Παγκόσμια ύφεση προεξοφλούν οι αναλυτές

Σε έρευνα που διενέργησε το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός, οι περισσότεροι αναλυτές αναμένουν παγκόσμια ύφεση το 2023. Ακόμη, οι αναλυτές εκτίμησαν πως οι γεωπολιτικές εντάσεις θα συνεχίσουν να διαμορφώνουν την παγκόσμια οικονομία, ενώ αναμένουν νομισματική σύσφιξη στις ΗΠΑ και την ΕΕ.

Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, τα δύο τρίτα (68%) αναμένουν παγκόσμια ύφεση το 2023, με το 18% να εκτιμά ότι μία παγκόσμια ύφεση είναι εξαιρετικά πιθανή. Το

ποσοστό αυτό είναι το υπερδιπλάσιο σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα που διενεργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2022.

Δυσοίωνες οι προβλέψεις για ανάπτυξη το 2023

«Σκοτεινές» είναι οι προοπτικές για ανάπτυξη το 2023, ειδικά στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Οι οικονομολόγοι περιμένουν ασθενή ανάπτυξη το 2023 στην Ευρώπη, ενώ το 91% αναμένει αρθενή ανάπτυξη στις ΗΠΑ. Κατά την προηγούμενη έρευνα, τα αντίστοιχα στοιχεία ήταν 86% για την Ευρώπη και 64% για τις ΗΠΑ.

Σε ότι αφορά την Κίνα, οι ερωτηθέντες χωρίστηκαν στα δύο μεταξύ εκείνων που αναμένουν ασθενή ανάπτυξη ή ισχυρή ανάπτυξη. Όσον αφορά τον πληθωρισμό, η έρευνα του WEF έδειξε μεγάλες περιφερειακές διαφοροποιήσεις. Το ποσοστό που αναμένει υψηλό πληθωρισμό το 2023 κυμαινόταν από μόλις 5% για την Κίνα έως 57% για την Ευρώπη, όπου ο αντίκτυπος από την αύξηση στις τιμές ενέργειας την περασμένη χρονιά έχει εξαπλωθεί στην ευρύτερη οικονομία.

Η νέα κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής

Ύστερα από ένα χρόνο συνεχούς αύξησης των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες οι οικονομολόγοι δήλωσαν πως αναμένουν ότι η νομισματική πολιτική θα παραμείνει σταθερή στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Η πλειοψηφία αναμένει περαιτέρω σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ (59% και 55%, αντίστοιχα). Σημείωσαν ότι το 2023 είναι πιθανό να περιλαμβάνει μια δύσκολη πράξη εξισορρόπησης για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής μεταξύ υπερβολικής ή πολύ μικρής αυστηροποίησης.

Οι πολλαπλοί αντίθετοι άνεμοι αναμένεται επίσης να ασκήσουν επιβράδυνση στην επιχειρηματική δραστηριότητα το 2023. Εννέα στους 10 ερωτηθέντες αναμένουν ότι τόσο η χαμηλή ζήτηση όσο και το υψηλό κόστος δανεισμού θα βαρύνουν τις επιχειρήσεις, με περισσότερο από το 60% να καταδεικνύει επίσης υψηλότερο κόστος εισροών. Αυτές οι προκλήσεις αναμένεται να οδηγήσουν τις πολυεθνικές επιχειρήσεις στη μείωση του κόστους, με πολλούς επικεφαλής οικονομολόγους να αναμένουν ότι οι εταιρείες θα μειώσουν τα λειτουργικά έξοδα (86%), θα απολύσουν εργαζομένους (78%) και θα βελτιστοποιήσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού (77%).

Νέα πρόκληση για τις επιχειρήσεις

Οι επικεφαλής οικονομολόγοι αναμένουν ότι το παγκόσμιο τοπίο έτσι όπως έχει διαμορφωθεί συνιστά μία πρόκληση για τις επιχειρήσεις. Το 100% των ερωτηθέντων αναμένει ότι οι παγκόσμιες γεωπολιτικές τάσεις θα επανασχεδιάσουν τον χάρτη της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας με νέα γεωπολιτικά ρήγματα.

