Κάτι σαν πριν

Ανέβαινα την Αμερικής προς Πανεπιστημίου βραδάκι της Τετάρτης. Η Συγκέντρωση στο Σύνταγμα όλο έλεγε να τελειώσει και δεν τέλειωνε. Στη γωνία με Σταδίου ένας κάδος λαμπάδιαζε, οι φλόγες ψηλά. Δίπλα πυροσβέστες ξετύλιγαν τη μάνικα. Κανείς δεν έτρεχε να φύγει, κανένας δεν πλησίαζε. Κοιτάγαμε το θέαμα σαν από τηλεόραση. Κάποια στιγμή γύρισα προς τα πάνω και βλέπω μια μικρή ομάδα, μαύρα ρούχα, κουκούλα, μάσκα, κοίταγαν τη φωτιά. Θα κορώσει; Ή θα προλάβουν να τη σβήσουν; Φαίνεται αυτοί ήταν που την είχαν ανάψει. Ενας κατέβασε

τη μάσκα…

Αυτές τις μέρες όπως πάντα έχω ακούσει τα πάντα για την ταυτότητα των μαύρων κουκουλοφόρων με τις μολότοφ που ξεφυτρώνουν από το πουθενά στο τέλος κάθε συγκέντρωσης. Αλλοι ισχυρίζονται (ακόμα και βουλευτές μέσα στη Βουλή) ότι είναι άνθρωποι της κυβέρνησης μαυροφορεμένοι που αμολάνε τις μολότοφ και όποιον πάρει ο χάρος, μια φίλη μου, απ’ το Παρίσι αυτή, μου τηλεφώνησε προχθές να μου πει «τα είδα και τα δικά σας, υπάρχει βίντεο εδώ που δείχνει μπάτσους να πετάνε το κράνος, να κοτσάρουν την κουκούλα και να σπάνε με βαριοπούλες τα μάρμαρα της (πολύ) Μεγάλης Βρετανίας».

– Παιδί μου, το είδες εσύ το βίντεο;

– Οχι αλλά το είδε ο Ζαν-Μαρί και μου το είπε. Ψέματα θα πει ο Ζαν Μαρί;

Οι περισσότεροι πιστεύουν πως είναι άτομα του αντιεξουσιαστικού χώρου, αντάρτες των πόλεων και μερικοί για να αδυνατίσουν το θέμα λένε ότι είναι «Τα Εξάρχεια σε περιοδεία».

Ο,τι και να ‘ναι ποτέ δεν είχα έρθει τόσο κοντά, όσο μ’ εκείνα τα παιδιά προχθές, έτσι φάτσα με φάτσα. Ολα τους από 14 μέχρι το πολύ 18. Ενας κατέβασε τη μάσκα σαν για να ανασάνει, σαν να λευτερωθεί.

Το πρόσωπο άσπαστο, όχι ψυχρό, αλλά και καμία έξαψη, καμιά οργή, σχεδόν αθώο. Σιγά σιγά ακολούθησαν κι οι άλλοι. Το μαύρο έντυνε τη νιότη τους. Αδύνατον να καταλάβεις από πού έρχονται. Τι γειτονιές τα μεγάλωσαν, ποιοι γονείς και ποια σχολεία. Μάλλον έρχονται από μια ηλικία και πριν μπουν στην άλλη ισορροπούνε στο κενό.

Μόνο στο βλέμμα, α, ναι, γι’ αυτό είμαι σίγουρος, στο βλέμμα κάτι σαν πριν το δάκρυ. Σε μια στιγμή ένας, ο πιο μικρός, έβγαλε απ’ την τσέπη του μπουφάν ένα ζευγάρι κιάλια. Τα έφερε στα μάτια, ίσως να δει τη φλόγα από πιο κοντά. Τι πιο κοντά;

Ούτε δέκα μέτρα δεν απείχε. Λες κι ήθελε όχι να τη φέρει μπροστά του αλλά να μπει μέσα της να την πιει ολόκληρη, να τη ρουφήξει, χωρίς όμως καθόλου να τον κάψει.

Εμεινα για ώρα αιχμάλωτος της εικόνας τους, ανίκανος να εξηγήσω την πράξη τους, τη στάση τους, το έσω αίσθημά τους. Ανέβηκα τον δρόμο κι έστριψα Πανεπιστημίου.

Αδειος ο δρόμος από αυτοκίνητα αλλά πολλές σκόρπιες παρέες, αμίλητες κι ακίνητες στη μέση του δρόμου μέχρι πέρα το ΡΕΞ να στέκονται κοιτώντας μια προς το Σύνταγμα και μια προς την Ομόνοια, αναποφάσιστοι. Να γυρίσουμε στην Πλατεία; Να πάμε προς το σπίτι. Ωρα πολλή, κι αδύνατον να αποφασίσουν. Δεν άκουγες φωνές, δεν άκουγες κουβέντες. Ολοι βουβοί σχεδόν κι ακίνητοι περιμένοντας το «μετά».

Ή μήπως η φράση είναι: όλοι μας σχεδόν βουβοί κι ακίνητοι περιμένουμε αυτό που φοβόμαστε.

Το ΜΕΤΑ; Για ένα είμαι σίγουρος. Για το βλέμμα των παιδιών. Στο βλέμμα κάτι σαν πριν το δάκρυ.

Keywords
Τυχαία Θέματα