Μάρλεν Ντίτριχ Η ψύχωση του Ρεμάρκ

Ο Γερμανός Εριχ Μαρία Ρεμάρκ, συγγραφέας του διάσημου «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος) στο οποίο περιγράφεται ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος μέσα από τα μάτια ενός (σχεδόν) εικοσάχρονου στρατιώτη -, βιβλίο που πέρα από την παγκόσμια φήμη και αναγνώριση θα του αποφέρει και σημαντικά οικονομικά κέρδη - δεν θα καταφέρει να ξαναγράψει κάτι τόσο σημαντικό και επιτυχημένο. Μάλιστα, ο ίδιος ο συγγραφέας θεωρούσε τον εαυτό του ακατάλληλο για τη λογοτεχνία και τη φήμη του ανάξια του έργου του. Κι όμως, ένα ακόμη δικό του αριστούργημα
υπάρχει, παρόλο που δεν είναι μυθιστόρημα αλλά επιστολές - επιστολές μιας ανυπέρβλητης μελαγχολίας -, που ο Ρεμάρκ έγραψε στη γλυκιά του «Μαϊμουδίτσα», στο ουράνιο «Πούμα» του, στον μικρό ξανθό και μελαγχολικό του «Πάνθηρα». Πρόκειται για τα γράμματα στα οποία ο συγγραφέας περιγράφει τον έρωτά του για τη διάσημη ντίβα του Χόλιγουντ, Μάρλεν Ντίτριχ. Είναι 7 Σεπτεμβρίου 1937. Στο Λίντο της Βενετίας η ηθοποιός παίρνει το δείπνο της με τον Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ, σκηνοθέτη του «Γαλάζιου άγγελου», όταν ξαφνικά τους πλησιάζει ένας πολύ ιδιόρρυθμος κύριος: «Επιτρέψτε μου να συστηθώ, είμαι ο Ρεμάρκ». Η Ντίτριχ θα διηγηθεί αργότερα στην κόρη της Μαρία το πώς μαγεύτηκε από τους ευγενικούς του τρόπους, από το υπέροχο χειροφίλημα, από το αισθησιακό του στόμα, από τον τρόπο που της άναψε το τσιγάρο, ακόμη και από το διαπεραστικό του βλέμμα.Ο Στέρνμπεργκ αποχωρεί διακριτικά και τους αφήνει μόνους. Οι δύο τους συνεχίζουν να συζητούν ώς το ξημέρωμα και καθώς επιστρέφουν προς το ξενοδοχείο, ο συγγραφέας νιώθει την ανάγκη να πει, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, στην ηθοποιό: «Εγώ είμαι ανίκανος», για να του απαντήσει εκείνη: «Αυτό είναι υπέροχο». Θα γεννηθεί έτσι μια σχέση η οποία, με τα καλά και τα κακά της, θα διαρκέσει έως τις 3 Νοεμβρίου του '40. Μια σχέση που μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο από τη μεριά του Ρεμάρκ, καθώς σώζονται μόνο τα δικά του γράμματα προς την ηθοποιό - τα δικά της τα κατέστρεψε όλα η Πολέτ Γκοντάρντ, η τρίτη σύζυγος του συγγραφέα. Αλλά η καταστροφή και η αυτοκαταστροφή υπήρχαν εξαρχής στη σχέση Ρεμάρκ - Ντίτριχ. Η μοναξιά του Ρεμάρκ, ο οποίος θα καταφύγει στο Λάγκο Ματζιόρε, στα περίχωρα της Ασκόνα, κατά τη διάρκεια των πολυάριθμων ταξιδιών της στην Αμερική: «Εδώ, σιγά σιγά και σιωπηλά, αρχίζω να τρελαίνομαι». Το άφθονο κρασί και τα κοκτέιλ, το πάθος του για τα γρήγορα αυτοκίνητα, η κατάθλιψη, οι «διάλογοι» με τους σκύλους του στις όχθες της λίμνης, η ανάμνηση της ανάσας της αγαπημένης του όταν αποκοιμιόταν στην αγκαλιά του. Η νοσταλγία από την οποία κρατιόταν «όπως από ένα αλεξίπτωτο»: «Μου λείπεις τρομακτικά, προσπαθώ να μη σε σκέφτομαι, να μη σκέφτομαι το σκοτάδι εκείνο, εκείνη τη νύχτα που έφτασα σε σένα και το φως ήταν σβηστό και εσύ πετάχτηκες μες στην αγκαλιά μου, και κατέρρευσε το δωμάτιο και κατέρρευσε η νύχτα και κατέρρευσε ο κόσμος ολόκληρος, και τα χείλη σου...». Και οι σωματικοί πόνοι: η ισχιαλγία που δεν υποχωρεί και το κατεστραμμένο του στομάχι από μια
Keywords
Τυχαία Θέματα