Πώς οι δοξασίες έγιναν θρησκείες

Ο Ελβετός Φιλίπ Μπορζό (1946), ελληνιστής και ιστορικός των θρησκειών, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γενεύης, ειδικεύεται στην έρευνα και τη μελέτη των θρησκειών και την πρόσληψή τους στην ευρωπαϊκή σκέψη στο πλαίσιο της ιστοριογραφίας των συναισθημάτων εντός της Ιστορίας των Θρησκειών. Με σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, διευθυντής ερευνών στην École pratique des hautes études του Παρισιού, καθηγητής Κλασικών Σπουδών στο Πρίνστον και στο Τμήμα Ελληνικών και Λατινικών Σπουδών στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο,

ολοκλήρωσε την καθηγητική σταδιοδρομία του στο Πανεπιστήμιο Ρένμιν του Πεκίνου. Συνδιευθυντής της συλλογής «Ιστορία των Θρησκειών» στον εκδοτικό οίκο Labor et Fides της Γενεύης, είναι υπεύθυνος του ερευνητικού προγράμματος «Μύθος και τελετουργικές πρακτικές ως πολιτιστική έκφραση των συγκινήσεων». Αυτή η διαδρομή και το ερευνητικό έργο του έχουν καταστήσει τον Μπορζώ σημείο αναφοράς, αλλά και γενικής αποδοχής σε σχέση με τα συστήματα της σκέψης περί θρησκειών και της εξέτασης των μύθων και ιδρυτικών κειμένων που μεταμόρφωσαν τις προγονικές πρακτικές και δοξασίες σε θρησκείες δογματικές.

Δίνοντας έναν αρχικό ορισμό στη λέξη «θρησκεία», εννοούμε ένα σύστημα πρακτικών και δοξασιών που επικαλείται την ύπαρξη και παρέμβαση υπερφυσικών οντοτήτων, δηλαδή «θεών», το οποίο διεκδικεί μια υπερανθρώπινη και υπερβατική αυθεντία. Σύστημα που δεν παύει να υπερασπίζεται την αλήθεια του και να την καθιστά ορατή μέσα από τελετές, τελετουργίες και αποδείξεις διά λόγων, συμβόλων και πράξεων σύμφωνα με συγκεκριμένο τυπικό σε συγκεκριμένο χρόνο και συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες με εξουσιαστικό, αλλά και απολογητικό όσο και αποκαλυπτικό λόγο. Αυτή η τάξη παρατηρείται στις πηγές και στα ίχνη όλων των πολιτισμών, αρχής γενομένης συμβατικά από τους Σουμέριους, Βαβυλώνιους, Αιγύπτιους, φτάνοντας στους αρχαίους Ελληνες, η σημασία των οποίων παραμένει αδιαφιλονίκητη λόγω της ένταξης της θρησκείας στις φιλοσοφικές αναζητήσεις και στα ατομικά όσο και πολιτειακά γίγνεσθαι. Πρόσθετο πλεονέκτημα αυτού του στοχασμού είναι η πληθώρα θεών, ημίθεων και συνοδών τους με εξειδικευμένες ιδιότητες. Με τέτοιον τρόπο μάλιστα ώστε η πίστη σε αυτούς να μην αποκλείει την αθεΐα, να τιμωρεί όμως την προσβολή τους στο μέτρο της συμβίωσης με αυτούς εντός της πόλης και στο πλαίσιο του δικαίου, όπως αυτό ορίζεται από τη δέσμευση της εξουσίας έναντι της ευημερίας της κοινωνίας.

Δεν είναι άγνωστο ότι βρίσκουμε στον ελληνικό πολυθεϊσμό απόηχους παλαιότερων θρησκειών, όπως βρίσκουμε στην ελληνιστική περίοδο την εισαγωγή θεών από την Αίγυπτο (Σάραπις ή Οσιρις), αλλά και θεοποίηση βασιλέων στις επικράτειες των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών, καθώς και σε πόλεις της Μικράς Ασίας, όπου τιμητικές επιγραφές και ανδριάντες υμνολογούν περαστικούς καμποτίνους και λογιών εφήμερους θεόπληκτους. Η ελληνιστική και η αυτοκρατορική ρωμαϊκή περίοδος, δεχόμενες επιρροές από εξουσιαζόμενες ανατολικές επαρχίες, προσθέτουν στην ιστορικότητα του πολυθεϊσμού την αναζήτηση σωτηρίας, η οποία ως τότε δεν ήταν το κέντρο της θρησκείας.

