Αλλη πολιτική για τη δημόσια ασφάλεια

Πριν από λίγες ημέρες, οχτώ λιμενικοί και ένας εισαγγελέας βρέθηκαν στο έλεος μιας ομάδας 40 ατόμων στα Εξάρχεια. Μαχαιρώθηκαν, λεηλατήθηκαν και καταδιώχθηκαν σαν να ήταν εγκληματίες ενώ προσπαθούσαν να ολοκληρώσουν μια επιχείρηση για εμπορία ναρκωτικών. Ενδεικτικό της προχειρότητας ήταν ότι οι λιμενικοί προσπαθούσαν να ζητήσουν βοήθεια από την Αστυνομία καλώντας το 100, ενώ μάλλον είναι θαύμα που ο εισαγγελέας δεν πιάστηκε όμηρος. Δεν είναι είδηση ότι η Αστυνομία αποφεύγει να μπει στην περιοχή, η πιάτσα των ναρκωτικών και τα τραπεζάκια με τα παράνομα τσιγάρα δεν κάνουν καν τον κόπο να κρυφτούν,

ενώ η εκμετάλλευση προσφυγόπουλων από τις παρακείμενες καταλήψεις βγάζει μάτι. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά.

Βέβαια, τα Εξάρχεια δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα ασφάλειας που αντιμετωπίζουν η Αθήνα και τα άλλα αστικά κέντρα. Ούτε η υπόλοιπη Αθήνα είναι καθαρή ή φωτισμένη, ούτε λείπουν τα διαλυμένα πεζοδρόμια, οι μουτζουρωμένες προσόψεις κτιρίων, τα πεζοδρόμια που έχουν να καθαριστούν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το παρεμπόριο και τα ναρκωτικά. Και φυσικά, οι υπερβολές και οι μαξιμαλισμοί της Νέας Δημοκρατίας («θα καθαρίσουμε τα Εξάρχεια») δεν βοηθούν στο να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα στην κανονική του διάσταση.

Μια περιοχή που θα μπορούσε να είναι το ελληνικό Μαρέ (σ.σ.: διάσημη καλλιτεχνική συνοικία του στο Παρίσι), εγκαταλείπεται και πνίγεται μαζί με τις φωνές των μόνιμων κατοίκων που ψάχνουν, χρόνια τώρα, να βρουν το δίκιο τους. Οση Αστυνομία ή ΜΑΤ και να παίξουν κλεφτοπόλεμο στην περιοχή, το πρόβλημα θα επανέρχεται.

Μια αντίστοιχη κατάσταση συμβαίνει σε περιοχές της Δυτικής Αθήνας. Συμμορίες ελέγχουν ολόκληρες περιοχές, η πιάτσα των ναρκωτικών μεγαλώνει, ενώ είναι ενδεικτικές οι διαμαρτυρίες των οδηγών των αστικών λεωφορείων που αρνούνται να κάνουν δρομολόγια, καθώς συχνά πέφτουν θύματα ή γίνονται μάρτυρες βανδαλισμών, κλοπών και άλλων εγκλημάτων. Ολα αυτά φυσικά δεν συμβαίνουν στο κενό, καθώς οι επιχειρησιακές δυνατότητες της Αστυνομίας συνεχώς υποβαθμίζονται: έλλειψη σχεδιασμού και εκπαίδευσης σε σύγχρονες απειλές, ένδεια σε εξοπλισμό, αναξιοκρατία και ρουσφέτια για να κρύβονται κάποιοι σε γραφεία, πολιτικές στο πόδι, υποβάθμιση θεσμών όπως ο αστυνομικός της γειτονιάς κ.λπ.

Η κυβέρνηση δείχνει με κάθε τρόπο ότι δεν την ενδιαφέρει να σχεδιάσει κάποια πολιτική δημόσιας ασφάλειας και πολιτικής προστασίας ή να συγκρουστεί με τις διάφορες μαφίες που ελέγχουν το παρεμπόριο, τα ναρκωτικά, τη διακίνηση μεταναστών, ακόμη και την πώληση ακινήτων. Από την άλλη, η Νέα Δημοκρατία έχει επιδείξει εντυπωσιακή ανικανότητα να αναβαθμίσει τη δημόσια ασφάλεια, αφού είναι νωπές ακόμη οι μνήμες από τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, τη «ζαρντινιέρα», τις καταστροφικές πυρκαγιές στην Αττική και στην Ηλεία, το δόγμα Παυλόπουλου για μηδενική ανοχή και πάει λέγοντας. Επί των ημερών της, άλλωστε, τα Σώματα Ασφαλείας διασύρθηκαν όσο ποτέ άλλοτε.

Είναι απορίας άξιον γιατί καμία κυβέρνηση δεν έχει δημιουργήσει ένα υπουργείο Προστασίας του Πολίτη με καταρτισμένους υπαλλήλους και σύγχρονα εργαλεία που θα σχεδιάζουν τις αντεγκληματικές και αντιτρομοκρατικές πολιτικές, τις οποίες θα εφαρμόζουν και δεν θα τροχοδρομούν τα Σώματα Ασφαλείας κατά το δοκούν.

Η αποστρατικοποίηση του υπουργείου είναι μια μεγάλη εκκρεμότητα που στερεί από την ελληνική πολιτεία τη δυνατότητα να αναλύσει, να αντιληφθεί και να αντιμετωπίσει το σύγχρονο έγκλημα σε συνεργασία με την Αυτοδιοίκηση, τους κατοίκους και την υπόλοιπη κρατική μηχανή. Κάπως έτσι έπραξαν οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες το 1996, με το Εθνικό Πρόγραμμα Πρόληψης του Εγκλήματος, ένα ολοκληρωμένο μοντέλο αποκέντρωσης με σπουδαία αποτελέσματα. Είναι γνωστό πού οδηγούν η ανασφάλεια και ο φόβος. Αν λοιπόν θέλουμε να ζούμε με ασφάλεια και να λύνουμε τα προβλήματά μας χωρίς καταστολή και βία, χρειάζεται να τα ξαναδούμε όλα από την αρχή.

*ο Παναγιώτης Βλάχος είναι σύμβουλος Δημόσιας Καινοτομίας και νομικός

Keywords
Τυχαία Θέματα