Πώς επιβιώνει ένα συγκρότημα που παίζει νεορεμπέτικα

Η συνάντησή τους στηρίχθηκε και τροφοδοτήθηκε από την κοινή τους αγάπη για τη μουσική, την οποία υπηρετούσαν με τις εμφανίσεις τους σε ρεμπετάδικα και μουσικές σκηνές. Η αφοσίωση των μελών του συγκροτήματος ΣΟΥΑΡέ απέδειξε ότι η πίστη στη μουσική μπορεί να επιστρέψει ανεκτίμητους καρπούς. Ετσι οι Λευτέρης Βαϊόπουλος, Γιάννης Δάφνος, Μιχάλης Δάρμας, Ανατολή Κουγιουμτζίδου, Αλκαίος Σουγιούλ και Κώστας Σπυράτος το 2015 αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους, δημιουργώντας μια πιο σταθερή δομή που θα αποτύπωνε τον ιδιαίτερο

χαρακτήρα τους και τη μοναδική μουσική ταυτότητα.

Η ρεμπέτικη μουσική του δραστήριου σχήματος – στο οποίο τον τελευταίο χρόνο συνεργάζεται σταθερά και η Σοφία Μέρμηγκα – ήταν ανέκαθεν η βασική πηγή έμπνευσης και η κύρια επιρροή τους, όμως οι επιλογές τους εκτείνονται πέρα από τα όρια αυτού του είδους. Στο πρόγραμμά τους εντάσσουν, όπως λέει ο Αλκαίος Σουγιούλ, μπουζούκι και μαντολίνο με μια κοινή αισθητική. Εξηγεί δε πως πρόκειται για κάτι «που δεν περιγράφεται ούτε με λόγια, ίσως ούτε μουσικολογικά γιατί με την ίδια παρτιτούρα μπορείς να έχεις δύο εκτελέσεις εντελώς διαφορετικές αισθητικά. Αγαπάμε τον ήχο που βγάζουμε στην πρόβα μας, με τις φωνές μας, το παίξιμό μας, τις χροιές που έχουν τα όργανα όταν παίζονται στην παρέα μας. Αυτή την παρέα προσπαθούμε να αναδείξουμε και στις ηχογραφήσεις και στα βίντεο».

Για τον Γιάννη Δάφνο (πιάνο – ακορντεόν) προϋπόθεση είναι το τραγούδι «να μας αγγίζει, δεν έχει σημασία εάν γράφτηκε το 1924 ή το 2024. Θα δοκιμάσουμε να το παίξουμε με τέτοιο τρόπο ώστε τα όποια συναισθήματα μας δημιούργησε να περάσουν και στους φίλους που έρχονται να μας ακούσουν». Στο σχήμα δεν αναδεικνύεται κάποιος ως αποκλειστικός ερμηνευτής, καθώς όλα τα μέλη μοιράζονται ισότιμα τον ρόλο του τραγουδιστή, προσφέροντας μια πολυφωνική διάσταση που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητάς τους. Για τους ΣΟΥΑΡέ η φωνή αποτελεί ένα πολυδιάστατο εκφραστικό μέσο, το οποίο αξιοποιούν με τρόπο που αναδεικνύει τη μοναδικότητα κάθε μέλους.

Μια απόφαση που για τον καθένα έχει τη δική της διάσταση. Για τον Γ. Δάφνο σχετίζεται με τον τόπο καταγωγής του. «Μεγάλωσα στην Κεφαλονιά όπου η πρώτη μου επαφή με τη μουσική ήταν σε χορωδίες και μαντολινάτες. Η πολυφωνία από τότε με μαγεύει και με ανατριχιάζει. Νομίζω είναι ακόμα ένα κοινό που έχουμε με τα παιδιά. Εχουμε περάσει ατελείωτες ώρες όπου ασχολούμαστε αποκλειστικά με τον διαμοιρασμό φωνών, είτε αναλύοντας υπάρχοντα τραγούδια, είτε εναρμονίζοντας τα δικά μας. Στο πρώτο τραγούδι που είχαμε την τύχη να κυκλοφορήσουμε (την «Καλημέρα» των αγαπημένων μας Πέτρου Βαγιόπουλου και Μερόπης Γραμμένου), διασκεδάσαμε πολύ ηχογραφώντας τις φωνές που ακούτε». Μέσα από την πολυφωνία, λέει ο Λ. Βαϊόπουλος, η φωνή αποκτά πολλές διαστάσεις και ενδυναμώνει το συναίσθημα που θέλουμε να μεταδώσουμε. «Κάθε φωνή προσθέτει κάτι μοναδικό και, όταν συνδυάζεται με άλλες, δημιουργεί μια σύνθεση που αναδεικνύει την πολυπλοκότητα και την ένταση του μηνύματος. Στις ερμηνείες μας, δίνουμε μεγάλη προσοχή στην ισορροπία και τη συνέργεια των φωνών, ώστε να αναδειχτεί η δυναμική τους και να δημιουργηθεί μια εμπειρία που ακούγεται όχι μόνο ως ήχος, αλλά ως συναισθηματική αφήγηση». Ο Αλκαίος Σουγιούλ τονίζει πως «στην ελληνική μουσική συνηθίζεται να κάνει καριέρα ο τραγουδιστής και η ορχήστρα να ακολουθεί. Λίγες είναι οι περιπτώσεις συγκροτημάτων στα οποία τραγουδούν όλοι και εξίσου. Αυτή τη χρήση της φωνής που περιγράφει ο Λευτέρης και ο Γιάννης προσπαθούμε να αναδείξουμε».

