Ακόμα χωρίς τηλέφωνο

Οι πρόσφατες όχι ιδιαίτερα ένδοξες περιπέτειες του Ύπατου Εκπρόσωπου, δηλαδή “Υπουργού Εξωτερικών”, της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Μόσχα έφεραν ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα της διεθνούς της εκπροσώπησης και γενικότερου του διεθνούς της ρόλου. Ένα λίγο βιαστικό αλλά όχι μακρινό από την αλήθεια συμπέρασμα θα ήταν ότι η Ένωση μπορεί να έχει αυξήσει τα τελευταία χρόνια, και ιδίως μέσα στις απανωτές κρίσεις, τη γεωπολιτική της δυναμική, όχι όμως την ευκρίνεια της διπλωματικής και στρατηγικής της φωνής.

“Πείτε μου ποιον θα πάρω τηλέφωνο να μου μιλήσει εκ μέρους της Ευρώπης στις 3 το πρωί αν συμβεί

κάτι σοβαρό”, ρωτούσε, ρητορικά περισσότερο παρά ειρωνικά, ο Χένρι Κίσιντζερ ήδη από τη δεκαετία του ’70. Υποτίθεται ότι για να δοθεί “απάντηση” σε αυτό το ερώτημα δημιουργήθηκε, με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, και τέθηκε σε εφαρμογή από την 1η Δεκεμβρίου 2009, ο θεσμός του Ύπατου Εκπροσώπου. Δώδεκα χρόνια και τρία πρόσωπα, εκ των οποίων δύο γυναίκες, αργότερα, η ζωή εξακολουθεί να απαντά στους διαδόχους του πάντα εν ζωή ιέρακα του Νίξον: “όποιον σε φωτίσει ο θεός, αλλά κατά προτίμηση τον/την Καγκελάριο της Γερμανίας”.

Οι λόγοι που η Ένωση δεν κατάφερε να αποκτήσει φωνή προς τα έξω είναι πολλοί -και οι σημαντικότεροι είναι πολιτικοί και όχι θεσμικοί. Η μέσω της Συνθήκης της Λισαβόνας απόπειρα “συγκέντρωσης της εξουσίας”, με τη δημιουργία, εκτός του Ύπατου Εκπροσώπου, και θέσης Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, δηλαδή ενός θεσμικού εκφραστή του “ευρωπαϊκού κοινού συμφέροντος”, ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση. Σκόνταψε όμως στην πολυδιάσπαση -στο όνομα της Ένωσης συνεχίζουν να μιλούν και ο Πρόεδρος της Επιτροπής και ο επικεφαλής της προδρεύουσας ανά εξάμηνο χώρας και οι ηγέτες των “μεγάλων χωρών”, χωρίς τους οποίους δεν κινείται ο Ύπατος Εκπρόσωπος. Εμποδίζεται δε κυρίως από τον παρατεινόμενο γεωστρατηγικό δισταγμό της Ένωσης, που γεννήθηκε, εξελίχθηκε και θέλει να παραμείνει μια “ήπια” και “πολυφωνική” δύναμη: υπέρ της ειρήνης αλλά κατά των επεμβάσεων στα εσωτερικά των άλλων (ακόμα και στα εσωτερικά των κρατών-μελών), με προφανή ισχύ λόγου και κύρους αλλά χωρίς εργαλεία και διάθεση ηγεμόνευσης στα παγκόσμια πράγματα.

