1810. Το μουσείο έχει κάνει ελάχιστες δηλώσεις δημοσίως για αυτά τα ζητήματα και, όσον αφορά το κοινό, έχει πράξει ελάχιστα. Στο μεταξύ, έχει αναδυθεί η άποψη ότι όλα τα αντικείμενα του Βρετανικού Μουσείου είναι κλεμμένα – μια άποψη που το μουσείο, με αδύναμο ηγετικό λόγο, έχει κάνει ελάχιστα για να εξηγήσει ή να αντικρούσει.

Το μουσείο είναι σχεδόν πάντα το κορυφαίο σε προτιμήσεις αξιοθέατο της Βρετανίας, με περίπου 6 εκατ. επισκέπτες ετησίως. Αλλά μεγάλο μέρος της υποδομής του φαίνεται παλαιωμένο και φθαρμένο. Η χρηματοδότησή του είναι περιορισμένη σε σύγκριση με τα αντίστοιχα μουσεία στο Παρίσι και το Βερολίνο. Το προσωπικό του είναι κακοπληρωμένο. Βρίσκεται στις πρώτες φάσεις μιας ανακαίνισης που αναμένεται να διαρκέσει δεκαετίες, με χορηγία ύψους 50 εκατ. στερλινών από τη BP, χορηγία της οποίας έχουν πλέον απορρίψει τα περισσότερα άλλα βρετανικά πολιτιστικά ιδρύματα. Εχει νέο διευθυντή, τον Νίκολας Κάλιναν, πρώην επικεφαλής της Εθνικής Πινακοθήκης Πορτρέτων – αλλά είναι ακόμη αβέβαιο αν διαθέτει τις ικανότητες να καθοδηγήσει αυτόν τον περίπλοκο θεσμό μέσω της τεράστιας ανακαίνισής του και να αναμορφώσει τη φήμη του.

Ο προκάτοχος του Κάλιναν παραιτήθηκε μετά την αποκάλυψη, τον Αύγουστο του 2023, ότι ένα μέλος του προσωπικού του μουσείου, ένας ανώτερος επιμελητής των αρχαιοελληνικών και ρωμαϊκών συλλογών, φέρεται να είχε κλέψει 2.000 αντικείμενα. Το μουσείο έχει κατονομάσει τον Πίτερ Χιγκς ως δράστη (ο γιος του, που μίλησε εκ μέρους του, αρνείται τις κατηγορίες). Κατά τη διάρκεια τριών δεκαετιών, πολύτιμοι σφραγιδόλιθοι και χρυσά κοσμήματα φέρονται να είχαν αφαιρεθεί από τις αποθήκες του μουσείου – στις οποίες, σύμφωνα με τα πρωτόκολλα ασφαλείας, κανένας υπάλληλος δεν θα έπρεπε να είχε την άδεια να εισέλθει χωρίς συνοδεία. Τα αντικείμενα φέρονται να είχαν πωληθεί σε εμπόρους ή να είχαν δημοπρατηθεί σε ιστοσελίδες.

Η πιο σημαντική αρχή του Βρετανικού Μουσείου, η παραδοχή πάνω στην οποία στηρίζεται η αξιοπιστία του, είναι ότι φροντίζει τα αντικείμενα που έχει στην κατοχή του. Οι φερόμενες κλοπές και οι συνέπειές τους κατέστρεψαν αυτή τη συμφωνία μεταξύ ιδρύματος και κοινού. Το επιχείρημα ότι το Βρετανικό Μουσείο είναι, τουλάχιστον, ένας ασφαλής χώρος για τα διαφιλονικούμενα αντικείμενα που φιλοξενεί καταρρίφθηκε. Η δημοτικότητά του ως τουριστικού προορισμού μπορεί να μην επηρεάστηκε. Αλλά η ήδη εύθραυστη εμπιστοσύνη στο ίδρυμα κατέρρευσε.

