«Μου αρέσει τα έργα μου να ταρακουνάνε τον άλλο»

Ντυμένος με μαύρα γυαλιστερά πλακάκια και υποφωτισμένος, αφήνει μετά βίας να φανεί το περιεχόμενό του. Λιγοστές αχτίδες φωτός αντανακλούν σε αστραφτερές αλυσίδες, σε ατσάλινες μικρές λεκάνες, σε δερμάτινες μπότες και σε σέλες που έχουν αναρτηθεί στους τοίχους σαν τρόπαια. Τέσσερις στίχοι γραμμένοι με ροζ νέον και αμφίσημοι ως προς το μήνυμα που εκπέμπουν – καθώς κάνουν λόγο, μεταξύ άλλων, για χέρια που μαστιγώνουν καπούλια – δεν επιτρέπουν, τουλάχιστον στα πρώτα δευτερόλεπτα, να είναι κάποιος βέβαιος αν βρίσκεται σε ένα κλαμπ που απευθύνεται

σε ενηλίκους ή σε έναν πλήρως εξοπλισμένο στάβλο, που μόλις έχει αδειάσει, με τα λαστιχένια καλύμματα του πατώματος να έχουν προ ολίγου τακτοποιηθεί στους τοίχους ως το επόμενο μπάνιο των αλόγων.

Κάθε βήμα μέσα στον χώρο μοιάζει με μια άσκηση ισορροπίας ανάμεσα στην εμπιστοσύνη και την προδοσία, τον πόνο και την αγάπη, την καταπίεση και την αφοσίωση, το σκοτάδι και το φως, με απόντες τους βασικούς πρωταγωνιστές: τον άνθρωπο και το άλογο.

Αρχιτέκτονας του ιδιότυπου αυτού σύμπαντος είναι η Τζάνις Ράφα (συντόμευση του Ραφαηλίδου), που μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στην Αθήνα και το Αμστερνταμ. Η ελληνίδα καλλιτέχνις μπήκε δυναμικά στον χάρτη της μεγάλης οθόνης το 2020 μέσα από τη διεθνώς βραβευμένη ταινία της «Kala azar». Και το 2021 κατέκτησε μια θέση στο προσκήνιο της παγκόσμιας εικαστικής πραγματικότητας με τη συμμετοχή της στην κεντρική έκθεση της Μπιενάλε της Βενετίας, όταν την επέλεξε η καλλιτεχνική τότε διευθύντρια Σεσίλια Αλεμάνι. Τώρα, όμως, έφτασε η στιγμή για την πρώτη μουσειακή παρουσίαση της δουλειάς της στην Ελλάδα, αλλά και την πρώτη μεγάλης κλίμακας κατάκτηση της τρίτης διάστασης στο έργο της. «Κατέλαβε», λοιπόν, δύο αίθουσες στον τρίτο όροφο του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Και με επιμελήτρια την ιστορικό τέχνης Δάφνη Βιτάλη, δημιούργησε την έκθεση «Εμείς που προδώσαμε τα άλογα».

ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ. «Είναι ένα έργο που μιλά για την ανθρώπινη ανάγκη για κυριαρχία μέσα από ύπουλους τρόπους, μέσω της εξαπάτησης, αλλά και για την ανάγκη να αγαπηθούμε από σώματα που δεν μας ανήκουν. Πολλές φορές δεν μπορούμε να βρούμε την αγάπη που θέλουμε και προσπαθούμε να την αποπροσανατολίσουμε για να την αποκτήσουμε και μαζί με αυτή και το σώμα που ποθούμε», λέει στα «Πρόσωπα» η Τζάνις Ράφα, ενώ με το βλέμμα της μοιάζει να χαϊδεύει τις σέλες που έχουν τοποθετηθεί στον τοίχο. Αν και οι περισσότερες είναι μέρος ιδιωτικής συλλογής που προσφέρθηκαν για την υλοποίηση του έργου – κάποιες χρονολογούνται τη βικτωριανή εποχή –, ανάμεσά τους βρίσκεται και μία δική της, από την εποχή που ίππευε το άλογό της, τον Μέντος. Τα ίχνη της χρήσης μαρτυρούν την πίεση, αλλά και τη στενή σχέση αλόγου και αναβάτη, μια σχέση εμπιστοσύνης, εξουσίας και εκβιασμένης αγάπης.

