Καίτη Γκρέυ: Μια ζωή σαν λαϊκό τραγούδι

«Η Καίτη Γκρέυ είναι μια από τις σπουδαιότερες τραγουδίστριες που έχει βγάλει η πατρίδα μας. Θυμάμαι το 1950 με 1960 εμείς οι φτωχοί άνθρωποι που δεν είχαμε λεφτά να πάμε να την ακούσουμε στα κέντρα που τραγουδούσε, μαζευόμασταν στο σπίτι και γλεντούσαμε με τα τραγούδια της. Μου ταίριαζε πάντοτε ο ήχος της φωνής της, ο τρόπος που ερμηνεύει και αυτός ο πόνος που βγάζει όταν τραγουδάει που σου σπαράζει την καρδιά. Το τραγούδι που πάντα μου άρεσε να ακούω από αυτήν και μου άρεσε να το λέω κι εγώ ήταν το “Θα κλάψω σήμερα” (στίχοι – μουσική Μπάμπης Μπακάλης). Εκτός από μια σπουδαία

τραγουδίστρια, ήταν και ένας πολύ καλός άνθρωπος. Μια γυναίκα συμπονετική που το πρόβλημά σου γίνεται πρόβλημά της». Η σύντομη ακτινογράφηση του φαινομένου «Καίτη Γκρέυ» ανήκει σε έναν άλλο θρύλο του ελληνικού τραγουδιού, τη Βίκυ Μοσχολιού, η οποία καταφέρνει να συμπυκνώσει όλη την ουσία του φαινομένου: μια ανυπέρβλητη φωνή, ένας σπουδαίος άνθρωπος.

Από τη γέννησή της το 1924 στο χωριό Μυτιληνιοί της Σάμου ως Αθανασία Γκιζίλη, η Καίτη Γκρέυ, μέχρι «ν’ ανέβει και να τραγουδήσει στο πιο ψηλότερο βουνό» περνά όσα ο Κάρολος Ντίκενς δεν είχε φανταστεί ότι θα μπορούσαν να συμβαίνουν και εκτός βικτωριανής Αγγλίας. Ηταν μόλις ενός έτους όταν υιοθετείται από την οικογένεια Καλαϊτζή στα Ταμπούρια του Πειραιά. Εκεί μεγαλώνει ως Κική (από το Αγγελική, το όνομα που της δίνουν) χωρίς να ξέρει ότι σε ένα διπλανό σπίτι ζούσε ο αδελφός της, Γιάννης, επίσης υιοθετημένος από άλλο ζευγάρι. Οταν θα χάσει τον θετό της πατέρα, η θετή της μητέρα προκειμένου να τη γλιτώσει από τις κακουχίες της Κατοχής τη στέλνει σε μια θεία της πίσω στη Σάμο. Στα χέρια της περνά μαρτυρικές στιγμές. Η θεία της την έδενε σε μια ακακία, όπως έχει εξιστορήσει η ίδια η Γκρέυ, την έδερνε, την έβριζε. Ως και σε έναν ιταλό κατακτητή την τάζει. “Πήγαινε μέσα, μωρή, να σε χαϊδέψει θέλει μόνο, δεν θα σε φάει”. Η άρνηση της μικρής Καίτης προκαλεί τόσο θυμό στη θεία της που αρχίζει να τη χτυπά χωρίς έλεος. Ενας άλλος Ιταλός τη σώζει από τα χέρια της αδυσώπητης γυναίκας, τη βάζει σε μια βάρκα, μαζί με μια άλλη οικογένεια Ελλήνων, για να περάσουν απέναντι στην Τουρκία και να γλιτώσουν τον βομβαρδισμό της Σάμου. Επειτα πάει στην Παλαιστίνη, όπου έζησε μέσα σε αντίσκηνα με συσσίτια αναζητώντας, μικρό παιδί, λίγη βοήθεια. «Εγώ ξένο άνθρωπο από την πόρτα μου δεν έδιωξα. Γιατί αν βρήκα καλό, από ξένο άνθρωπο το βρήκα».

Η γραμμική αφήγηση της ζωής αυτού του θρύλου έχει αποτυπωθεί με δικά της λόγια σε δυο (αυτό)βιογραφίες που έχουν κυκλοφορήσει: της Οδού Πανός του Γιώργου Χρονά («Αυτή είναι η ζωή μου») και του Νίκου Νικόλιζα (εκδ. Αγκυρα, «Ετσι όπως τα έζησα»). Η σκληρή μοίρα της άλλαξε όταν αποφάσισε να πάρει τη ζωή στα χέρια της. Τα γεγονότα που δρομολόγησαν μια νέα πορεία της είναι πολλά αλλά κομβικό ίσως  σημείο ήταν τη στιγμή που πήγε να εργαστεί ως οικιακή βοηθός στο σπίτι του Παναγιώτη Κανελλόπουλου αφού στα δεκαοκτώ της χρόνια είχε ήδη δυο γιους και ένα διαζύγιο. Εχει μιλήσει πολλές φορές για την καλοσύνη και τη γενναιοδωρία που δέχτηκε σε αυτό το σπίτι.

