Δημοσθένης Παπαμάρκος - «Γκιακ»: Το “Game of thrones” της αρβανιτιάς

Λέγοντας και μόνο τη λέξη, το στόμα σου γεμίζει. Μια λέξη που παραπέμπει σε σκοτεινό χειμωνιάτικο παρελθόν, όπου τα σύμφωνα κάνουν πραγματικά πάρτι, επιβεβαιώνοντας την κυριαρχία τους.

Παρ” όλα αυτά είναι μια λέξη ανθεκτική – μια λέξη που επιβίωσε ακόμη και στα μεσογειακά κλίματα του Νότου. Μια λέξη δίχως άλλο εμβληματική για τις κοινότητες των Αρβανιτών στον ελλαδικό χώρο. Γκιακ, λοιπόν. Η λέξη που σημαίνει «αίμα». Ταυτόχρονα, το κλειδί για τον περίκλειστο, αλλά πλήρους αυτάρκειας κόσμο που εμπνεύστηκε ο

Δημοσθένης Παπαμάρκος.

Ξεκινώντας να διαβάσω το βιβλίο του -όλο και όλο 123 σελίδες μαζί με τις σημειώσεις του- επέλεξα να πάω πίσω στην Ελευσίνα της δεκαετίας του ΄60. Να θυμηθώ τους Αρβανίτες της γενέτειράς μου, αλλά και το ήθος που κουβαλούσαν μαζί τους. Ηταν η εποχή που η περιοχή εξακολουθούσε να είναι ένα βιομηχανικό κέντρο. Μια νησίδα ελληνικής εκδοχής της «βαριάς βιομηχανίας». Τα τσιμέντα, η χαλυβουργία, οι εγκαταστάσεις των διυλιστηρίων, τα ναυπηγεία. Τα επάλληλα στρώματα της μετανάστευσης είχαν σπρώξει στο βάθος -ή αν προτιμάτε στο υπέδαφος- της ιστορικής πόλης τις αρβανίτικες επιβιώσεις. Ούτε λόγος για ταυτότητες, πόσο μάλλον για επαναπροσδιορισμούς ταυτοτήτων. Ο,τι απέμεινε από τα γλέντια στο εκκλησάκι των αρχαίων ήταν οι πλουμιστές φορεσιές στις φωτογραφίες των γιαγιάδων, τα λίγα αρβανίτικα στις καθημερινές συναλλαγές και οι δίπλες στις γιορτές. Τίποτα άλλο.

Ξεκίνησα, λοιπόν, να διαβάζω το «Γκιακ» του Παπαμάρκου αναζητώντας -τη λέω την αμαρτία μου- τους φαντάρους της μικρασιατικής εκστρατείας και πιο συγκεκριμένα τους λεγόμενους παλαιούς πολεμιστές. Αλλά, αντί για τους συντρόφους του Παντελή Πουλιόπουλου, ανακάλυψα με ιδιαίτερη χαρά τo αρβανίτικο “Game of thrones” – μία βίαιη, σκοτεινή διήγηση εμπνευσμένη από ιστορικά γεγονότα, με άφθονα στοιχεία fantasy.

Ο Παπαμάρκος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μαλεσίνα Λοκρίδας είναι ήδη 32 ετών. Γράφει από τα 12 του και πήρε για πρώτη φορά στα χέρια του δικό του τυπωμένο βιβλίο στα 15 του. Εχει εκδώσει τα μυθιστορήματα «Η αδελφότητα του πυριτίου» (Αρμός, 1998), «Ο τέταρτος ιππότης» (Κέδρος, 2001) και τις συλλογές διηγημάτων «ΜεταΠοίηση» (Κέδρος, 2012) και «Γκιακ» (Αντίποδες, 2014). Για το πρώτο του μυθιστόρημα του απονεμήθηκε το Βραβείο Νεανικός Ικαρομένιππος. Είναι υποψήφιος διδάκτορας Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Το τελευταίο βιβλίο του, το «Γκιακ», προχωρά σε διαδοχικές επανεκδόσεις -βρίσκεται ήδη μεταξύ 10ης και 11ης χιλιάδας- αποτελώντας μια ισχυρή ένδειξη για την επόμενη μέρα του συγγραφέα στο εκδοτικό στερέωμα.