Ανεξιθρησκεία και χριστιανισμός

Η εμφάνιση και σταδιακή, αλλά και ιστορική επισημοποίηση του χριστιανισμού μέσω του Εδίκτου των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκείας (313 μ.Χ.), η επιβολή και κυριαρχία του χριστιανισμού ως δόγματος στηρίχθηκαν στο κήρυγμα που κωδικοποίησε η γραφή ως ιεράρχηση αρχών καθορισμού του επίγειου βίου, εξαρχής αμαρτωλού, σε διαρκή αναζήτηση της σωτηρίας του μέσω συγκεκριμένων τελετουργιών σε συγκεκριμένους χρόνους και βηματισμούς. Το παράδοξο είναι, κατά τον Μπορζό, ότι ο χριστιανισμός, κατ’ ανάγκη ελληνόγλωσσος, περιέλαβε κατά την οικοδόμηση του δόγματός του επιλεκτικές σκέψεις και απόψεις των αρχαίων φιλοσόφων, πράγμα που εξασφάλισε κυρίως ο Μέγας Βασίλειος σε βαθμό που ο Πλάτων θεωρήθηκε «πρωτοχριστιανός», κίνηση απαραίτητη για την αντιμετώπιση του παγανισμού, εκείνης της επί πολλούς αιώνες κληρονομιάς που το χριστιανικό δόγμα βδελυττόταν. Ο όρος παγανισμός καλύπτει τη χορεία εκείνων που είναι ξένοι στην πολιτεία του Θεού (κατά τον Αυγουστίνο), όσων παρέμειναν προσκολλημένοι στους λογιών θεούς και ο παγανισμός είναι κυριολεκτικά η θρησκεία των αστοιχείωτων, εκείνων που στέκουν στο περιθώριο του θριαμβεύοντος χριστιανισμού. Η αντιμετώπιση αυτού του περιθωρίου στηρίχθηκε σε τρεις επιλογές: πρώτα στη συστηματική καταστροφή του πολυθεϊκού ειδωλολατρικού παρελθόντος γραμματείας και τεχνών, παράλληλα προς την μέχρις εξουθένωσης αναμέτρηση με τον Διάβολο, αντίπαλο και μιμητή του Θεού, και συνοδευτικά με την πάταξη της δεισιδαιμονίας διά εκλογικεύσεων, οι οποίες ωστόσο δεν διαχωρίζουν την κινούμενη πολυπλοκότητα της συνάφειας του δόγματος με τους παραλογισμούς, έργα του Εξαποδώ. Κατά τον Μπορζό πάλι ο χριστιανισμός είναι ένα αέναο παιχνίδι, που ως χαρακτηριστικό της φύσης και της διάνοιας του ανθρώπου (homo ludens) παίζεται χωρίς τελικό νικητή, αλλά με συχνές διακοπές και αναβολές προς ξεκούραση των παικτών και προς γέννηση νέων σχολιασμών.

Από αυτό το σημείο ξεκινάει η μελέτη της ιστορίας των θρησκειών, καθώς η Χριστιανοσύνη διαφοροποιείται (καθολικοί, προτεστάντες, καλβινιστές) και η εφεύρεση της τυπογραφίας γίνεται το έναυσμα για τη διάχυση θρησκευτικών ερευνητικών παραλλαγών, που λαβαίνουν τη μορφή θρησκευτικών πολέμων, κωδίκων βασανισμού και ατίμωσης σε ένα είδος απόλυτης αυθαιρεσίας, η οποία χρωματίζει ανεξίτηλα την κοσμική εξουσία διά της απόλυτης μοναρχίας, η δομή της οποίας όταν δεν αντιγράφει, μιμείται στο ακέραιο τους θρησκευτικούς δογματισμούς. Είναι η αρχή μιας μακράς περιόδου έντονης και αποκαθηλωτικής αντίδρασης σε βάρος του κλήρου, η οποία συμπαρασύρει πτυχές του δόγματος σε ό,τι αφορά την εμμονή του στον αέναο αγώνα με τον Διάβολο, προχωρώντας έτσι σε αυτό που ο Μπορζό προσδιορίζει εμμέσως ως κοσμικές θρησκείες, η πρώτη από τις οποίες είναι, στα χρόνια του Διαφωτισμού κιόλας, η διδασκαλία υπέρ του «Μεγάλου Αρχιτέκτονα του Σύμπαντος», υπέρ του δημιουργού – «Ωρολογοποιού» –, ο οποίος αφού ολοκλήρωσε το έργο του που λειτουργεί ως αέναος χρόνος, το παρακολουθεί δίχως να παρεμβαίνει.

