Παγκόσμια οικονομία: Ηρθε το τέλος της ανάπτυξης;

Η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης αποτελεί τον βασικό σκοπό της οικονομικής πολιτικής και το κριτήριο εάν η οικονομία πηγαίνει σε θετική ή αρνητική κατεύθυνση. Αυτή αποτελεί το άγχος των κυβερνήσεων και το πεδίο των πολιτικών αντιπαραθέσεων. Αυτή, επίσης, θεωρείται η προϋπόθεση για να καταπολεμηθεί η φτώχεια, να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο, ιδίως των λαϊκών στρωμάτων, και η αφετηρία για να υπάρξει κάποιου είδους αναδιανομή.

Μόνο που αυτή τη στιγμή οι ρυθμοί ανάπτυξης επιβραδύνονται. Δεν αναφερόμαστε απλώς στο ότι μπορεί να υπάρχουν υφέσεις, αλλά στο ότι τα τελευταία χρόνια η ανάκαμψη

μετά από περιόδους οικονομικής κρίσης και ύφεσης είναι μικρότερη από αυτή που διαπιστώσαμε σε προηγούμενες περιόδους ανάκαμψης μετά από μεγάλες οικονομικές κρίσεις.

Ουσιαστικά, φαίνεται ως εάν να φτάνουμε σε ένα ιδιαίτερο όριο ως προς την ικανότητα να υπάρχουν μεγάλοι ρυθμοί ανάπτυξης. Μάλιστα, αυτό αποτυπώνεται τόσο στις αναπτυγμένες οικονομίες, αυτές που ιστορικά κατέγραφαν ούτως ή άλλως επιβραδυνομένους ρυθμούς ανάπτυξης, όσο και στις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες που στις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα είχαν αποτελέσει τις ατμομηχανές της ανάπτυξης για την παγκόσμια οικονομία – αρκεί να σκεφτούμε π.χ. τον ρόλο που έπαιξε η Κίνα στην ανάκαμψη μετά την κρίση του 2008.

Μια έκδοση της Παγκόσμιας Τράπεζας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου

Οι διαπιστώσεις αυτές κάνουν ιδιαίτερα σημαντική μια πρόσφατη έκδοση της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ο τίτλος του συλλογικού τόμου είναι Falling Long–Term Growth Prospects. Trends, Expectations, and Policies και την επιμελήθηκαν οι M. Ayhan Kose και Franziska Ohnsorge και κυκλοφορεί σε μορφή advance edition, ενόψει της τελικής έκδοσής του.

Η έκδοση κάνει μια σειρά από όχι ιδιαίτερα αισιόδοξες διαπιστώσεις για την παγκόσμια ανάπτυξη. Την τελευταία δεκαετία η αύξηση της παραγωγικότητας έχει τον μικρότερο ρυθμό από το 2000. Η αύξηση των επενδύσεων επίσης είναι μικρότερη: κατά μέσο όρο τη διετία 2022-2024 θα είναι σε μισό επίπεδο από τις προηγούμενες δύο δεκαετίες. Υπάρχει γήρανση των πληθυσμών και επιβραδύνεται και η ανάπτυξη της παγκόσμιας εργατικής δύναμης.

Το παγκόσμιο ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί ανάμεσα στο τώρα και το 2030 κατά μέσο όρο κατά 2,2%, ενώ στην περίοδο 2011-2021 ήταν στο 2,6%. Την πρώτη δεκαετία του αιώνα ήταν στο 3,5%. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2010 η παγκόσμια ανάπτυξη ήταν στο 4,5%, ενώ για το 2023, η πρόβλεψη είναι για 1,7%. Στις αναπτυσσόμενες οικονομίες από 6% στην περίοδο 2000-2010, και 5% στην περίοδο 2011-2021 ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να υποχωρήσει στο 4% στο υπόλοιπο της τρέχουσας δεκαετίας. Η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης \στις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες φαίνεται και από το ακόλουθο δεδομένο: Την περίοδο 2000-2010 αυτές οι οικονομίες είχαν κατά κεφαλήν ανάπτυξη του ΑΕΠ 3,4% υψηλότερο από τις αναπτυγμένες οικονομίες. Στην περίοδο 2011-2021 αυτή η διαφορά ήταν 2%.

Τα όρια της ανάπτυξης

Το βιβλίο επισημαίνει διάφορα βήματα που μπορούν να γίνουν και πολιτικές που μπορούν να επιλεγούν για να τονωθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης. Αυτές αφορούν καταρχάς τις επενδύσεις ως κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη. Αφορούν ακόμη το διεθνές εμπόριο ως παραδοσιακή ατμομηχανή της ανάπτυξης, αλλά το μεγάλο ερώτημα εάν οι υπηρεσίες μπορούν να είναι η νέα ατμομηχανή της ανάπτυξης.

Ωστόσο, όλα αυτά προσκρούουν, όπως παραδέχονται, σε συγκεκριμένα εμπόδια. Αυτά περιλαμβάνουν τον τρόπο που επανέρχεται το ενδεχόμενο μεγάλων υφέσεων, τις τραπεζικές κρίσεις που μπορούν να μετατραπούν σε συνολικές οικονομικές κρίσεις, αλλά και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και τις φυσικές καταστροφές που επέφεραν.