Αναζητώντας μια καλύτερη ζωή άρχισε να εργάζεται ως χορεύτρια, ηθοποιός σε θεατρικά μπουλούκια που περιοδεύουν στην Ελλάδα, αλλά και ως τραγουδίστρια του ελαφρού (ευρωπαϊκού) ρεπερτορίου. Τότε απέκτησε το ψευδώνυμο Καίτη Γκρέυ. Εκείνη την εποχή αρχίζει η άνθηση του λαϊκού τραγουδιού και η πρωτόγνωρη αποδοχή που έχει στον κόσμο θα την οδηγήσουν στο πάλκο: μεγαλύτερο μεροκάματο και την επιπλέον χαρτούρα, σύμφωνα με τους κανόνες ψυχαγωγίας που ίσχυαν τότε στα λαϊκά κέντρα. Το απαράμιλλο μέταλλο της φωνή της, με τις αισθαντικές και μελοδραματικές ερμηνείες της, προκαλεί αίσθηση.

Καίτη Γκρέυ: Τα πρώτα της τραγούδια

Το πέρασμά της στο λαϊκό ξεκινά με το τραγούδι «Το δικό σου το μαράζι» του Μητσάκη, το 1952. Από τότε η μία επιτυχία θα ακολουθήσει την άλλη: «Ποτέ τη μάνα μην πικραίνεις» και «Αναψε το τσιγάρο» του Γεράσιμου Κλουβάτου σε στίχους του Βίρβου και του Τσάντα αντίστοιχα, το θρυλικό «Βουνό» των Λουκά Νταράλα και Βαγγέλη Πρέκα, «Πάρε το δάκρυ μου» του Χιώτη και της Ευτυχίας, «Κάτσε στον καναπέ μου» του Χρυσίνη και του Τσάντα, «Το ‘πες και το ‘κανες» του Μακρυδάκη και του Γκούτη, «Ο σκληρός χωρισμός» του Μπακάλη και του Βίρβου. Το 1962 η Μίνα Σημηριώτη γράφει την ιστορία της ζωής της στο περιοδικό «Ντομινό» σε συνέχειες κάθε εβδομάδα. Ηταν μάλιστα εκείνη την περίοδο που της τηλεφώνησε ο Βασίλης Τσιτσάνης για να της προτείνει ένα τραγούδι πάνω στη ζωή της. Επρόκειτο για τα «Ξένα χέρια». Ενα από τα πιο δυνατά καρτ ποστάλ της ζωής της ήταν η πορεία της με τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον πρώτο της έρωτα, όπως έχει πει η ίδια. Γνωρίστηκαν στα μισά της δεκαετίας του ’50 και οι εμφανίσεις τους στον Ζέφυρο στο Νέο Ηράκλειο, στον Αστέρα στα Γερμανικά της Κοκκινιάς έχουν αφήσει εποχή. Μαζί έχουν ηχογραφήσει ένα από τα ωραιότερα λαϊκά ντουέτα, το «Απόψε φίλα με» σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη, που αποτελεί και την αρχή της συνεργασίας Καζαντζίδη – Χιώτη (δική του η μουσική). Οι δρόμοι τους κάποια στιγμή χώρισαν και ο καθένας άρχισε να γράφει τη δική του ξεχωριστή σελίδα στην ελληνική μουσική ιστορία.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

«Περνούσε το βίωμα στη φωνή»

Το 1984 συνάντησα την Καίτη Γκρέυ στη «Νεράιδα». Ηταν εκείνες οι εποχές που ξεκινούσε η σεζόν τον Οκτώβριο και τελείωνε το Πάσχα. Το σχήμα είχε κλείσει, ήταν ο Γιάννης Πουλόπουλος, αλλά θέλαμε και ένα μεγάλο γυναικείο όνομα. Η Γκρέυ μόλις είχε έρθει από τις περιοδείες στο εξωτερικό. Δεν την είχα ξανασυναντήσει ποτέ πριν. Ηταν μια μεγάλη φωνή, σπουδαία τραγουδίστρια που άντεχε στις δύσκολες συνθήκες της πίστας. Το αναφέρω διότι ήταν δύσκολο αφού τραγουδούσαμε πολλές ώρες. Διέθετε μια ξεχωριστή, καθαρή, λαμπερή φωνή. Το πλεονέκτημα των φωνών αυτής της κατηγορίας είναι ότι το βίωμά τους το περνάνε στην ερμηνεία τους, κάνοντας έτσι μοναδικό το ηχόχρωμά τους. Ετσι δημιουργούσαν ένα δικό τους ξεχωριστό μονοπάτι γι’ αυτό και «έμειναν». Ηταν πολύ καλή συνεργάτις, γενναιόδωρη. Οταν εντόπιζε έναν τραγουδιστή που άξιζε έκανε τα πάντα για να τον βοηθήσει. Με αγαπούσε πολύ είχαμε περάσει καλά μαζί και διατηρήσαμε τη φιλία μας. Θα τη θυμάμαι πάντα με αγάπη και μέσα από τα τραγούδια της που έχει πει με συγκλονιστικό τρόπο, όπως αυτό που ξεχωρίζω, το «Το ‘πες και το ‘κανες». Εχει πει απίστευτα πολλές επανεκτελέσεις, όπως το «Βουνό» του Λουκά Νταράλα.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Από τη Σάμο στην Παλαιστίνη

