Κοροναϊός – Ποιοι είναι πιο επιρρεπείς στα συμπτώματα long Covid

Με ένα χρήσιμο, όσο και αποκαλυπτικό ερωτηματολόγιο, ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE), Ηλίας Μόσιαλος, απαντά στις απορίες όλων μας για τη μακροχρόνια επίπτωση του κοροναϊού και τα συμπτώματά της, καθώς και για την αναγκαιότητα του εμβολιασμού, ενώ δίνει και πληροφορίες σε όσους απορούν γιατί, στη θέση των εμβολίων, δεν έχουμε ακόμη στη διάθεσή μας νέα φάρμακα κατά της νόσου.

Τι γνωρίζουμε για τα συμπτώματα της μακροχρόνιας επίπτωσης του κοροναϊού;

Βλέπω

πως, δυστυχώς, παρά τον εμβολιασμό των πιο συνειδητοποιημένων και των πιο αποφασισμένων μεταξύ των διστακτικών, η διασπορά της παραλλαγής Δέλτα έχει αρχίσει να μεταφέρεται στα νοσοκομεία και στη χώρα μας.

Πολλοί από τους αναποφάσιστους βέβαια ακόμα παραθέτουν ασθενή επιχειρήματα, όπως ότι και οι εμβολιασμένοι πρέπει να προσέχουν, ή πως και οι εμβολιασμένοι μεταδίδουν τον ιό.

Τι απαντάς σε αυτά που λένε κάποιοι;

Δεν έχει νόημα να απαντήσει κανείς, λένε άλλοι, οι εμβολιασμοί μάς προστατεύουν. Οι ανακοινώσεις των νοσοκομείων και των θεσμικών οργάνων και φορέων σε πολλές χώρες, εξηγούν πως οι διασωληνώσεις στα νοσοκομεία και κατά κόρον οι εισαγωγές ανθρώπων με σοβαρά συμπτώματα μετά από λοίμωξη, δυστυχώς, αντιστοιχούν σε ανεμβολίαστους.

Τι άλλο να πούμε;

Θα ήθελα να εστιάσω σε αυτό που φαίνεται να μην συνειδητοποιούν όσοι ακόμα διστάζουν: τα μακροπρόθεσμα προβλήματα που μπορεί να δημιουργήσει ο κοροναϊός, αυτό που ακούμε και συζητάμε ως long-COVID

Σύμφωνα με τα Αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), μεταξύ 10 και 30% των ατόμων που μολύνθηκαν από τον κοροναϊό αντιμετωπίζουν μακροπρόθεσμα προβλήματα υγείας. Πολλοί από αυτούς δεν νοσηλεύτηκαν καν ή αν νοσηλεύτηκαν δεν ήταν βαριά άρρωστοι.

Αυτά τα άτομα αναφέρουν πως βιώνουν πολύ συχνά και χωρίς προειδοποίηση ή άλλη αιτία μεγάλη κόπωση και διάφορους πόνους στο σώμα, σφίξιμο στο στήθος, «σαν να κάθεται κάποιος πάνω». Άλλοι πάλι χάνουν την αίσθηση της γεύσης ή της όσφρησης. Άλλοι νιώθουν μπερδεμένοι, το μυαλό τους είναι νωθρό, δεν έχουν την δυνατότητα καθαρής σκέψης, δεν μπορούν να εστιάσουν: έχουν αυτό που οι ειδικοί  αναφέρουν ως «ομίχλη του εγκεφάλου/ brain fog».

Παραθέτω και μια εικόνα με τα πιο συχνά αναφερόμενα συμπτώματα, και ένα χρονοδιάγραμμα με τα πιθανά συμπτώματα από τότε που κάποιος θα κολλήσει τον ιό, τη σειρά εμφάνισής τους και την πιθανή ή ως τώρα καταγεγραμμένη σε ασθενείς χρονική διάρκειά τους.

