«Το βιολί είναι ο δεύτερος τραγουδιστής ενός συγκροτήματος»

Οταν σε μικρή ηλικία ένας Αριστείδης Μόσχος σε προτείνει σε έναν Σταύρο Ξαρχάκο ως μουσικό, η πορεία σου εν πολλοίς μοιάζει αν μη τι άλλο συναρπαστική. Ο βιολάτορας και δάσκαλος Σωτήρης Μαργώνης από νωρίς κολύμπησε στα βαθιά και μάλιστα στη μακρά πορεία του έχει δύο στιγμές σταθμούς: το «Αμάν Αμήν» και το «Μεγάλο μας τσίρκο» στη νεότερη εκδοχή του. Να μια ευκαιρία να κάνει ένα μικρό «ταμείο» στη διαδρομή του.

Καταρχάς, πείτε μας πότε και πώς ξεκινάει η δική σας ενασχόληση με το βιολί και με ποιο αρχικό ερέθισμα αποφασίζετε να μυηθείτε στο όργανο; Εχετε αγαπημένο βιολάτορα;

Ξεκίνησα σε

ηλικία 9 χρόνων στο Eθνικό Ωδείο, με δάσκαλο τον Σπύρο Στεργίου. Ολη η οικογένεια της ανδριώτισσας μητέρας μου ήταν ερασιτέχνες μουσικοί. Ο θεσσαλός πατέρας μου λάτρευε το βιολί, καθώς και τη λαϊκή και δημοτική μουσική, μετέδωσε σ’ εμένα και τον αδελφό μου αυτή την αγάπη. Εκείνη την εποχή υπήρχε η θρυλική εκπομπή «Να η ευκαιρία». Εμελλε έπειτα από χρόνια να βρεθώ κι εγώ σε αυτήν την εκπομπή, όντας στην αρχή της επαγγελματικής μου πορείας. Σημεία αναφοράς για τη βιολιστική τέχνη κατ’ εμέ, είναι οι ξακουστοί βιολιστές της πρώιμης-προπολεμικής δισκογραφίας, όπως οι Σαλονικιός, Ογδοντάκης, Βαγγέλης Ναύτης. Αυτός όμως που σημάδεψε τον λαϊκό μας πολιτισμό, κατά τη γνώμη μου, με τον ήχο του και τη δεξιοτεχνία του ήταν ο Γιώργος Κόρος ο οποίος επηρέασε τις επόμενες γενιές των ελλήνων βιολιστών.

Πρόσωπο που διαδραμάτισε ρόλο στην αφετηρία της πορείας σας είναι ο δάσκαλος Αριστείδης Μόσχος. Τι κρατάτε από κείνον και τι συμβολή είχαν πρόσωπα σαν αυτόν, αλλά και άλλα όπως η Δόμνα Σαμίου και στη διάσωση, συνέχιση του παραδοσιακού είδους και στην κινητοποίηση νέων δυνάμεων;

Ο Aριστείδης Mόσχος έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση και στην απόφαση να ασχοληθώ σοβαρά με τη λαϊκή και παραδοσιακή μουσική. Mε έκανε να σέβομαι και να εκτιμώ τη μουσική μας παράδοση. Tο λαϊκό σχολείο που είχε ιδρύσει, ήταν μια πραγματική φωλιά ιδεών, και μας μάθαινε πώς να εκφραζόμαστε και να ενεργούμε τόσο ως σολίστες αλλά και ως ομάδα. Αλλωστε ήταν αυτός που με πρότεινε στον Σταύρο Ξαρχάκο.

Και σας συναντάμε το 1994 στη θρυλική πια παράσταση «Αμάν Αμήν» του Ξαρχάκου. Θεωρείτε πως τέτοιου είδους στιγμές ακροάματος, μεικτού θεάματος, συνετέλεσαν σε μια φρέσκια ματιά στο λαϊκό είδος και τι θυμάστε περισσότερο από τότε, πάνε τριάντα χρόνια…

Αλλο ένα μεγάλο κεφάλαιο στη μουσική μου πορεία ήταν η γνωριμία με τον μαέστρο Σταύρο Ξαρχάκο στην εμβληματική παράσταση «Αμάν Αμήν» η οποία ξαναπαρουσίασε, τολμώ να πω, στο ευρύ κοινό, το ρεμπέτικο τραγούδι, με μία πιο φρέσκια και θεατράλε ματιά. Τη συνάντηση αυτή, με θρύλους του ελληνικού τραγουδιού, όπως η Πόλυ Πάνου, ο Κώστας Ματζόπουλος, ο Κώστας Παπαδόπουλος, ο Σπύρος Λιόσης και η υπόλοιπη παρέα, θα τη θυμάμαι πάντα.

