Τι πολιτικούς χρειαζόμαστε

Την αφορμή για το σημερινό σημείωμα παίρνω από άρθρο του αγαπητού συναδέλφου Μιχάλη Μητσού, από το φύλλο των «ΝΕΩΝ» της περασμένης Πέμπτης. Ο αρθρογράφος αναλύει τους λόγους για τους οποίους ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε τον Κώστα Τασούλα για την Προεδρία της Δημοκρατίας και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οδηγήθηκε σε αυτή την απόφαση από φόβο. Εξηγεί: «Πεντέμισι χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας, δεν έχει μπορέσει να επιβληθεί στο κόμμα του. Φιλελεύθερος και μεταρρυθμιστής ο ίδιος, δεν έχει εμφυσήσει έναν ανάλογο αέρα στην παράταξη».

Φυσικά και έχει δίκιο ο αρθρογράφος. Οπως ακριβώς

τα λέει είναι. Οχι βέβαια ότι είναι κάτι απλό μέσα σε πεντέμισι χρόνια να αλλάξεις το DNA ενός κόμματος με ρίζες στον 19ο αιώνα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο Μητσοτάκης δεν το έχει πετύχει. Είναι όμως αυτό το ζητούμενο, πώς δηλαδή θα μεταμορφώσει το κόμμα του; Ας μου επιτρέψει ο αγαπητός συνάδελφος να διαφωνώ. Ο Κώστας Σημίτης, ένας μεγάλος της πολιτικής (για τα δικά μας μέτρα τουλάχιστον), κατάφερε ποτέ να επιβληθεί στο κόμμα του και να τους εμφυσήσει το πνεύμα του εκσυγχρονισμού; Κάθε άλλο! Είχε κάπως μεθοδεύσει έναν άτυπο συμβιβασμό, ώστε εκείνοι να ασχολούνται με εκείνα που ήξεραν, ενώ ο ίδιος με όσους καταλάβαιναν δούλευε για την επίτευξη των μεγάλων εθνικών στόχων. Ενδεικτική της αποτυχίας του Κώστα Σημίτη να επιβληθεί στο κόμμα του ήταν η αμηχανία με την οποία αντιμετώπισαν τον θάνατό του στο ΠΑΣΟΚ. Πίσω από τις φλυαρίες, ένιωθες την ψυχρότητα και την απόσταση κι ας είχαν περάσει είκοσι χρόνια αφότου ο μακαρίτης είχε αποσυρθεί από την πολιτική.

Στην πραγματικότητα, δεν ήταν αποτυχία του Σημίτη ότι δεν άλλαξε το κόμμα του. Ηταν ρεαλισμός, δηλαδή αποδοχή των συνθηκών της πραγματικότητας χωρίς να διακινδυνεύει τον στόχο. Το ίδιο που κάνει και σήμερα ο Μητσοτάκης. Και αυτός, όπως ο Σημίτης, κυβερνά ισορροπώντας ανάμεσα στο κόμμα του που τον λοξοκοιτάζει και σε ένα ευρύτερο κοινό κεντρώων ψηφοφόρων, χωρίς το οποίο κυβέρνηση δεν γίνεται. Αν ο Σημίτης πρόσφερε στη χώρα του, ήταν επειδή μας έβαλε στο ευρώ και έχωσε και την Κύπρο στην ΕΕ, όχι επειδή τον θυμόμαστε ηρωικώς πεσόντα στην προσπάθειά του να κάνει Ευρωπαίους τους πασόκους. Δεν είναι σκοπός της πολιτικής, νομίζω, να αλλάξει τον άνθρωπο, γενικώς και αορίστως – εφόσον τουλάχιστον δεν μιλάμε για ολοκληρωτικά πολιτεύματα μαρξιστικής έμπνευσης, αλλά για την κοινοβουλευτική δημοκρατία όπως την ξέρουμε στη Δύση.

Επιπλέον, ούτε ο Σημίτης ούτε όμως και ο Μητσοτάκης ανήκουν στην κατηγορία των χαρισματικών πολιτικών, κατά την έννοια του Βέμπερ. Ανήκουν μάλλον στους τεχνοκράτες της πολιτικής – κι αν ο Μητσοτάκης βγαίνει πολύ καλός επικοινωνιακά, αυτό οφείλεται σε πολλή δουλειά. Τέτοιους πολιτικούς χρειαζόμαστε όμως, δηλαδή καλούς τεχνοκράτες, με γερή συγκρότηση και πνευματική πειθαρχία. Στο κάτω κάτω, οι άλλοι, οι χαρισματικοί, σπανίζουν! Πού και πού εμφανίζονται οι μπαγάσηδες, μια ή άντε το πολύ δύο φορές στον αιώνα. Ενδιαμέσως, μέχρι να εμφανιστεί ο επόμενος χαρισματικός, εμείς ας διαλέγουμε τους ικανότερους για τη δουλειά, ώστε όταν με το καλό εμφανιστεί ο Μεσσίας να έχουμε μπαγιόκο, για να πάμε στα μπουζούκια και να κάνουμε χαμό…

Υπό το πρίσμα αυτό, λοιπόν, δεν θα έλεγα ότι από φόβο ο Μητσοτάκης διάλεξε τον Τασούλα. Αν ο κυβερνήτης του Τιτανικού είχε δει το παγόβουνο και είχε αλλάξει πορεία, δεν νομίζω ότι θα το είχε κάνει από φόβο.

ΕΙΔΗΜΟΝΕΣ

ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ

Στο πλαίσιο της περιοδείας του στην πολιτική ηγεσία της χώρας, ο δήμαρχος Αθηναίων επισκέφθηκε στον Περισσό (ένα «ιστορικό κτίριο», όπως το χαρακτήρισε) τον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ. Ο κ. Δούκας εξέφρασε τη χαρά του προς τον κ. Κουτσούμπα, επειδή οι απόψεις τους για τη διαχείριση των σκουπιδιών στον Δήμο και γενικώς ταυτίζονται. Κοινή θέση τους, είπε ο δήμαρχος, είναι «η Αυτοδιοίκηση να μπορεί η ίδια να ορίζει τη μοίρα της και να μπορεί με μέσα, πόρους και θεσμικές αλλαγές να διαχειριστεί τα απορρίμματα χωρίς ιδιωτικά συμφέροντα να μπαίνουν στη μέση, έτσι ώστε να διασφαλίσουμε χαμηλό κόστος».

Αντιθέτως, η διαχείριση των απορριμμάτων από το Δημόσιο – κι ας το λέμε, για την περίσταση, Αυτοδιοίκηση – εγγυάται και χαμηλή παραγωγικότητα και υψηλό κόστος. Αλίμονο όμως αν η καθαριότητα ήταν επιδίωξη του ΚΚΕ και του κ. Δούκα που συμφωνεί απολύτως με το ΚΚΕ. Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά. Αυτό δεν έλεγαν οι παλιοί; Σιγά λοιπόν μην είναι το ΚΚΕ με την πλευρά των αρχόντων! Τον κ. Δούκα περιττεύει να τον ρωτήσουμε επ’ αυτού, είναι βέβαιο ότι συμφωνεί…

Keywords
Τυχαία Θέματα