Τα όρια των ιστορικών αναλογιών

Αυτά έγραφε τον περασμένο μήνα ο Μάρτιν Κόνγουεϊ, πρόεδρος του τμήματος Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Και ο Τόνι Μπάρμπερ, στο τελευταίο newsletter που έγραψε στους Financial Times προτού συνταξιοδοτηθεί, συμφωνεί μαζί του. Ομολογεί μάλιστα ότι κάποιες ιστορικές συγκρίσεις που έκανε στο παρελθόν ήταν μάλλον ατυχείς: όταν είχε βάση τις Βρυξέλλες, για παράδειγμα, είχε εκνευριστεί τόσο πολύ με τη γραφειοκρατία της

Κομισιόν, ώστε είχε συγκρίνει την ΕΕ με την ισπανική αυτοκρατορία του 16ου αιώνα.

Οταν μετακόμισε στη Ρώμη, πολλοί συνέκριναν τον Μπερλουσκόνι με τον Μουσολίνι. Ο ίδιος θεωρούσε τη σύγκριση αυτή υπερβολική: οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες την εποχή του Μουσολίνι ήταν πολύ διαφορετικές από εκείνες της σύγχρονης Ιταλίας. Πιο επιτυχημένη, σημειώνει σήμερα, είναι η σύγκριση που κάνει ο βρετανός ιστορικός Μαρκ Γκίλμπερτ ανάμεσα στον Μπερλουσκόνι και τον Ακίλε Λάουρο, έναν ιταλό πλοιοκτήτη και πολιτικό που ήρθε στο προσκήνιο τη δεκαετία του 1950. «Του άρεσαν τα λούσα, το ποδόσφαιρο και οι ωραίες γυναίκες», γράφει ο Γκίλμπερτ για τον Λάουρο στο βιβλίο του Italy Reborn. «Ηταν ένας πρόδρομος του Μπερλουσκόνι, ένας επιχειρηματίας που έπιανε τον σφυγμό ενός πληθυσμού ο οποίος είχε χάσει την πίστη του στην πολιτική και ήθελε γρήγορες λύσεις».

Αντιστοίχως, αν είναι μάλλον υπερβολική η σύγκριση που έκανε πρόσφατα  ο γάλλος γερουσιαστής Κλοντ Μαλιρέ ανάμεσα στον Τραμπ και τον Νέρωνα, έχει μείνει αξέχαστη η περιγραφή της Μάγκαρετ Θάτσερ από τον Φρανσουά Μιτεράν: «Εχει τα μάτια του Καλιγούλα και το στόμα της Μέριλιν Μονρόε». Βέβαια, ο Μιτεράν ήταν ένας και μοναδικός.

Αυτά που ζούμε μετά την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ καθιστούν ακόμη δυσκολότερες τις ιστορικές συγκρίσεις. Γενική είναι η αίσθηση ότι κινούμαστε σε αχαρτογράφητα νερά. Μεγάλες εντάσεις σημειώνονταν βέβαια και στα τέλη του περασμένου αιώνα. Το 1979 η Σοβιετική Ενωση εισέβαλε στο Αφγανιστάν, το 1981 η Πολωνία επέβαλε στρατιωτικό νόμο για να καταστείλει την Αλληλεγγύη, το 1983 η ανθρωπότητα έφτασε στα πρόθυρα του πυρηνικού πολέμου λόγω της (όχι και τόσο γνωστής) στρατιωτικής άσκησης του ΝΑΤΟ με κωδικό Able Archer 83. H Δύση όμως τότε είχε ενιαία γραμμή. Σήμερα, αντιθέτως, ο πρόεδρος της αμερικανικής υπερδύναμης βρίσκεται πιο κοντά στη Ρωσία παρά στους συμμάχους του στο ΝΑΤΟ. Και η σχέση του Τραμπ με τον Πούτιν δεν θυμίζει καθόλου τη σχέση του Ρίγκαν με τον Γκορμπατσόφ στα τέλη της δεκαετίας του 1980.