Ο Παπαμάρκος πάντως είναι δίχως άλλο ο παραμυθάς της γενιάς του -μια γενιά που μπορεί να οικοδομεί χαρακτήρες ακόμη και από τα video games στις κονσόλες- και έχει μια διαφορετική αντίληψη για τα όρια του πραγματικού και του ψηφιακού κόσμου, τα σύνορα του φαντασιακού με τον παραδοσιακό ορθολογισμό. Ο Παπαμάρκος πέραν όλων των άλλων μέσα από τα διηγήματα του -εννέα τον αριθμό περιλαμβάνει η έκδοση που κυκλοφορεί από τον μικρό αλλά απολύτως αξιόπιστο σε σχέση με τις επιλογές του εκδοτικό οίκο Αντίποδες- συγκροτεί τις μικρές ψηφίδες ενός έπους για ένα ολοκληρωμένο σύμπαν όπου εκείνος είναι ο πρώτος που σέβεται και τιμά τους κώδικες του. Το γκιακ -το αίμα- είναι εδώ η βασική συγκολλητική ουσία για να «τρέξει» η πλοκή να μπει σε κίνηση η τόσο μακρινή «κοινωνία» που μοιάζει παγωμένη στο χρόνο. Ο Παπαμάρκος ως μέρος της φάρας ενεργοποιεί την «κοινωνία» και της αναθέτει ρόλους – καλοζυγισμένους ρόλους με τον τρόπο των παλαιών. Η κοινωνία είναι σκόπιμα εντός εισαγωγικών γιατί η ανάγνωση του Παπαμάρκου δεν έχει να κάνει με το μετα-βιομηχανικό τοπίο, αλλά με την αναζήτηση μιας αρχετυπικής προ-νεωτερικής κατάστασης.

Φανταστική λογοτεχνία με ιστορικά στοιχεία;

«Το πρώτο μου βιβλίο εκδόθηκε όταν ήμουν 15 ετών. Από τη διαδικασία δεν θυμάμαι και πολλά. Εγώ έμεινα στο χωριό και κατέβηκε ο πατέρας μου στην Αθήνα. Είχα ολοκληρώσει το πρώτο μου μεγάλο μυθιστόρημα και επειδή αυτή η διαδικασία ήταν για εμένα πολύ επίπονη δεν ήμουν σίγουρος ότι όλο αυτό άξιζε τον κόπο. Είχα έναν κύκλο που μου έλεγε ότι γράφω καλά και πρέπει να προχωρήσω, αλλά ήθελα και κάτι έξω από αυτό. Εψαχνα για ένα κριτήριο περισσότερο αντικειμενικό. Τότε είπα στον πατέρα μου «πάρε το και πήγαινε στους εκδοτικούς οίκους στην Αθήνα και δες αν μπορεί να γίνει». Αυτό το αντικειμενικό κριτήριο μου το έδωσε ο εκδότης.»

«Αυτό που σε οδηγεί στη δημιουργία τελικά δεν το αντλείς μόνο από τη λογοτεχνία. Οι αναφορές είναι κινηματογραφικές, θεατρικές, κάτι που το διαβάζεις σε ένα blog, ακόμα και ένα παιχνίδι. Νιώθω πολλές φορές ότι κάποιες αρχές έχουν γίνει λόγω τέτοιας αιτίας. Μια ταινία που είδα, ένα παιχνίδι που είχε έναν ενδιαφέροντα χαρακτήρα. Η ιδέα αρχίζει από την παρατήρηση ενός πράγματος το οποίο για κάποιο λόγο συνεχίζει να με απασχολεί και αφού το παρατηρήσω, εμμονικά με κάποιο τρόπο. Αν αυτό δεν ξεθωριάσει μέσα στον καιρό και αν διαπιστώσω ότι μπορεί και έχει νόημα να μεταφερθεί λογοτεχνικά, γίνεται η αρχή ενός κειμένου. Και από εκεί και πέρα είναι δουλειά.»