Θετικό μήνυμα είναι ότι τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα δεν αναμένεται να προκαλέσουν σημαντική επιβράδυνση στην επιχειρηματική δραστηριότητα το 2023. Οι επικεφαλής οικονομολόγοι βλέπουν ότι η κρίση του κόστους διαβίωσης ενδέχεται να πλησιάζει στο αποκορύφωμά της.

Η πλειοψηφία (68%) αναμένει ότι θα έχει γίνει λιγότερο σοβαρή έως το τέλος του 2023. Ανάλογη τάση είναι εμφανής και σε σχέση με την ενεργειακή κρίση, με το 64% να αναμένει κάποια βελτίωση μέχρι το τέλος του έτους.

«Οι ηγέτες πρέπει να κοιτάξουν πέρα ​​από τις σημερινές κρίσεις για να επενδύσουν στην καινοτομία»

«Με τα δύο τρίτα των επικεφαλής οικονομολόγων να αναμένουν μια παγκόσμια ύφεση το 2023, η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε επισφαλή θέση. Ο τρέχων υψηλός πληθωρισμός, η χαμηλή ανάπτυξη, το υψηλό χρέος και το περιβάλλον υψηλού κατακερματισμού μειώνουν τα κίνητρα για τις επενδύσεις που απαιτούνται για την επιστροφή στην ανάπτυξη και την αύξηση του βιοτικού επιπέδου για τους πιο ευάλωτους στον κόσμο», δήλωσε η γενική διευθύντρια του WEF Σαάντια Ζαχίντι.

«Οι ηγέτες πρέπει να κοιτάξουν πέρα ​​από τις σημερινές κρίσεις για να επενδύσουν στην καινοτομία στα τρόφιμα και την ενέργεια, στην εκπαίδευση και στην ανάπτυξη δεξιοτήτων και σε αγορές με υψηλές δυνατότητες δημιουργίας θέσεων εργασίας του αύριο. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο», συμπλήρωσε.

Οι προβλέψεις του Dr Doom

O Νουριέλ Ρουμπινί συνεχίζει να προβλέπει την παγκόσμια ύφεση λέγοντας πως δεν θα είναι σύντομη και ρηχή, αλλά βαθιά και παρατεταμένη. Μάλιστα, στην πρόσφατη συνέντευξή του στο Le Point, προέβλεψε για το επόμενο διάστημα ότι θα ακολουθήσει η εξής αλυσίδα γεγονότων: «Πόλεμοι, βαθιά ύφεση, ανεργία».

Ο Dr Doom συνεχίζει τον συλλογισμό του λέγοντας πως οι αυξανόμενες δαπάνες για εξοπλισμούς, ο πόλεμος κατά της κλιματικής αλλαγής, αλλά και εκείνος στις πανδημίες πρόκειται να απαιτήσουν πολλά χρήματα. Ωστόσο τα κράτη είναι ήδη υπερχρεωμένα και χωρίς ισχυρή ανάπτυξη, στην παγκόσμια ανάπτυξη, τα πράγματα μπορούν να πάνε πολύ άσχημα.

Μέσα στο κλίμα αυτό ο Ρουμπινί απορρίπτει τις εκτιμήσεις «σύντομη και ρηχή ύφεση», προβλέποντας μια ύφεση «βαθιά και παρατεταμένη». «Η Fed, η ΕΚΤ, η Wall Street, το City λένε, ναι, θα έχουμε μια ήπια προσγείωση. Στη νομισματική ιστορία των ΗΠΑ τα τελευταία 60 χρόνια, δεν είχαμε ποτέ επεισόδιο όπου ο πληθωρισμός είναι πάνω από 5%— σήμερα είναι 7,1 — και η ανεργία είναι κάτω από 5% — και αυτή τη στιγμή είναι 3,7 — κατά το οποίο η αύξηση των επιτοκίων έφερε ήπια προσγείωση. Πάντα είχαμε μια απότομη προσγείωση».

Όσο για την Ευρώπη, «είναι πολύ χειρότερα. Το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται ήδη σε στασιμοπληθωρισμό. Ο πληθωρισμός είναι πάνω από το 10% και ακόμη και η ΤτΕ αναμένει τουλάχιστον πέντε τρίμηνα αρνητικής οικονομικής ανάπτυξης. Και οι Βρετανοί πυροβόλησαν τα πόδια τους με το Brexit, οπότε αυτό είναι άλλο ένα στασιμοπληθωριστικό σοκ».