Πείτε μας κάτι που κρατάτε ως ιστορία…

Μια αστεία ιστορία από την παράσταση που θυμάμαι, είναι μια βραδιά που ένας γνωστός πολιτικός αρχηγός της εποχής ήρθε ως θεατής συνοδεία αστυνομικών φρουρών. Ενώ παίζαμε το γνωστό «Μια βραδιά στην Αμφιάλη», η σκηνοθεσία απαιτούσε ψεύτικους πυροβολισμούς από την κουίντα. Καταλαβαίνεις ότι επικράτησε για λίγο ένας πανικός μεταξύ των φρουρών έως ότου αντιληφθούν ότι ήταν μέρος του σεναρίου της παράστασης. Επίσης ήμουν από τους λίγους τυχερούς που έπειτα από 17 χρόνια συμμετείχα και στο remake του «Αμάν Αμήν» που παρουσιάστηκε στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, καθώς και στην εμβληματική παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» υπό τη διεύθυνση του μαέστρου.

Το 2004 μετέχετε στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας με την κρατική ορχήστρα ελληνικής μουσικής υπό τη διεύθυνση (πάλι) του Ξαρχάκου και την ερμηνεία των Γ. Νταλάρα, Χ. Αλεξίου, Γ. Πάριου, Μαρινέλλας, Χρ. Αηδονίδη, Δ. Γαλάνη και Δ. Σαμίου. Ηταν μια στιγμή ανάτασης ενός προηγούμενου κύκλου για την Ελλάδα και πώς το βλέπατε εσείς τότε;

Ομολογουμένως οι τελετές έναρξης και λήξης ήταν πραγματικά, όπως είπαν και ουδέτεροι, οι πιο καλαίσθητες παρουσιάσεις που μπορούσαν να γίνουν για να προβληθεί ο ελληνικός πολιτισμός. Αλλωστε πάντα θα είναι, όσο κι αν δεν θέλουν κάποιοι, το δυνατό μας χαρτί. Προσωπικά για μένα όπως καταλαβαίνεις, ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία να συμμετέχω με αυτούς τους σπουδαίους έλληνες καλλιτέχνες σε αυτό το κορυφαίο παγκόσμιο πολιτιστικό γεγονός.

Εχοντας μακρά πορεία και στο βιωματικό παίξιμο και στη διδασκαλία και στις ηχογραφήσεις, σήμερα όντως υπάρχει μια ακμή γύρω από το παραδοσιακό είδος και πώς την εξηγείτε;

Μπορώ να πω ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει άνθηση στην παραδοσιακή μας μουσική. Πολλοί νέοι ταλαντούχοι μουσικοί και τραγουδιστές, είτε μεμονωμένα είτε ως συγκροτήματα, ασχολούνται με σεβασμό και γνώση με τη μουσική του τόπου μας. Ενας σημαντικός παράγοντας είναι τα μουσικά σχολεία που κάνουν φιλότιμη και δημιουργική προσπάθεια ως προς αυτό. Μέσα σε αυτήν την άνθηση βέβαια υπάρχουν και κάποια αρνητικά που περισσότερο έχουν να κάνουν με την αισθητική και το πώς προσεγγίζουμε τα διαφορετικά μοτίβα και χρώματα της κάθε περιοχής. Είναι άλλο κεφάλαιο αυτό και χρήζει πολλής συζήτησης και ανάλυσης.

Εχοντας νέα δεδομένα, π.χ. τον ψηφιακό κόσμο, και χωρίς την κλασική δισκογραφία, πώς θα συνεχιστεί το είδος που υπηρετείτε και άρα και το βιολί ως τρόπος;

Να ξεκινήσω με το τελευταίο και να πω ότι το βιολί δεσπόζει τα τελευταία εκατό χρόνια στα μουσικά ελλαδικά δρώμενα. Είναι από μόνο του ένα «τυχερό» όργανο που με τον αναγνωρίσιμο ήχο του και την ευγένειά του θα βρίσκεται πάντα στις επάλξεις, είτε στη δισκογραφία είτε στις συναυλίες και τα πανηγύρια. Εγώ το λέω τον δεύτερο τραγουδιστή ενός συγκροτήματος. Νομίζω και στην ψηφιακή πραγματικότητα, η λαϊκή μας παράδοση θα βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο και πολλοί ακροατές από όλο τον κόσμο θα ενδιαφέρονται να γνωρίσουν όχι μόνο τη λαϊκή μας παράδοση αλλά και τα σύγχρονα ακούσματα που βασίζονται πάνω σε αυτή. Αν μου επιτρέπεις, θέλω να κλείσω με ένα μότο που έχω σχετικά με όλα αυτά που είπαμε: να σεβαστούμε το παλιό και να ενθαρρύνουμε το καινούργιο.

Keywords
Τυχαία Θέματα