Είναι η απαρχή της επιστημονικής σύγκρισης του Χριστιανισμού με τις άλλες δύο μεγάλες θρησκείες (Ιουδαϊσμός, Μουσουλμανισμός) καθώς και της αντιπαλότητας σχετικά με την αλήθεια που πρεσβεύει κάθε μία από αυτές διά του δόγματος. Είναι την ίδια στιγμή τα πρώτα βήματα της Κοινωνιολογίας και Ανθρωπολογίας ως δεδομένων εντός του δόγματος και ως έκφραση της θεμελιώδους ανθρώπινης ανησυχίας για την πορεία του βίου, τη σχέση με τον επίγειο κόσμο, ενώ γεγονός παραμένει ότι αυτή η θρησκευτική τριάδα αναφέρεται σε αποκαλύψεις και παροτρύνει τον άνθρωπο ως μονάδα και, ταυτόχρονα, ως πρότυπο, να πιστέψει σε έναν Θεό που αποκαλύπτεται από μόνος του με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα αν είμαστε χριστιανοί, εβραίοι, μουσουλμάνοι. Ο Μπορζό υπογραμμίζει ένα νευραλγικό σημείο: για τον ιστορικό ή τον ανθρωπολόγο, οι θεοί με τους οποίους συσχετίζουμε αυτές τις θρησκείες δεν υπάρχουν καθ’ εαυτούς και μπορούμε να προσθέσουμε στον αρχικό ορισμό της έννοιας της θρησκείας τη θεμελιώδη απόκλιση ανάμεσα στην κοινή λογική και στην παρατήρηση των ανθρωπιστικών επιστημών για τη σύγκριση με τα θρησκευτικά παράδοξα, πολύ περισσότερα σήμερα όπου λογιών δοξασίες αποκρυσταλλώνονται σε υπερβατικές αλήθειες με αρνητικό κοινωνικό και πολιτικό τίμημα.

Η επίκουρη καθηγήτρια Μαρία Πατέρα, που τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στην κοινωνική, θρησκευτική και πολιτισμική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας με έμφαση στην ιστορία των συναισθημάτων, μερίμνησε για την άριστη απόδοση του πρωτοτύπου κειμένου στη γλώσσα μας.

Απόσπασμα

«Οι τέχνες δεν θα υπήρχαν χωρίς τον φόβο του Κυρίαρχου»

Το μοτίβο του θρησκευτικού φόβου, με διάφορες αποχρώσεις… ανάγεται στις κλασικές πηγές. Στο προοίμιο της Θεολογικοπολιτικής πραγματείας του, ο Μπαρούχ Σπινόζα (1632 – 1677) αποδεικνύει με παραδείγματα από την Ιστορία του Αλεξάνδρου του Κόιντου Κούρτιου ότι τη δεισιδαιμονία την τρέφει ο φόβος. Σε ένα περίφημο χωρίο του Λεβιάθαν (1, 13) ο Τόμας Χομπς (1588 -1679) είχε ήδη ισχυριστεί ότι, όσο οι άνθρωποι ζουν χωρίς μία κοινή εξουσία που να προκαλεί σε όλους «δέος» (in awe), βρίσκονται σε κατάσταση διαρκούς πολέμου μεταξύ τους. Για τον Χομπς η φυσική κατάσταση των ανθρώπων είναι αυτή του κοινού φόβου (fear). Αντίθετα με τα ζωικά είδη, στους κόλπους των οποίων τα μέλη συνεννοούνται φυσικά, το ανθρώπινο είδος χρειάζεται μια σύμβαση, μια συνθήκη, για να βάλει τέλος στη βία μεταξύ ατόμων. Με τη σύμβαση αυτή το σύνολο της κοινωνίας υποτάσσεται οικειοθελώς στην τρομακτική εξουσία του Λεβιάθαν, του Κυρίαρχου. Ο φόβος που προκαλείται από την εξουσία διαφέρει από αυτόν της φυσικής κατάστασης. Αυτός ο φόβος, μας λέει ο Χομπς, είναι δημιουργικός, θετικός· παρουσιάζεται ως ένα μείγμα φόβου και σεβασμού, τρόμου και ευλάβειας, λέγεται δέος (awe) και όχι πια απλά φόβος (fear).

