Οργανωμένη ανευαισθησία

Μιλάμε για περιστατικά που όσο και αν σε απωθούν, ή και σε αποτροπιάζουν ακόμη, σε υποχρεώνουν να τα συνδυάσεις μεταξύ τους, γιατί αισθάνεσαι πως ίσως με τον τρόπο αυτό και αν δεν κατορθώσεις να τα δικαιολογήσεις, θα καταφέρεις τουλάχιστον να τα κατανοήσεις. Κατανόηση με την έννοια γιατί άραγε συμβαίνουν και όχι βέβαια γιατί θα ήταν ποτέ δυνατόν να τα συμμεριστείς ή να τα υιοθετήσεις.

Δεν χρειάζεται να έχει υπάρξει ή να παραμένει κανείς ιδιαίτερα παρατηρητικός, για να έχει αποσπάσει και να συνεχίζει να αποσπά, κατ’ επανάληψιν ή αδιαλείπτως, την προσοχή και το ενδιαφέρον του ένα περιστατικό

τα τελευταία χρόνια – πώς άραγε; – που όχι άστοχα θα το χαρακτήριζε κανείς ως «σημείο των καιρών» (με την ευχή πάντως να μην αποδειχθεί ως σημάδι μιας καταστροφής, όσον αφορά τον ηθικό ιστό μιας κοινωνίας, που επέρχονταν χωρίς ωστόσο κανείς να τη διαισθάνεται ή και αν τη διαισθανόταν να της δίνει την ανάλογη σημασία): Ανθρωποι κάθε ηλικίας και κάθε κοινωνικής τάξεως, δυστυχώς, να αισθάνονται πως η παρουσία τους σε ένα σημαντικό γεγονός – όσο μάλιστα δραματικότερο το γεγονός αυτό τόσο εντονότερη η έκταση του φαινομένου αυτού – να μην μπορεί να εννοηθεί αν δεν φωτογραφηθεί, με τους ίδιους να διατηρούν, έστω και όχι πάντα, μια πρωταγωνιστική θέση μέσα στο κάδρο της φωτογραφίας.

Εχοντας ο καθένας την ευχέρεια είτε το δικαίωμα για μια καταγγελτική μομφή για τη συμπεριφορά αυτή, δεν παύει να αναρωτιέται για τον ίδιο τον προσανατολισμό όλων αυτών των ανθρώπων μέσα στη ζωή, ή έστω μέσα στη ζωή τους, όταν για να αισθανθούν πως υπάρχουν τους χρειάζονται τα απτά – όπως τα φωτογραφικά – πειστήρια για τη σχέση τους με ένα γεγονός που δεν διατηρούν την ελαχιστότερη επαφή μαζί του. Αφού ταυτόχρονα, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, δεν είναι γιατί έχει αναστατωθεί η κοινωνική τους συνείδηση, ή έχει δραστηριοποιηθεί το αίσθημα μιας ουσιαστικής, έστω και ως μονόδρομος, επαφής που υπήρχε με το φωτογραφιζόμενο πρόσωπο ώστε να σπεύδουν στην «απαθανάτιση» με αυτόν τον τρόπο του περιστατικού ή του προσώπου.

Χωρίς την πρόθεση να προχωρήσει κανείς σε βαθιά νερά, σημειώνοντας πως ένα περιστατικό που «γράφεται» μέσα μας με σοβαρότητα, ενώ έχει ήδη αντιμετωπιστεί με έναν υπεύθυνο και απροκατάληπτο, όσον αφορά την κοινωνική του συνεκφορά, κριτικό τρόπο, προορίζεται να μακροημερεύσει ασφαλέστερα σε σχέση με ένα περιστατικό που επειδή απλά φωτογραφίζεται μας κάνει να αισθανόμαστε πως ακόμη και αν ξεχαστεί η φωτογραφία θα μπορεί να το επαναφέρει, ανά πάσα στιγμή στη μνήμη μας, δεν μπορεί να μην αισθάνεται κατάπληκτος κανείς μπροστά στην ύπαρξη μιας τόσο εκτεταμένης, κολλητικής με τους όρους μιας πανδημίας, αναξιοπρέπειας.

Να σου χρειάζεται να δανειστείς ή να ντυθείς το μεγαλείο ενός άγνωστού σου στην ουσία προσώπου, ή τη δραματικότητα, με την έννοια πως συμπάσχεις χωρίς βέβαια να συμβαίνει, μιας υπόθεσης που έχει πάρει ανεξέλεγκτες, στον τρόπο που έχει επικοινωνηθεί, διαστάσεις, ώστε να αισθανθείς πως υπάρχεις και μάλιστα με έναν ισότιμο τρόπο, όπως θα ήταν αν αξιοποιούσες προσωπικά ψυχικά περιουσιακά σου στοιχεία. Μια φωτογράφιση είτε αφορά το σκήνωμα του μακαριστού αρχιεπισκόπου Αναστασίου είτε τους γονείς του κακοποιημένου τρίχρονου παιδιού στο Ηράκλειο Κρήτης, ενώ προσέρχονται στην Εισαγγελία, δεν μοιάζει μόνο να εξομοιώνει γεγονότα με απύθμενες ανάμεσά τους διαφορές, είναι σαν να μετακινεί το κέντρο βάρους και αυτός που θεάται και φωτογραφίζει τα σχετικά περιστατικά, να διατηρεί τόση σημασία όσο και τα συνειδητά ή ερήμην τους πρωταγωνιστικά πρόσωπα μιας υπόθεσης. Ορος και προϋπόθεση ώστε, κατά έναν περίεργο αλλά καθόλου ανεξήγητο τρόπο, αν όχι να πολλαπλασιάζονται, οπωσδήποτε να αυγαταίνουν τα περιστατικά που μας επιτρέπουν, ενώ ουσιαστικά παραμένουμε απόντες, να δηλώνουμε παρόντες και μάλιστα ως υψηλής ευαισθησίας άτομα.

Keywords
Τυχαία Θέματα