Τι θα είχε συμβεί

Το «what if», «τι θα είχε συμβεί δηλαδή αν», ήταν πάντα μια ιδιαίτερα γοητευτική άσκηση επί μιας εναλλακτικής πραγματικότητας. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Κασσελάκη λέει την αλήθεια και ότι είχε πράγματι προταθεί το 2019 στον τελευταίο ένα χαρτοφυλάκιο στην πρώτη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ας υποθέσουμε ότι ο Κασσελάκης δεν είχε ασπαστεί τις αριστερές ιδέες λόγω της θητείας του στην Goldman Sachs, δεν είχε σιχαθεί δηλαδή «την απληστία που φέρνει το χρήμα», και είχε

δεχθεί εκείνη την πρόταση. Πώς θα ήταν σήμερα το πολιτικό σκηνικό;

Πρώτα απ’ όλα, ο ίδιος ο Κασσελάκης δεν θα είχε ενθουσιάσει με τις επιδόσεις του, θα είχε επιστρέψει στην Αμερική και ασφαλώς δεν θα είχε διεκδικήσει τον περασμένο Αύγουστο την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Θα είχε εκλεγεί λοιπόν η Εφη Αχτσιόγλου. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να μην είχε προκαλέσει κύματα ενθουσιασμού στην ελληνική Αριστερά, ούτε ατελείωτες ουρές υποψηφίων μελών έξω από την Κουμουνδούρου, θα είχε δημιουργήσει όμως ελπίδες για μια νέα αρχή. Η νέα πρόεδρος θα είχε ξεκινήσει τη θητεία της προειδοποιώντας διάφορα τοξικά στοιχεία στο κόμμα πως ή θα συμμορφώνονταν με το νέο ύφος και το νέο ήθος ή θα πήγαιναν σπίτι τους. Κι ύστερα θα είχε στρωθεί στη δουλειά, προσπαθώντας να ασκήσει μια αντιπολίτευση πιο ουσιαστική και λιγότερο λαϊκιστική.

Γρήγορα θα είχαν φανεί τα πρώτα αποτελέσματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είχε απογειωθεί, καθώς τα προβλήματά του εκτείνονται πολύ πέρα από το πρόσωπο του αρχηγού του, θα είχε «τσιμπήσει» όμως κάνα δυο μονάδες. Θα είχε διευρύνει έτσι τη διαφορά του από το ΠΑΣΟΚ, που διακρίνεται για την ικανότητά του να παραμένει ακίνητο ανεξαρτήτως του τι συμβαίνει γύρω του. Ο Νίκος Ανδρουλάκης θα είχε αρχίσει λοιπόν να δέχεται μια πίεση να αντιδράσει. Και η αναποφασιστικότητά του – πιο αριστερά ή πιο δεξιά; – θα επέτεινε το πρόβλημα.

Οχι πως τα πράγματα θα ήταν ρόδινα για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης: το δάνειο του Κασσελάκη μπορεί να προκάλεσε αμηχανία, αλλά έκλεισε μερικές τρύπες. Θα είχε γλιτώσει όμως τουλάχιστον τη γελοιοποίηση, με τα δημοψηφίσματα για τις διαγραφές και τις ομαδικές εκδρομές στις Σπέτσες, αλλά και την ιδεολογική σύγχυση, με τις κορώνες περί «πατριωτικής Αριστεράς» που δεν θα αφήσει την κυβέρνηση να κάνει «αβάντα στον Ερντογάν».

Οι δημοσιογράφοι θα είχαν περισσότερη δουλειά: αντί να τους έρχεται κάθε μέρα στο πιάτο και μια καινούργια ατάκα, θα έπρεπε να θυμίζουν ξανά και ξανά την παρεξηγημένη δήλωση της Αχτσιόγλου ότι «η κανονικότητα δεν είναι ποτέ ευκαιρία για την Αριστερά», όπως έκαναν παλιότερα με την εξίσου παρεξηγημένη δήλωση του Γιώργου Παπανδρέου ότι «λεφτά υπάρχουν». Οι τηλεθεατές θα διασκέδαζαν λιγότερο. Αλλά η κυβέρνηση δεν θα ένιωθε μια τόσο μεθυστική μοναξιά. Και η πολιτική ζωή θα ήταν υγιέστερη.

Keywords
Τυχαία Θέματα