Αυτό το αμφίσημο συναίσθημα αντιστοιχεί, εν μέρει, σε αυτό που οι Έλληνες αποκαλούσαν σέβας και σε αυτό που η Βίβλος, αναφερόμενη στον εμπνευσμένο από τον Θεό φόβο, εκφράζει με τη λέξη yir’ah. Ο τύπος φόβου awe είναι λοιπόν αποτελεσματικός ενάντια σε έναν άλλο, κακό, φόβο που εμποδίζει κάθε συλλογικό έργο· η καλλιέργεια της γης, η ναυσιπλοΐα δεν θα ήταν νοητή χωρίς αυτόν τον φόβο του Κυρίαρχου· δεν θα υπήρχαν ούτε τέχνες ούτε γράμματα ούτε κοινωνία, αλλά μόνο ένας διαρκής φόβος, ο φόβος που επιβάλλεται από έναν μόνιμο κίνδυνο, μια διαρκή απειλή βίαιου θανάτου. Όπως λέει ο Χομπς με μια ηχηρή και ευρέως γνωστή διατύπωση, ο ανθρώπινος βίος πριν από τη σύμβαση συνθήκης και υποταγής δεν μπορεί παρά να ήταν «μοναχικός, ενδεής, βρωμερός, κτηνώδης και βραχύς» [solitary, poor, nasty, brutish, and short]. Παραδόξως αυτός ο κακός φόβος, διογκωμένος από τον αδιάκοπο πόλεμο όλων εναντίον όλων, υποχρεώνει τελικά τους ανθρώπους να γίνουν έξυπνοι και να θεσπίσουν κανόνες συμπεριφοράς που ελέγχονται από μία ηγεμονική, παντοδύναμη, εξουσία, η οποία βάζει τάξη στην αταξία, για να πραγματοποιήσει τη μετάβαση από

την κατάσταση του πολέμου σε αυτή της ειρήνης. Ο φόβος του θανάτου, η επιθυμία και η ελπίδα ενός άνετου βίου αποτελούν αυτά τα μη εξορθολογισμένα πάθη που θα ωθήσουν τους ανθρώπους στην ειρήνη. Ο ορθός λόγος, μαθαίνοντας από τα πάθη του, θα υποδείξει τις αρχές αυτής της ειρήνης αποφασίζοντας ότι οι άνθρωποι πρέπει να υπακούν στους κανόνες που επιβλήθηκαν από τον παντοδύναμο Κυρίαρχο, δηλαδή δημιουργώντας τον Λεβιάθαν.

Πολύ πριν από τον Δαρβίνο, ο Χομπς είχε επομένως διακρίνει στον φόβο ένα συναίσθημα από το οποίο εξαρτάται η επιβίωση του είδους. Είχε ανακαλύψει την πολυπλοκότητά του, μάλιστα θεώρησε τον Προμηθέα ως την εμβληματική μορφή του ανθρώπου που δεν μπορεί να κατανοήσει τα αίτια που διέπουν τον κόσμο και την ιστορία, που θα ήθελε μεν να προβλέψει, αλλά δεν τα καταφέρνει, και τα σωθικά του οποίου κατατρώει η αγωνία. Η αναφορά του Χομπς στον Προμηθέα παραπέμπει απευθείας στους αρχαίους Έλληνες. Εκεί παραπέμπει άλλωστε και ο ιδιαίτερος φόβος τον οποίο εντοπίζει στην απαρχή των θεών: σύμφωνα με τον Χομπς, επρόκειτο για τον πιο πρωτόγονο φόβο, έναν φόβο αναίτιο, που γεννά τη λατρεία φανταστικών αντικειμένων και αποτελεί επομένως σπόρο «θρησκείας».

Philippe Borgeaud

Η ευρωπαϊκή σκέψη περί θρησκειών

Μτφ. Μαρία Πατέρα

Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,

σελ. 248

Τιμή 22 ευρώ

Keywords
Τυχαία Θέματα