Τα Γλυπτά του Παρθενώνα

Οσον αφορά το θέμα των αντικειμένων που διεκδικούνται από άλλες χώρες, το Βρετανικό Μουσείο δεν μπορεί κατά νόμο να πουλήσει, δωρίσει ή «αποδεχτεί» αντικείμενα με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Αυτός είναι ο γενικός κανόνας – αλλά υπάρχουν κάποιες νομικές εξαιρέσεις, όπως η επιστροφή αντικειμένων που είχαν κλαπεί από τους Ναζί. Επομένως, είναι δυνατόν να φανταστεί κανείς την ανάπτυξη μιας διαδικασίας που θα μπορούσε να ασχοληθεί με τις αξιώσεις επιστροφής αντικειμένων σε ένα πιο γενικό επίπεδο. Προς το παρόν, όμως, δεν φαίνεται να υπάρχουν ενδείξεις για αλλαγές.

Εκτός, φυσικά, από την ιδιαίτερη περίπτωση των Γλυπτών του Παρθενώνα, για τα οποία ο Τζορτζ Οσμπορν φαίνεται να έχει κάνει προσωπική του αποστολή. Τα τελευταία χρόνια, εργάζεται για να διαπραγματευτεί μια συμφωνία, συναντώντας έλληνες πολιτικούς, κάποιες φορές στην Αθήνα, άλλες φορές στο Νάιτσμπριτζ. Ομως το Βρετανικό Μουσείο – που είναι 300 ετών και περιέχει αντικείμενα ηλικίας 2 εκατ. ετών – δεν έχει την τάση να βιάζεται.

Αναμένονται εξελίξεις

Μπορεί το μουσείο να βγει από την κρίση; Μπορεί να ανακτήσει το ηθικό του, να επιστρέψει τα χαμένα αντικείμενα και να επαναπροσδιοριστεί ως κάτι διαφορετικό από «το μουσείο που έκλεψε τα εκθέματά του»; Θα χρειαστεί να υπάρξουν εξελίξεις στα επίμαχα ζητήματα: τα χάλκινα του Μπενίν και τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Η νέα κυβέρνηση των Εργατικών φαίνεται ανοιχτή στην πιθανότητα μιας συνεργασίας που θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αποστολή των Γλυπτών στην Αθήνα, με αντάλλαγμα δανεισμό έργων από την Ελλάδα. Κάποιοι παραμένουν επιφυλακτικοί: ο Τζορτζ Οσμπορν, πρόεδρος του μουσείου, έχει προχωρήσει σε συμφωνίες χωρίς να ενημερώνει πάντα τους διαχειριστές ή το προσωπικό και χωρίς να έχει ακολουθηθεί μια συγκεκριμένη διαδικασία. Ο ΜακΓκρέγκορ είναι πιο προσεκτικός. «Αυτό που είναι τόσο ανησυχητικό στη συζήτηση για τον Παρθενώνα είναι ότι κανείς δεν αναφέρει ποιες είναι οι αρχές στις οποίες βασίζεται η πρόταση για την απομάκρυνσή τους από το Λονδίνο. Και αυτή θα είναι μόνιμη: οι έλληνες πολιτικοί αναγνωρίζουν ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα, εάν επιστρέψουν στην Ελλάδα, δεν θα μπορούσαν να φύγουν ξανά».

Η διατύπωση του ΜακΓκρέγκορ για το Βρετανικό Μουσείο ως «ένα μουσείο του κόσμου για τον κόσμο» ισχύει, τουλάχιστον σύμφωνα με τον ίδιο. «Και ένας από τους λόγους που λειτουργεί», είπε, «είναι επειδή η Βρετανία διαθέτει πλέον έναν παγκόσμιο πληθυσμό, οι ιστορίες του οποίου βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο». Αλλά πολλοί δεν είναι τόσο σίγουροι. «Μπορείς να πεις ότι είναι ένα μουσείο του κόσμου για τον κόσμο, αλλά ο κόσμος δεν έχει συμφωνήσει σε αυτό», είπε ένας πρώην ανώτερος διαχειριστής.

Keywords
Τυχαία Θέματα