Η εποχή μας είναι λοιπόν «πρωτοφανής»; Οχι απαραιτήτως. Ο βετεράνος ιταλός δημοσιογράφος Φεντερίκο Ραμπίνι, που ζει από τις αρχές αυτού του αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες, θυμίζει ότι και το 2003, όταν ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος εισέβαλε στο Ιράκ, ο γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ και ο γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ τον είχαν καταδικάσει και πολλοί είχαν μιλήσει τότε για μια ανεπανόρθωτη ζημιά στις σχέσεις της Ευρώπης με την Αμερική. Οι εκτιμήσεις αυτές όμως στη συνέχεια διαψεύστηκαν.

Ο Ραμπίνι μας καλεί όμως να πάμε ακόμη πιο πίσω. Το Δεκαπενταύγουστο του 1971, ο Νίξον ανακοίνωσε την αναστολή της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό. Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι τότε, η Δύση ζούσε σε ένα καθεστώς σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών: το δολάριο ήταν ο ήλιος στο κέντρο του συστήματος – γράφει ο ιταλός δημοσιογράφος στην Corriere – και γύρω του περιστρέφονταν σαν πλανήτες, το καθένα στη δική του τροχιά, τα ευρωπαϊκά νομίσματα. Το σύστημα αυτό προσέδιδε στην Ουάσιγκτον σημαντικές ευθύνες, αλλά και μοναδικά προνόμια. Τα προνόμια αυτά εκμεταλλεύτηκαν ο Δημοκρατικός Τζόνσον και ο Ρεπουμπλικανός Νίξον για να καλύψουν τις εξωφρενικές στρατιωτικές δαπάνες κατά την κλιμάκωση του πολέμου του Βιετνάμ: για να μη φορτώσουν το κόστος του πολέμου αποκλειστικά στις πλάτες των αμερικανών φορολογουμένων, άρχισαν να τυπώνουν δολάρια κατά βούληση και να τα μοιράζουν σε όλο τον κόσμο, με αποτέλεσμα την εκτόξευση του πληθωρισμού. Ο Ντε Γκωλ αντέδρασε και ο Νίξον τον «τιμώρησε» με την κατάργηση των κανόνων του Μπρέτον Γουντς.

Το σοκ ήταν τεράστιο, καθώς μαζί με τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό κατέρρευσε και όλο το οικοδόμημα των σταθερών ισοτιμιών που είχε στηθεί τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Οι Ευρωπαίοι κατήγγειλαν την «προδοσία», οι αναλυτές μίλησαν για μια ρήξη «άνευ προηγουμένου» και οι Αμερικανοί απάντησαν με ένα επιχείρημα που σήμερα μας φαίνεται μάλλον οικείο: εμείς σας προστατεύουμε από μια σοβιετική εισβολή, όπως κι από ένα πυρηνικό Ολοκαύτωμα, οι δικοί μας φορολογούμενοι πληρώνουν το κόστος της παραμονής εκατοντάδων χιλιάδων αμερικανών στρατιωτών στην Ευρώπη κι εσείς το μόνο που κάνετε είναι κριτική. Ούτε και τότε πάντως κόπηκαν οι γέφυρες.

«Μα συχνά ομοιοκαταληκτεί»

Είναι πράγματι κι αυτή μια μέθοδος, έστω κι αν ο στόχος της είναι αποκλειστικά η επιβίωση: να αντισταθούμε στους Προφήτες της Αποκάλυψης, να πούμε στον εαυτό μας ότι αυτά που ζούμε τα έχουμε ξαναζήσει και ότι η Ιστορία μπορεί να μην επαναλαμβάνεται, μα σύμφωνα με τον Μαρκ Τουέιν «συχνά ομοιοκαταληκτεί». Ο Νίξον μπορεί να ήταν άθλιος και να έστησε το Γουότεργκεϊτ, αλλά υπέγραψε ειρήνη με το Βιετνάμ και προώθησε την προσέγγιση με την Κίνα του Μάο. Η Σοβιετική Ενωση μπορεί να εγκατέστησε πυρηνικούς πυραύλους για να απειλήσει τη δυτική Ευρώπη, αλλά ο Ζισκάρ και ο Σμιτ έπεισαν τον Κάρτερ να απαντήσει με την εγκατάσταση πυραύλων σε χώρες του ΝΑΤΟ. Κι όταν οι ειρηνιστές γέμισαν τις πλατείες, ένας σοσιαλιστής, ο Μιτεράν και πάλι, είπε ότι «οι ειρηνιστές είναι στη Δύση και οι πύραυλοι στην Ανατολή».

Keywords
Τυχαία Θέματα