Το ζήτημα των προσώπων είναι, συνεπώς, πολύ λιγότερο σημαντικό από την πραγματικότητα της πολιτικής. Ο σημερινός εκπρόσωπος, ο Ισπανός Ζοζέ Μπορέλ, είναι ένα σαφώς πιο πολιτικό και πιο “βαρύ” πρόσωπο από τις δυο προκατόχους του, τη Βρετανή λαίδη Αστον και την Ιταλίδα προστατευόμενη του πολλπαπλώς μοιραίου Ρέντσι, Φεντερίκα Μογκερίνι. Ο Μπορέλ είναι, όπως μου έχει δοθεί η δυνατότητα να αντιληφθώ προσωπικά, ένας ιδιαίτερα έξυπνος, φιλόδοξος και αυτόφωτος πολιτικός, ο οποίος, πριν γίνει εφήμερος Υπουργός Εξωτερικών του Σάντσεθ και προταθεί για το σημερινό του αξίωμα, είχε διατελέσει αρχηγός του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ισπανίας και πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Διαθέτει προσόντα, πείρα και περίσσευμα αυτοπεποίθησης που θα του επέτρεπαν, στα χαρτιά, να σηκώσει κεφάλι και να αντιμετωπίσει ως ίσος προς ίσον και το Λαβρόφ και τον ίδιο τον Πούτιν.

Το ότι δεν το έκανε δεν οφείλεται τόσο, πιστεύω, στη δυσκολία των περιστάσεων – η Ρωσία, στην “υπόθεση Ναβάλνι” έκανε χονδροειδή και απαράδεκτη παραβίαση του κράτους δικαίου, αλλά παραμένει πολλαπλά (πανδημία, αγωγοί, ανάχωμα στην Κίνα) απαραίτητος “συνομιλητής” της Ένωσης. Το βασικό εμπόδιο ήταν η έλλειψη “εντολής/αποστολής” (mandate): ο Μπορέλ, όπως και κάθε άλλος στο ρόλο του, δεν έχει ούτε τη δυνατότητα ούτε την πολιτική νομιμοποίηση να διαπραγματεύεται στο όνομα της Ένωσης στηριζόμενος στο ένστικτο, τις ικανότητες ή την προετοιμασία του. Την “εντολή” τού τη δίνει, και μάλιστα υπερβολικά γενικά, ο πρόεδρος του Συμβουλίου, που οφείλει όμως να την εντάσσει στο πλαίσιο των συχνά αντικρουόμενων βουλήσεων και προδιαθέσεων των κρατών-μελών. Η σχέση με τη Ρωσία αποτελούσε ανέκαθεν, και συνεχίζει να αποτελεί, πεδίο, για να το πω κομψά, μη συμφωνίας ανάμεσα σε πολλές χώρες και πάντως σίγουρα ανάμεσα στις δυο μεγαλύτερες χώρες της Ένωσης. Η αμηχανία και η ακινησία λόγω δισταγμού δεν μπορούν να εκπλήσσουν ως αποτέλεσμα τέτοιων συσχετισμών δυνάμεων.

Η Ρωσία, ειδικά δε η Ρωσία του Πούτιν, συνιστά πάντως, πολύ πέρα από το συγκεκριμένο περιστατικό, μείζονα πρόκληση -πολιτική, διπλωματική, οικονομική- για την Ένωση. Παρά την εικόνα μικρού παιδιού που τα έχασε ή που φοβήθηκε μην το μαλώσουν, την οποία έδωσε ο Ύπατος Εκπρόσωπος -κάτι που (σχεδόν) παραδέχτηκε κι ο ίδιος-, η φωνή της Ευρώπης για σεβασμό του κράτους δικαίου και για οικονομική συνεργασία μόνο στη βάση αυτού του σεβασμού ακούστηκε στη Μόσχα. Σίγουρα δε φόβισε τον Πούτιν και δεν εντυπωσίασε έναν Κίσινζερ που ακόμα περιμένει. Το τηλέφωνο μπορεί να μη χτύπησε αλλά οι συνθήκες -η κοινή απάντηση της Ένωσης στην πανδημία, η δυναμική στους κόλπους της “Δύσης”, η πρωτοφανής “πολυπολικότητα” της εποχής-, ίσως το κάνουν σύντομα να χτυπήσει.

Keywords
Τυχαία Θέματα