Εurobank: Με «χάσμα» εμπορικών/αντικειμενικών αξιών 1 στα 2 σπίτια

Της Στεφανίας Σούκη

Παραπάνω από 1 στα 2 ακίνητα στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ή αλλιώς ένα 53% φορολογείται αυτή την στιγμή με αντικειμενικές αξίες που αποκλίνουν σημαντικά από την πραγματική εμπορική τους αξία, είτε η απόκλιση είναι προς τα πάνω είτε ακόμη και προς τα κάτω, δημιουργώντας μεγάλες ανισότητες για τους φορολογουμένους ιδιοκτήτες κατοικιών. Η τελευταία αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών

ουσιαστικά απέτυχε να συγκλίνει με τις πραγματικές εμπορικές αξίες της αγοράς, γεγονός το οποίο οδηγεί στο ότι είναι πολύ σημαντικό να υπάρξει ένα καλύτερο, πιο αξιόπιστο σύστημα για τη βέλτιστη κατανομή των φόρων στα ακίνητα.

Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει σχετική μελέτη της Eurobank Property Services, η οποία επιχειρεί για πρώτη φορά στην επταετία της κρίσης και σε μία αγορά ακινήτων όπου οι αγοραπωλησίες είναι σχεδόν μηδαμινές, να καταγράψει την εικόνα όσον αφορά τον υπολογισμό στις αντικειμενικές αξίες στην Ελλάδα, μέσα από ένα ικανοποιητικό δείγμα σχεδόν 400 ακινήτων, κυρίως κατοικιών, με βάση τις συναλλαγές και εκτιμήσεις που έχουν γίνει στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα.

Η έρευνα της θυγατρικής του ομίλου της Εurobank στον τομέα της παροχής υπηρεσιών ακινήτων αφορά την εκτίμηση των πραγματικών εμπορικών αξιών των ακινήτων σε σύγκριση με τις τιμές των αντικειμενικών όπως αυτές αναπροσαρμόστηκαν με τη σχετική υπουργική απόφαση στις αρχές του 2016, αναδρομικά από τα μέσα του 2015, κατ' επιταγή και της σχετικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Με βάση τα πρώτα συμπεράσματα της μελέτης, πριν την τελευταία αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών, μόλις το 42% των ακινήτων στην Ελλάδα είχε μία ''αποδεκτή'', όπως χαρακτηρίζεται, διαφορά της τάξεως του συν ή πλήν 20% μεταξύ αντικειμενικών και εμπορικών αξιών.

Τώρα, μετά την τελευταία αναπροσαρμογή, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε μεν, αλλά μόλις στο 47% και παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, αφήνοντας για το υπόλοιπο 53% των ακινήτων μεγάλες αποκλίσεις (άνω του ±20%) σε εμπορικές και αντικειμενικές αξίες, είτε πρόκειται για την κατηγορία των φορολογουμένων που αδικούνται, είτε για την κατηγορία που μπορεί να ευνοούνται περισσότερο. Στην κατηγορία αυτών που πληρώνουν περισσότερους φόρους για το ακίνητό τους σε σχέση με την πραγματική, εμπορική του αξία, με διψήφια απόκλιση άνω του 20% από την αντικειμενική, αντιστοιχεί ένα 32%, ενώ στην κατηγορία αυτών που πληρώνουν λιγότερα με επίσης μεγάλες αποκλίσεις είναι ένα 21%. Οι επιτελείς της γνωστής εταιρείας σχολίαζαν χαρακτηριστικά στο ''newmoney.gr'' ότι με βάση τη διεθνή εμπειρία και τα ειωθότα σε άλλες αγορές το ποσοστό αυτό θα έπρεπε να είναι σχεδόν διπλάσιο και να κυμαίνεται κοντά σε ένα 80%!

Eπιπλέον, οι αναλυτές της Eurobank στέκονται ιδιαίτερα στο γεγονός ότι πρό κρίσης και με δεδομένα α) ότι οι εμπορικές ήταν -στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων- κατά πολύ υψηλότερες από τις αντικειμενικές και β) ότι το ποσοστό των εσόδων που είχαν λαμβάνειν τα ταμεία του Δημοσίου από τη φορολογία των ακινήτων ήταν υποπολλαπλάσιο, οι ανισότητες ως προς την επιβάρυνση των Ελλήνων φορολογούμενων ήταν σαφώς λιγότερες και είχαν μικρότερο ''ειδικό'' βάρος. Κάτι το οποίο, ουδόλως ισχύει σήμερα και σίγουρα δεν πρέπει να υποτιμάται αν ληφθεί υπόψη ότι τα φετινά έσοδα που υπολογίζει να εισπράξει το ελληνικό Δημόσιο από τον ΕΝΦΙΑ αντιστοιχούν σε 2,65 δισ. ευρώ, έναντι των μόλις 500 εκατ. ευρώ περίπου που ήταν τα έσοδα από τα ακίνητα όπως βεβαιώνονταν στον κρατικό προϋπολογισμό προ κρίσης, εν έτει 2009.

Οι επιτελείς της Eurobank θεωρούν ότι, πλέον, με βάση τα νέα δεδομένα και την πτώση της εγχώριας κτηματαγοράς θα πρέπει να υπάρξει ένα πιο δυναμικό σύστημα υπολογισμού των αξιών των ακινήτων, το οποίο θα λαμβάνει υπόψη και τα χαρακτηριστικά καθενός ακινήτου σε σχέση με τις οριζόντιες μεταβολές στις αντικειμενικές αξίες, οι οποίες έχουν επιχειρηθεί μέχρι σήμερα.

Keywords
Τυχαία Θέματα