Γιατί η Ελλάδα δεν θα έχει ύφεση το 2023

Η Ελλάδα έχει κάνει μία πολύ καλή εκκίνηση στις αρχές του 2023, ανάλογη με εκείνη του 2022. Ο λόγος είναι ότι η ανάπτυξη του 2022 έφτασε το 5,3%, πράγμα που βοηθάει την ελληνική οικονομία να αναπτύξει ένα θετικό momentum για το πρώτο τρίμηνο του 2023.

Ακόμη, ένα στοιχείο που σώζει την Ελλάδα από την παγκόσμια ύφεση είναι ότι αναμένει ρεκόρ επενδύσεων. Το πρώτο εξάμηνο οι άμεσες ξένες επενδύσεις έφτασαν τα 4 δισ. ευρώ, ενώ ολόκληρο το 2021 ήταν 5 δισ. ευρώ.

Ο προγραμματισμός από Αθήνα και Βρυξέλλες είναι να εισρεύσουν μέσα στον επόμενο χρόνο 5,3 δισ. ευρώ από επιχορηγήσεις και δάνεια του Ταμείου. Οι δαπάνες από το Ταμείο Ανάπτυξης για το 2023 υπολογίζονται ότι θα φτάσουν το ίδιο ποσό, προσθέτοντας στο ΑΕΠ περίπου 2,65%. Παράλληλα, μετά την ταχεία ενεργοποίηση και του ΕΣΠΑ 2021-2027, αναμένεται να εισρεύσουν στην οικονομία μέσα στον επόμενο χρόνο περίπου 1,2-1,5 δισ. ευρώ (περίπου 0,75% του ΑΕΠ).

Μηδαμινή η επίδραση από την αύξηση των επιτοκίων.

Η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ αναμένεται να επιδράσει αρνητικά. Η επίδραση της αύξησης του κόστους χρήματος θα περιοριστεί ίσως στις συναλλαγές των ιδιωτών σε ό,τι αφορά κάποιες κατηγορίες μακροχρόνιων (κυρίως στεγαστικών) και καταναλωτικών δανείων.

Ακόμη, η ζημιά αναμένεται να είναι σχετικά μικρή, καθώς οι εμπορικές τράπεζες, μετά τις απώλειες που είχαν κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, είχαν περιορίσει σημαντικά την πιστωτική επέκταση προς την πραγματική οικονομία.

Στο τομέα του δημόσιου δανεισμού, αν και τα πράγματα για την Ελλάδα φαίνονται δύσκολα… δεν είναι. Η χώρα έχει χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες που δεν ξεπερνούν τα 15 δισ. ευρώ ως το 2030. Ακόμη, μετά την έξοδο από μνημόνιο, έχει ένα πολύ υψηλό υπόλοιπο ταμειακών διαθεσίμων. Το υπόλοιπο αυτό είναι σήμερα 39 δισ. ευρώ και δεν αναμένεται να υποχωρήσει κάτω από τα 35 δισ. ευρώ ως το τέλος του χρόνου. Με τα χρήματα αυτά μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της για τουλάχιστον 2,5 χρόνια, χωρίς να δανειστεί από τις αγορές.

Τι επίδραση έχει η ενεργειακή κρίση στην Ελλάδα

Η μόνη ανησυχία του οικονομικού επιτελείου είναι η ένταση και η διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, λόγω της συνέχειας του πολέμου στην Ουκρανία. Ο πληθωρισμός ήδη μειώνει την εισοδηματική ισχύ των φυσικών προσώπων και των επιχειρήσεων. Αυτά μόνο το 2022 αναμένεται να φτάσουν τα 13,2 δισ. ευρώ.

Η Ελλάδα, σε ότι αφορά την εξάρτηση από το φυσικό αέριο, έχει αυτή τη στιγμή αρκετές εναλλακτικές. Οι ενεργειακές ανάγκες για θέρμανση είναι μικρότερες, καθώς ο χειμώνας είναι μικρότερος, ενώ ο κλάδος της μεταποίησης συναρτά την παραγωγή του με το φυσικό αέριο είναι η ηλεκτροπαραγωγή. Σε αυτό, η Ελλάδα έχει εναλλακτική λύση, την επαναφορά στον λιγνίτη, ο οποίος υπό τις παρούσες συνθήκες είναι πολύ φθηνότερος.

Keywords
Τυχαία Θέματα