«Δεν είναι μια έκθεση διδακτική. Επιτρέπει διάφορες αναγνώσεις. Δεν μιλάει για το άλογο, αλλά για το συλλογικά προδομένο και για το εξουσιαζόμενο σώμα. Για εκείνο που δεν το βλέπουμε για αυτό που είναι αλλά για αυτό που έχουμε δομήσει να είναι, ώστε να ικανοποιήσει τις δικές μας απολαύσεις, ανάγκες και πόθους για κυριαρχία, ευχαρίστηση και αγάπη», εξηγεί η Τζάνις Ράφα και δεν κρύβει ότι το εγχείρημά της αυτό, όπως άλλωστε και όλες της οι δουλειές, έχει και πολιτική διάσταση.

«Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα θα έλεγα ότι είναι διπλή αυτή η διάσταση. Η μία αφορά το ζήτημα της πολιτικής και ηθικής σχετικά με τα ζώα. Και η δεύτερη έχει να κάνει με το ποιος καβαλάει ποιον και υπό ποιους όρους. Αναφέρεται στην εξουσία που ασκείται κάτω από σαδιστικούς σχεδόν όρους. Στη σύνθετη σχέση του τι παίρνω για να σου δώσω. Και σχετίζεται πάρα πολύ με τις έμφυλες σχέσεις, με το πώς τα σώματα έχουν μάθει να υπηρετούν, πώς το αρσενικό στοιχείο που υπάρχει πάρα πολύ έντονα στον χώρο των αλόγων έχει δημιουργήσει σώματα τα οποία αποδέχονται τη βία ως μια μορφή απόλαυσης. Οπότε η πολιτική διάσταση υπάρχει και σε σχέση με το ανθρώπινο συλλογικό και με το πώς οι κοινωνίες εξουσιάζονται», συνεχίζει.

Για να φτάσουμε στη δεύτερη αίθουσα της έκθεσης – εκεί όπου πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ένα δικάναλο βίντεο που έχει γυριστεί στις εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις του ιπποδρόμου στο Μαρκόπουλο –, χρειάζεται να περάσουμε από μια κουρτίνα φτιαγμένη από ουρές αλόγων, ένα ακόμη σημείο του σώματος των συγκεκριμένων ζώων που εκμεταλλεύεται η αγορά για πολλές χρήσεις, μεταξύ αυτών η κατασκευή δοξαριών εγχόρδων. Στο μεταξύ, περιεργάζομαι τους τίτλους των έργων της που είναι τοποθετημένοι στους τοίχους: «Μαστιγώνοντας καπούλια και ιππεύοντας την ιστορία», «Αιτία θανάτου», «Αυτό το άλογο ήταν κάτι παραπάνω από μια καλή κούρσα».

ΠΕΡΙ ΠΡΟΚΛΗΣΗΣ. Αναλογίστηκε τους επιμέρους αυτούς τίτλους, καθώς την ίδια περίοδο που εκείνη βρισκόταν στην τελική ευθεία προετοιμασίας της έκθεσης το πανελλήνιο – από το Διαδίκτυο έως τη Βουλή – ασχολούνταν με τα «βλάσφημα» και αποκαθηλωμένα μέχρι νεωτέρας έργα του Χριστόφορου Κατσαδιώτη από την περιοδική έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης; Σκέφτηκε ότι μπορεί να έχει ανάλογες αντιδράσεις; Και μπήκε στη διαδικασία αυτολογοκρισίας;