Ο Ναστάσι Στέφανος ο Ιταλός… με πήρε και με παρέδωσε στα γεροντάκια, τα οποία με βάλαν σε μια βάρκα και βγήκαμε σε κάτι φυλάκια της Τουρκίας. Οταν βγήκαμε δυο μέρες μείναμε στο βουνό. Εκεί στο βουνό είχε ένα αλμυρό νερό κι ένα ξεροκάμματο που μας δίνανε οι Τούρκοι. Αλλά απ’ ό,τι λέγανε, οι μεγάλοι άνθρωποι που ξέρανε και τα τούρκικα, παίρνανε τα κοριτσάκια από εννιά χρονώ, τα καταστρέφανε, τα σφάζανε και τα πετάγανε στη θάλασσα… Την άλλη μέρα μας πήγανε με τα πόδια, περάσαμε βουνά και φτάσαμε στο Κουσάντας. Εκείς στο Κουσάντας μάς διαχώρισαν, άλλοι κοιμόμασταν στα καφενεία, άλλοι κοιμόμασταν σε διάφορα μέρη. Εκεί αρρώστησε όλος ο κόσμος, όπως αρρώστησα κι εγώ. Γιατί όπως ήτανε το στομάχι μας άδειο, από την πείνα κι από τις ταλαιπωρίες, φάγαμε κι όλη τη νύχτα ο κόσμος τρέχανε στις τουαλέτες. Μας είχε πιάσει κόψιμο, πυρετός, και πολλά άλλα. Με τον κόσμο αυτόν αρρώστησα τότε και γω. Θυμάμαι, είχα σκουλαρικάκια στ’ αυτάκια μου και μια Τουρκάλα μου ‘βγαλε και τα σκουλαρικάκια μου, μου τα πήρε. Ημουνα δεκαπέντε μέρες με 40 πυρετό. Οταν έγινα καλά, μαζί μ’ αυτήν την οικογένεια, μας βάλανε στα τραίνα και πήγαμε στην Παλαιστίνη.

Στην Παλαιστίνη ήτανε τσαντήρια εκεί που μέναμε, όπως είναι ο στρατός. Μας δώσανε καραβάνα, μας δώσανε αριθμούς, πού θα παίρναμε συσσίτιο, κάθε μέρα, κουβέρτα, και κοιμόμασταν στα τσαντήρια. Εκεί έμεινα ένα χρόνο με την οικογένεια αυτή, που με είχανε σαν παιδί τους.

Μετά ένα χρόνο όμως, ήρθε κάποιος μ’ ένα κατάλογο και φώναζε διάφορα ονόματα, που θα έπρεπε να μας αποσπάσουν, ορισμένους, από την Παλαιστίνη, να μας πάνε στις Πηγές του Μωυσέως, γιατί είχε συγκεντρωθεί χιλιάδες κόσμος εκεί, κι έπρεπε να διαχωρίσουν ορισμένους, να τους στείλουν αλλού, σ’ άλλα στρατόπεδα. Μέσα στον κατάλογο αυτό υπήρχε και το δικό μου το όνομα, χωρίς όμως να υπάρχουν τα ονόματα των ανθρώπων αυτών που με είχανε μαζί τους, σαν παιδί τους. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα οι άνθρωποι. Φωνάξανε, μιλήσανε ότι δεν έχω κανέναν, ότι είμαι μόνη μου. Επρεπε δυστυχώς να μπω στο τραίνο και να πάω στις Πηγές του Μωυσέως. Μ’ όλον εκείνο τον κόσμο, με βάλανε και μένα μ’ ένα μπογαλάκι και πήγα στις Πηγές του Μωυσέως. […] Εκεί έμεινα από το ’42 μέχρι το ’45».

(Από το βιβλίο «Αυτή είναι η ζωή μου», εκδ. Οδός Πανός, σε επιμέλεια του Γιώργου Χρονά)

Keywords
Τυχαία Θέματα