«Η αρχή για το «Γκιακ» γίνεται κατά κάποιο τρόπο στον αντίποδα της Μαλαισίνας, γιατί όλα ξεκινούν από ένα ταξίδι που κάνω στη Μικρά Ασία για να δω κάποιους αρχαιολογικούς χώρους για τις ανάγκες του διδακτορικού μου. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού ήρθαν στην επιφάνεια οι αναμνήσεις αφηγήσεων που είχα από το χωριό. Ολα αυτά τα χρόνια ούτε τις είχα καταγράψει σημαντικά ούτε είχα φροντίσει να τις αναζητήσω συστηματικά. Βρισκόμουν στους ίδιους τόπους με τις ιστορίες που είχα ακούσει στο χωριό, αλλά κατά κάποιο τρόπο όλα αυτά τα κουβαλούσα ασυνείδητα μέσα μου. Σκεφτόμουν ότι ένας απόγονος αυτών των ανθρώπων 100 χρόνια μετά βρίσκεται στους ίδιους τόπους, με άλλη ιδιότητα, με άλλο ρόλο και αυτό ήταν το παρατηρηθέν γεγονός.»

«Η επιλογή της αρβανίτικης διαλέκτου έγινε για δύο λόγους. Πρώτον, για την αίσθηση της ανοικείωσης στον αναγνώστη όταν φτάνει στο κείμενο, ούτως ώστε να μπορέσει να αφήσει πίσω του κάποια φίλτρα μέσα από τα οποία θα προσέγγισε τον χαρακτήρα αν η γλώσσα ήταν νεοελληνική ή αν ο τύπος χαρακτήρα δρούσε σε ένα πιο σύγχρονο περιβάλλον. Δεύτερον, γιατί ήταν η πληρέστερη απόδοση του σύμπαντος αυτών των ανθρώπων. Η γλώσσα, ο τρόπος που επιλέγεις να περιγράψεις τον κόσμο, συγκροτεί τελικά και τι είναι ο κόσμος για εσένα.»

«Πιστεύω ότι ξεπερνιέται το εμπόδιο της γλώσσας. Είναι όπως με το φανταστικό, για παράδειγμα, που δημιουργείς ένα ξένο σύστημα αναφοράς, έναν κόσμο που είναι άγνωστος στο μέσο αναγνώστη, άρα έχει πολύ μεγάλη απόσταση από την καθημερινότητά του και από πράγματα που θεωρεί αυτονόητα ή δεν τα παρατηρεί και εσύ τα πράγματα που θέλεις να παρατηρήσει από την καθημερινότητά του, τους δικούς σου στοχασμούς που θέλεις να προβάλεις, τους προβάλλεις πιο ξεκάθαρα. Μπορείς να μιλήσεις πολύ καλύτερα για πράγματα που συμβαίνουν δίπλα σου και δεν τα βλέπεις, γιατί ακριβώς συμβαίνουν δίπλα σου και τα έχεις προσπεράσει εκατό φορές. Το θέμα της ταυτότητας, ας πούμε, η θέση ενός άντρας σε μια πατριαρχική κοινωνία και πώς τελικά το πρώτο θύμα αυτού του πατριαρχικού κώδικα είναι τελικά ο ίδιος ο άντρας, η υποκρισία της κοινωνίας απέναντι σε συγκεκριμένες συμπεριφορές. Ολα αυτά θεώρησα και θεωρώ ότι μέσα από αυτό το πλαίσιο μπορούσα να τα αναδείξω καλύτερα.

Θέλω να πιστεύω ότι το βιβλίο δεν ήταν μια καταγραφή της αρβανίτικης κοινωνίας. Δεν κάνω λαογραφία και δεν με ενδιαφέρει. Η αρβανίτικη κοινωνία ήταν μια κοινωνία προνεωτερική που μου επέτρεπε να βρω τα αρχέτυπα τύπων ανθρώπων, συμπεριφορών και ψυχοσυνθέσεων που θα μπορούσε κάποιος ακόμα και σήμερα να γνωρίσει και να νιώσει οικεία.»

«Μια ιστορική επιστημονική φαντασία; Ναι μου αρέσει ο όρος. Ετσι είναι κατά κάποιον τρόπο. Ενα ερώτημα από ανθρώπους που δεν ξέρουν πως έγραψα το βιβλίο ήταν αν έψαξα σε ιστορικά βιβλία, αν βρήκα μαρτυρίες. Δεν έκανα τίποτα από όλα αυτά. Είχα αυτόν τον κόσμο σαν σημείο αναφοράς, μου έδινε ένα πλαίσιο και έψαξα μόνο για πολύ συγκεκριμένες λεπτομέρειες.»

Πηγή: metropolispress.gr

Keywords
Τυχαία Θέματα