Μια πρόσφατη μετα-ανάλυση 45 μελετών, που αφορούσαν σχεδόν 10.000 ασθενείς με COVID-19, διαπίστωσε ότι το 73% των ανθρώπων βίωσε τουλάχιστον ένα επίμονο σύμπτωμα για τουλάχιστον 60 ημέρες μετά τη διάγνωση ή 30 ημέρες μετά την ανάρρωση (doi:10.1001/jamanetworkopen.2021.11417). Πολλοί όλα αυτά τα ακούν, αλλά μένουν στον σκεπτικισμό. Αλλά αυτοί που υποφέρουν είναι πραγματικοί άνθρωποι, είναι πρώην ασθενείς και τα συμπτώματά τους είναι πραγματικά.

Το χειρότερο όμως είναι πως οι ειδικοί ανησυχούν ότι ένα υποσύνολο αυτών των πρώην ασθενών με μακροχρόνιο COVID μπορεί να μην αναρρώσει ποτέ.

Με βάση αυτά τα στοιχεία και τις εισηγήσεις των ειδικών, οι κυβερνήσεις αναπροσαρμόζουν ή αυξάνουν τον προϋπολογισμό για την έρευνα και τη δημόσια υγεία. Τον Φεβρουάριο που πέρασε για παράδειγμα, τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (ΝΙΗ) των ΗΠΑ ανακοίνωσαν μια πρωτοβουλία ύψους 1,15 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τον εντοπισμό των αιτιών του μακροχρόνιου COVID-19 και την εύρεση τρόπων πρόληψης και θεραπείας της πάθησης.

Ποιος είναι πιθανό να αναπτύξει αυτά τα παρατεταμένα συμπτώματα;  

Τα άτομα που νοσηλεύτηκαν ή ανέπτυξαν βαριά συμπτώματα λόγω της ασθένειας  αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο. Οι γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς από τους άνδρες και οι ηλικιωμένοι τείνουν επίσης να είναι πιο ευάλωτοι. Αλλά το πρόβλημα με το μακροχρόνιο COVID εμφανίζεται συχνά και στους νεότερους και, δυστυχώς, ακόμα και σε παιδιά.

Από την αρχή της πανδημίας, αναφερόμουν στο ότι αν είμαστε τυχεροί θα έχουμε σύντομα εμβόλια. Και είμασταν. Δεν είμασταν τόσο τυχεροί με τα φάρμακα. Αλλά, επειδή γνωρίζω πως πολλοί θα προτιμούσαν τα φάρμακα από τα εμβόλια, ας πάμε και στα φάρμακα.

Για να αναπτυχθεί ένα νέο υποψήφιο φάρμακο, χρειάζεται να ξέρουμε καλά και το παθογόνο που προκαλεί την ασθένεια και την κλινική εικόνα που προκαλεί η συγκεκριμένη ασθένεια, ώστε να ξέρουμε από τι θέλουμε να μας προφυλάξει το φάρμακο.

Ας πούμε, στην ίδια τη νόσο του κοροναϊού, γνωρίζουμε ότι πρέπει να περιορίσουμε την αναπαραγωγή του ιού όσο πιο γρήγορα γίνεται και την υπερφλεγμονώδη απόκριση του σώματός μας. Και βέβαια, να μην ξεχνάμε πως το φάρμακο, στην περίπτωση του κοροναϊού, πρέπει να συνεχίζει να λειτουργεί πέραν των μεταλλάξεων.

Αλλά στην περίπτωση του μακροχρόνιου COVID, δεν γνωρίζουμε πραγματικά τι προκαλεί τα συμπτώματα που εμμένουν. Και επίσης – όπως φαίνεται και στην συνημμένη εικόνα – δεν έχουν όλοι τα ίδια συμπτώματα, ούτε εμφανίζονται απαραίτητα στα ίδια όργανα του σώματος.

Υπάρχουν ακόμα πολλά που δεν καταλαβαίνουμε, όπως τα συμπτώματα του μακροχρόνιου COVID που εμμένουν και ταλαιπωρούν τόσους ανθρώπους.

Υπάρχουν όμως και αυτά που γνωρίζουμε. Όπως ότι τα εμβόλια είναι ασφαλή, αποτελεσματικά και μας προστατεύουν.

Keywords
Τυχαία Θέματα