Μια κοινή ροκ ψυχή

Το πρόγραμμα που παρουσιάζουν είναι μια άσκηση ισορροπίας θα έλεγε κανείς ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο. Αυτή η ανάμειξη εποχών για τον Γ. Δάφνο είναι  μια απόδειξη ότι «πολλά από τα νέα τραγούδια έχουν επιρροές από τη ρεμπέτικη ή παραδοσιακή μουσική. Αλλα δεν έχουν καμία σχέση. Μερικές φορές η επιλογή των κομματιών σε ένα πρόγραμμα γίνεται με αυθόρμητο τρόπο κατά τη διάρκεια πρόβας. Παίζουμε ένα κομμάτι και μόλις τελειώσει κάποιος από εμάς σκέφτεται συνειρμικά κάποιο άλλο και αρχίζει να το παίζει. Εχει κάτι το μαγικό όταν συμβαίνει αυτό και συχνά το επαναλαμβάνουμε με τον ίδιο τρόπο και στη σκηνή». Η περιγραφή αυτή από τον πιανίστα της μπάντας χαρακτηρίζεται από τον Αλκαίο Σουγιούλ «ως αναζήτηση της ψυχής κάθε κομματιού. Το αποτέλεσμα αυτής της αναζήτησης είναι άχρονο και το παλιό – καινούργιο εξαφανίζεται. Δίνοντας ένα ίσως ακραίο παράδειγμα, θεωρώ ότι το “Οσοι έχουνε πολλά λεφτά” του Μάρκου με το “Και να αδερφέ μου” των Ρίτσου – Λεοντή, έχουν κοινή ροκ ψυχή που μετριέται στην κλίμακα Ρίχτερ… αν τα βάλεις δίπλα – δίπλα τη νιώθεις».

Μεγάλο διάστημα της πορείας της η μπάντα είχε ως αποκλειστική επαγγελματική δραστηριότητα τη μουσική. Οι ανάγκες της καθημερινότητας, ωστόσο, οδήγησε κάποια από τα μέλη του σχήματος ν’ αναζητήσουν βιοποριστικά στοιχεία σε πρωινές εργασίες.

«Τη στιγμή που μιλάμε οι μισοί ΣΟΥΑΡέ εργαζόμαστε και εκτός μουσικής», λέει ο Γιάννης Δάφνος. «Για εμένα προσωπικά είναι και ευχή και κατάρα. Νιώθω τυχερός που έχω την πολυτέλεια να επιλέγω μόνο μουσικά πρότζεκτ που ξέρω πως θα με γεμίσουν ψυχικά και με φίλους συναδέλφους που θαυμάζω. Κάθε παίξιμο παραμένει απόλαυση, γιατί είμαι εκεί από επιλογή και όχι αποκλειστικά για λόγους βιοπορισμού. Από την άλλη, ποιος δεν ονειρεύεται να έχει την ελευθερία να ασχοληθεί μόνο με αυτό που αγαπάει, και να μπορεί να αφιερώνει τον δεκαπλάσιο χρόνο σε αυτό, χωρίς το άγχος του βιοπορισμού;».

«Σε εμένα επίσης υπάρχει αντίστοιχο μοίρασμα ανάμεσα στο σχολείο, τη Λεόντειο Σχολή Νέας Σμύρνης, όπου διδάσκω μαθηματικά, και τη μουσική», προσθέτει ο Αλκαίος Σουγιούλ. «Και τα δύο μου ζητούν πολύ από τον προσωπικό μου χρόνο, όμως προσπαθώ να κρατάω πάντοτε χρόνο και για τα δύο και τελικά καταφέρνω να αφιερώνω και στα δύο τον χρόνο που θέλω. Είναι μια ισορροπία που οδηγεί και εμένα σε μια πολύ ενδιαφέρουσα και δημιουργική εγρήγορση. Μάλιστα όταν η μουσική και το σχολείο συναντώνται, έχουμε απογείωση συναισθημάτων».

Keywords
Τυχαία Θέματα