Τα προβλήματα αυτά συμπληρώνονται από την επιβράδυνση των επενδύσεων που αποτυπώθηκε στην περίοδο 2011-2021 και που φαίνεται ότι συνεχίζεται και στην τρέχουσα περίοδο, με την επενδυτική επιβράδυνση να αποτυπώνεται ακόμη και στις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες.

Την ίδια στιγμή η έκδοση διαπιστώνει ότι δύσκολα μπορεί και το παγκόσμιο εμπόριο να αποτελέσει ατμομηχανή ανάπτυξης, καθώς τόσο οι δυναμικές κατακερματισμού που καταγράφονται στις παγκόσμιες αγορές όσο και η εμφάνισε νέων μορφών «προτιμησιακών» πολιτικών σημαίνουν ότι δύσκολα μπορούμε να έχουμε τόσο δυναμική αύξηση του παγκόσμιου εμπορίου.

Παράλληλα, η έκδοση κάνει την εκτίμηση ότι παρά τη μεγάλη τεχνολογική πρόοδο που καταγράφεται δύσκολα θα μπορέσουν να οδηγήσουν σε τομές της παραγωγικότητας και άρα σε υψηλότερους αναπτυξιακούς ρυθμούς, ανάλογους π.χ. με αυτούς καταγράφηκαν στη δεκαετία του 1920 και άρα δύσκολα θα έχουμε Roaring 2020s.

Η έκδοση περιλαμβάνει και συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής, όπως οι πολιτικές που μπορούν να τονώσουν την επένδυση, η προσπάθεια για αύξηση του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό σε συνδυασμό με επένδυση στην εκπαίδευση, η προσπάθεια να μειωθούν τα κόστη του εμπορίου, συμπεριλαμβανομένων των δασμών, η προσπάθεια όντως να λειτουργήσουν οι υπηρεσίες ως μοχλός ανάπτυξης, μακροοικονομικά μέτρα που μπορούν να τροφοδοτήσουν την ανάπτυξη, και η διεθνής συνεργασία.

Η πραγματική αμηχανία

Παρά την προσπάθεια να προβληθούν η θέση ότι υπάρχουν λύσεις, είναι σαφές ότι αυτή η έκδοση αποτυπώνει δύο στοιχεία: πρώτον, την πραγματική αίσθηση ότι η ανάπτυξη υποχωρεί και δεύτερον, την αμηχανία για το τι μπορεί να γίνει.

Και αυτό γιατί υποτίθεται ότι ακριβώς τέτοιες πολιτικές δοκιμάστηκαν το προηγούμενο διάστημα και δεν κατάφεραν να οδηγήσουν σε αναπτυξιακή «έκρηξη».

Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ζητήματα όπως το γεγονός ότι πλέον οι τεχνολογικές καινοτομίες, όσο σημαντικές και εάν είναι, δεν μεταφράζονται στην ίδια εκτίναξη της παραγωγικότητας που έφεραν προηγούμενα κύματα τεχνολογικών καινοτομιών, ότι στις υπηρεσίες ακριβώς επειδή αφορούν και ανθρώπινη κοινωνική αλληλόδραση, υπάρχουν πραγματικά όρια στο πόσο μπορούν να εκμηχανιστούν και άρα να αυξηθεί η παραγωγικότητα, ότι η κλιματική αλλαγή βάζει αντικειμενικούς περιορισμούς στον υλικό  μεταβολισμό που υποτίθεται ότι αποτελούσε τη βάση της ανάπτυξης, την ώρα που θα λειτουργεί και ως φραγμός στην επέκταση του παγκόσμιου εμπορίου, ότι δύσκολα μπορούν να αντιστραφούν οι τρέχουσες τάσεις αναδίπλωσης σε περισσότερο περιφερειακές παρά παγκόσμιες δυναμικές του παγκοσμίου εμπορίου.

Την ίδια ώρα έχει γίνει σαφές ότι χωρίς παρεμβάσεις στον ίδιο τον τρόπο που διαμορφώνονται οι παραγωγικές διαδικασίες αλλά και χωρίς παρεμβάσεις που να έχουν χαρακτήρα «αναπτυξιακού σχεδίου» και όχι απλώς διαμόρφωσης ευνοϊκής μακροοικονομικής συνθήκης, δύσκολα μπορεί ακόμη και μια αυξημένη κρατική παρέμβαση στην οικονομία να οδηγήσει σε αναπτυξιακές δυναμικές.

Και βέβαια όλα αυτά γεννούν και το επιπλέον περισσότερο πολιτικό ερώτημα ότι εάν αυτή τη στιγμή πρόκειται να ζήσουμε σε οικονομίες επιβραδυνόμενων ρυθμών ανάπτυξης – ή ακόμη και να το επιδιώξουμε αυτό εντός της αλλαγής παραγωγικών και καταναλωτικών προτύπων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής – τότε θα πρέπει να σκεφτούμε και τις πολιτικές καταπολέμησης της ανισότητας με τρόπο διαφορετικό από την απλή επένδυση στην ανάπτυξη, ώστε κάτι θα περισσέψει και για τα φτωχότερα στρώματα. Κοντολογίς το ερώτημα της αναδιανομής τίθεται με πιο επιτακτικό τρόπο, τόσο για τις αναπτυγμένες οικονομίες, όσο και για τις πολύ δυναμικές αλλά και επίσης αντιμέτωπες με ανισότητες αναδυόμενες αγορές και αναπτυσσόμενες οικονομίες.

Keywords
Τυχαία Θέματα