«Πράγματι, έχουν μια επικινδυνότητα, αλλά νομίζω εκεί βρίσκεται και το ενδιαφέρον, δηλαδή να είναι κάπως προκλητικό το έργο. Σε αυτή την περίπτωση ίσως να είναι λίγο παραπάνω προκλητικό επειδή είναι περισσότερο αναγνώσιμη αυτή η προκλητικότητα. Αλλες φορές γίνεται με έναν ίσως πιο υποσυνείδητο τρόπο μέσα από τα βίντεο που είναι πιο σκοτεινά, πιο άγρια και ενστικτώδη. Στην προκειμένη περίπτωση αγοράστηκαν κάποιες σέλες και ουρές αλόγων για να στηθεί η έκθεση. Υπάρχει μία αντιφατική χρήση των υλικών μέσα στο σκεπτικό της δουλειάς, όπου νομίζω η τέχνη αλλά και η ίδια η ζωή αποτυγχάνουν κάποιες φορές στο να μπορέσουν να είναι απόλυτα ηθικές. Καθημερινά αποτυγχάνω στο να είμαι ξεκάθαρη με το γεγονός ότι θέλω να είμαι vegan, με το πώς μεγαλώνω το παιδί μου σχετικά με αυτό, με το πώς στη δουλειά μου προσπαθώντας να μιλήσω για τα ζώα κάνω κατάχρηση της εξουσίας μου προς αυτά.

Νομίζω είμαι προετοιμασμένη να αντιμετωπίσω το γεγονός ότι αυτή η αποτυχία που κρύβει μέσα της η δουλειά μου μπορεί να λογοκριθεί από κάποιον ακτιβιστή. Τώρα σε σχέση με την πολιτική διάσταση ή με τη σεξουαλικότητα που μπορεί να ενέχει το έργο και το πώς παρερμηνεύεται, προσωπικά με ενδιαφέρει να είναι λίγο προβοκατόρικο. Μου αρέσει κάπως να τσιμπάει τον άλλον. Να τον ταρακουνάει. Αν και είναι ερευνητική δουλειά, δεν είναι αυτό που θέλω να βγει προς τα έξω, όσο το να επιτρέψω μια πιο ενστικτώδη αντίδραση του θεατή, ακόμη κι αν είναι λάθος αυτή η πρώτη ανάγνωση. Με ενδιαφέρει το πώς τοποθετούμαστε από συνήθεια απέναντι στα πράγματα».

Πιστεύει η Τζάνις Ράφα ότι μέσα από τη δουλειά της και τα ερωτήματα που θέτει θα μπορέσει, έστω και ελάχιστα, να μετακινήσει τους θεατές και να αλλάξει κάτι προς μια πιο θετική κατεύθυνση; «Δεν είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι ο τρόπος που ταρακουνάμε τους ανθρώπους μέσω της τέχνης είναι πάντα τόσο μεγάλος. Μπορεί να είναι κάποιες φορές εντυπωσιακός. Μπορεί να προκαλεί θόρυβο. Μπορεί να συγκινεί, αλλά μάλλον είναι πολύ στιγμιαίο το αποτέλεσμα. Νομίζω ότι έχουμε τόσο ισχυρές αντιστάσεις στο να νιώθουμε καλά σε αυτό που ξέρουμε καλύτερα, που μας έμαθαν οι γονείς μας, η θρησκεία μας, ο πολιτισμός μας, έχουμε μια τέτοια ασφάλεια και ευκολία μέσα σε αυτό, που νομίζω ότι το 90% όσων θα έρθουν στην έκθεση, μετά θα πάει να φάει σουβλάκι και το Πάσχα θα σουβλίσει κατσικάκι. Αυτό για μένα είναι μια πλήρης αποτυχία. Γι’ αυτό και είναι πολύ μεγάλη απογοήτευση το ότι κάνω τη δουλειά που κάνω. Μακάρι με τις γνώσεις που έχω πάνω στα ζώα να είχα διαλέξει μία άλλη δουλειά, θα ήταν πολύ πιο χρήσιμη για αυτά».

Keywords
Τυχαία Θέματα