Η μεγάλη ευκαιρία για τον Πειραιά μετά το Brexit

Του Μηνά Τσαμόπουλου

Εντονο ενδιαφέρον για την ελληνική ναυτιλία αλλά και το λιμάνι του Πειραιά παρουσιάζει το Brexit που θα γίνει επισήμως στις 29/3/2019.

Το γεγονός ότι οι Ελληνες είναι βασικός παράγοντας για τις παγκόσμιες εξελίξεις στη ναυτιλιακή βιομηχανία, σε συνδυασμό με την τάση που υπάρχει κυρίως από τράπεζες και χρηματοοικονομικούς οίκους να συζητήσουν τη μετεγκατάστασή τους σε άλλα,

εκτός Μεγάλης Βρετανίας, ναυτιλιακά κέντρα, όπως η Φρανκφούρτη, το Μόντε Κάρλο, η Σιγκαπούρη, το Παρίσι ή ακόμη και ο Πειραιάς, έχει προκαλέσει πονοκέφαλο στο Λονδίνο.

Η πρέσβειρα της Βρετανίας στην Αθήνα, Κέιτ Σμιθ, με κάθε ευκαιρία προσπαθεί να καθησυχάσει την ελληνική ναυτιλιακή κοινότητα, ενώ πρόσφατα δήλωσε: «Η ναυτιλία είναι ένα βασικότατο κομμάτι της βρετανικής οικονομίας. Μετά το Brexit θα υπάρξουν ευκαιρίες και θα αυξηθεί ο ανταγωνισμός. Η Μ. Βρετανία θα ρίξει μεγάλο βάρος στην τεχνολογία και θα αναζητήσει νέες εμπορικές ευκαιρίες, ενώ στοχεύει και στη ναυπηγική βιομηχανία. Η ναυτιλία είναι ένα success story. Η Μ. Βρετανία είναι παγκόσμιος ηγέτης στη ναυτιλιακή βιομηχανία και στηρίζει χιλιάδες επαγγέλματα». Και η ίδια συμπλήρωσε: «Η Αγγλία θα παραμείνει ελκυστική για τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Το Brexit θα οδηγήσει σε νέους εμπορικούς δρόμους. Θα δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες για επενδύσεις στη ναυτιλία με βάση το Λονδίνο».

Τις προεκτάσεις της υπόθεσης όσον αφορά τα ελληνικά συμφέροντα αναλύει στο «business stories» ο ναυτιλιακός δικηγόρος Νίκος Γ. Γερασίμου, μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Ενωσης Ναυτιλιακών Δικηγόρων και του Δ.Σ. της Ελληνικής Ενωσης Ναυτικού Δικαίου.

«Καταρχάς πιστεύω ότι το Brexit δεν πρόκειται να επηρεάσει αρνητικά το λονδρέζικο ναυτιλιακό cluster. Και τούτο διότι στηρίζεται σε γερές βάσεις, θεσμούς και κανονιστικές διατάξεις. Εκεί εδράζεται η διεθνής ναυτασφαλιστική αγορά, οι ναυλομεσιτικοί οίκοι, το τραπεζικό σύστημα της χρηματοδότησης της παγκόσμιας ναυτιλίας, οι διακανονισμοί ζημιών, το Baltic Exchange, η ύπαρξη και λειτουργία του θεσμού της ναυτικής διαιτησίας, με εκατοντάδες υποθέσεις που κάθε χρόνο υπάγονται στη δικαιοδοσία της, θεσμοί δηλαδή που εδραιώθηκαν και παγιώθηκαν εδώ και αιώνες και συνεχίζουν αδιάρρηκτα να λειτουργούν και να τους εμπιστεύεται η παγκόσμια ναυτιλιακή αγορά», επισημαίνει ο κ. Γερασίμου, για να αναφερθεί στη συνέχεια στην άλλη όψη του νομίσματος:

«Ομως εδώ και καιρό παρατηρούμε, κυρίως στη χρηματοοικονομική ναυτιλιακή αγορά, ότι τράπεζες και χρηματοοικονομικοί οίκοι φλερτάρουν έντονα με την ιδέα μετεγκατάστασής τους σε άλλα -εκτός Βρετανίας- κέντρα, όπως η Φρανκφούρτη, το Μόντε Κάρλο ή η Σιγκαπούρη. Ακόμη και το Παρίσι καραδοκεί να προσελκύσει, στρώνοντας το χαλί στο δικό του City, τις αλλοδαπές ναυτιλιακές τράπεζες από το Λονδίνο. Θα προσθέσουμε, ακόμα, το παράδειγμα του πολύ γνωστού ναυλομεσιτικού οίκου Gibsons, ο οποίος το καλοκαίρι του 2016 εγκατέλειψε το λονδρέζικο City και εγκαταστάθηκε στην Ελβετία. Κάτω από τη διαμορφωμένη αυτή κατάσταση, και ο Πειραιάς ως εν δυνάμει -δυστυχώς ακόμα- ναυτιλιακό cluster θα μπορούσε στη συγκυρία αυτή με κατάλληλες πολιτικές να αποτελέσει κέντρο προσέλκυσης σημαντικών παρόχων ναυτιλιακών υπηρεσιών».

Σύμφωνα με τον κ. Γερασίμου, για τον σκοπό αυτό απαιτείται χάραξη κατάλληλης ναυτιλιακής πολιτικής πρώτιστα από ανθρώπους που είναι γνώστες της ναυτιλιακής αγοράς και κυρίως χωρίς τις οποιεσδήποτε ιδεοληπτικές αγκυλώσεις ή στείρες συμπεριφορές.

«Στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα στο City του Πειραιά, εδώ και αρκετά χρόνια έχουν ξεκινήσει σοβαρότατες προσπά­θειες για τον σχεδιασμό και τη δημιουργία του ελληνικού cluster, ενώ έχουν γίνει κατανοητά τα οφέλη από τη δημιουργία των επιχειρηματικών συστάδων, κυρίως με τη δημιουργία δικτύων συνεργασίας ως ένα αναπτυξιακό στρατηγικό πλαίσιο. Ακόμα, έχουν γίνει προσπάθειες, όπως π.χ. από το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά, για εξειδικευμένη προσφορά ναυτικής τεχνογνωσίας - ιδιαίτερα στη ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία, στο εισαγωγικό, εξαγωγικό και διαμετακομιστικό εμπόριο, στην τροφοδοσία πλοίων, στις μεταφορές - logistics, στο marketing, στον ναυτιλιακό εξοπλισμό, στις λιμενικές υποδομές, καθώς και στην ανάπτυξη των εν γένει ναυτιλιακών υπηρεσιών. Παράλληλα υπάρχουν επίκαιρες συζητήσεις με το Ναυτικό Επιμελητήριο Ελλάδος, την Ενωση Ελλήνων Εφοπλιστών, την Ενωση Εφοπλιστών Ναυτιλίας Μικρών Αποστάσεων για την ανάπτυξη αυτών, ενώ σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί η ουσιαστική και σημαντική ελληνική τεχνογνωσία στη διαχείριση ποντοπόρων πλοίων από τον Πειραιά, εκεί όπου παραδοσιακά οι Ελληνες έχουν μεγαλουργήσει και απολαμβάνουν τον θαυμασμό της παγκόσμιας ναυτιλιακής επιχειρηματικότητας».

Ο Πειραιάς

Οπως επισημαίνει ο κ. Γερασίμου, ο Πειραιάς, παρά τα όποια μειονεκτήματά του σε σύγκριση με ξένα ναυτιλιακά κέντρα, δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί πόλο έλξης για την παγκόσμια ναυτιλιακή βιομηχανία: «Ας μη λησμονούμε ότι μπορεί το Λονδίνο να καταλαμβάνει την πρώτη θέση στον χρηματοοικονομικό τομέα, στη ναυτασφάλιση και στη ναυτική διαιτησία, το Οσλο να επικρατεί στη ναυτική τεχνολογία, η Σιγκαπούρη και η Σανγκάη να υπερτερούν στα σημεία στην κίνηση των λιμανιών τους και στη ψηφιακή εποχή, ο Πειραιάς όμως εδώ και πολλά χρόνια έχει προσελκύσει -και λειτουργούν με επιτυχία- εξειδικευμένα ναυτιλιακά δικηγορικά γραφεία, διεθνείς ασφαλιστικές και ναυλομεσιτικές εταιρείες, έμπειρους ναυτιλιακούς πραγματογνώμονες και επιθεωρητές, πασίγνωστους διεθνώς μεσίτες ασφαλίσεων, ναυλώσεων και αγοραπωλησιών πλοίων».

Και ο ίδιος προσθέτει: «Πέραν τούτων, ο ελληνικός εφοπλισμός έχει καταθέσει αμέτρητες φορές -διαχρονικά- στις ελληνικές κυβερνήσεις ολοκληρωμένες προτάσεις για την ανάπτυξη του ναυτιλιακού cluster του Πειραιά, που αφορούν κυρίως στην προσέλκυση ναυτιλιακών εταιρειών διαχείρισης πλοίων στην Ελλάδα. Πράγματι, η συγκυρία του Brexit αποτελεί μοναδική ευκαιρία και πρόκληση για εμάς ως κράτος για την ολοκλήρωση και εκτίναξη του ναυτιλιακού cluster στον Πειραιά».

Και ο κ. Γερασίμου καταλήγει επισημαίνοντας: «Ας μην ξεχνάμε ότι με το Brexit η Βρετανία δεν πρόκειται να παραδοθεί αμαχητί και να διακινδυνεύσει να απεμπολήσει ή έστω κατ’ ελάχιστο να μειώσει τις παραδοσιακές ναυτιλιακές υποδομές της. Είναι βέβαιο ότι θα αντιδράσει. Εχει ως φιλοδοξία να καθησυχάσει τη διεθνή ναυτιλιακή κοινότητα έτσι ώστε η βρετανική οικονομία να μη χάσει τα 15 δισ. στερλίνες τον χρόνο που εισπράττει από τη ναυτιλία και τις 250.000 θέσεις εργασίας που αυτή προσφέρει. Ας μη λησμονούμε, επίσης, το γεγονός ότι αμέσως η Βρετανία θα κοιτάξει και πάλι το φορολογικό καθεστώς των “resident non-domiciled” (μη κάτοικοι) αν πραγματικά επιθυμεί να ηρεμήσει κυρίως τους Ρώσους και Aραβες επενδυτές που επέλεξαν ως τόπο εγκατάστασής τους το Λονδίνο τα τελευταία χρόνια ή να προσελκύσει και πάλι τις ναυτιλιακές εταιρείες στις υπηρεσίες που θα τις εξυπηρετήσουν με σταθερότητα και σε βάθος χρόνου. Θα πρέπει να είμαστε δημιουργικά πανέτοιμοι για τις νέες ευκαιρίες που έρχονται και τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η χώρα μας, και κυρίως το City του Πειραιά, που όλοι τον αγαπάμε και εργαζόμαστε τόσα χρόνια σε αυτόν».

Keywords
Τυχαία Θέματα