Κόκκινα δάνεια: Οι ευθύνες και τα ρίσκα των τραπεζών

Το θέμα της πρώτης κατοικίας μπαίνει επιτακτικά στο προσκήνιο, καθώς η -ήδη περιορισμένη σε λίγους- προστασία με τον νόμο Κατσέλη οδεύει προς τη λήξη της σε λίγες ημέρες χωρίς να έχει προσδιοριστεί η συνέχεια. Εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες, ύστερα από δέκα χρόνια κρίσης και οκτώ χρόνια μνημονίων, περικοπών, υπεραφαίμαξης αγωνιούν γιατί βλέπουν ότι κινδυνεύει πλέον και το τελευταίο καταφύγιό τους, το σπίτι τους, το οποίο μέχρι τώρα για διάφορους λόγους δεν είχε πληγεί.

Η κυβέρνηση επιχειρεί να προωθήσει παράταση της προστασίας, έστω μεταβατικής, έως ότου

καταρτίσει ένα νέο σχέδιο, το οποίο δεν είναι σαφές πώς θα δουλεύει, αλλά ήδη συναντά τις αντιρρήσεις των δανειστών όπως και των τραπεζών.

Οι δανειστές συστηματικά απορρίπτουν για την Ελλάδα λύσεις οι οποίες εφαρμόστηκαν αλλού, όπως η κακή τράπεζα ή η αναπροσαρμογή των δανείων ανάλογα με την αξία του ακινήτου και τις δυνατότητες του δανειολήπτη (Ιρλανδία).

Οι τράπεζες έδωσαν το δικό τους στίγμα διεκδικώντας προστασία μόνο για ακίνητα αξίας κάτω των 100.000 ευρώ, κάτι που όλοι γνωρίζουν ότι σημαίνει σχεδόν γενικευμένη άρση της προστασίας, αφού τα ακίνητα που χρηματοδοτήθηκαν με στεγαστικά τη δεκαετία της τραπεζικής φούσκας ήταν με δάνεια πολύ μεγαλύτερου ύψους και αφορούσαν ακίνητα που ακόμα και σήμερα, παρά τη μεγάλη πτώση, παραμένουν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα.

Σε ορισμένες περιπτώσεις κάποιοι απ’ αυτούς που γίνονται κήρυκες των πλειστηριασμών και δείχνουν με το δάχτυλο την κοινωνία είναι εκείνοι που τροφοδότησαν τη φούσκα και τον υπερδανεισμό, με το αζημίωτο βέβαια, αφού ενθυλάκωσαν τερατώδη μπόνους και προμήθειες.

Ολα αυτά, βέβαια, η ελληνική κοινωνία τα άφησε στην άκρη αφενός γιατί ήταν απασχολημένη να γλείφει τις πληγές των μνημονίων αλλά και επειδή επικράτησε -και σωστά- η ανάγκη να στηριχθούν με κρατικό χρήμα οι τράπεζες για να αποφύγουν την κατάρρευση και να μην παρασύρουν την οικονομία, για να στηριχθούν οι δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας και για να καταστεί δυνατή η χρηματοδότηση της αγοράς.

Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να ζητεί κάποιος ευθύνες από τους τραπεζίτες. Αυτοί κάνουν τη δουλειά τους, που είναι η μεγιστοποίηση της απόδοσης για την εταιρεία, των κερδών για τους μετόχους και βέβαια της δικής τους αμοιβής. Γι’ αυτό πληρώνονται και όχι για να κάνουν κοινωνική πολιτική. Γι’ αυτό, όμως, δεν μπορεί να αφήνεται στη δική τους κρίση και ελευθερία η διαχείριση της μεγάλης πληγής των κόκκινων δανείων, τα οποία οφείλονται μεν στην κρίση αλλά και στην αλόγιστη χορήγηση δανείων.

Αυτό που χρειάζεται είναι ένα σύστημα προστασίας της πρώτης κατοικίας, όχι μόνο για τους αναξιοπαθούντες συμπολίτες μας αλλά για όλους. Με δικλίδες, βέβαια, για να μην κοροϊδεύουν το σύστημα. Διότι όλοι έπεσαν θύματα της κρίσης. Οπως και οι τραπεζίτες στάθμισαν λάθος τα δεδομένα όταν έδιναν τα δάνεια, έτσι και οι δανειολήπτες. Χρειάζεται επιπλέον ένα σύστημα ρύθμισης των δανείων με βάση την αξία των ακινήτων, αφού έτσι κι αλλιώς η τράπεζα δεν πρόκειται να εισπράξει περισσότερα.

Ολα αυτά βέβαια είναι ευθύνη της κυβέρνησης, η οποία πρέπει να βάλει τους κανόνες μέσα στους οποίους θα κινηθούν οι τράπεζες, αλλά και τα διάφορα funds που ετοιμάζονται να βγάλουν τουλάχιστον 9 δισ. ευρώ από τη διαχείριση και το ξεπούλημα των δανείων και των σπιτιών, σύμφωνα με τα σχετικά ρεπορτάζ.

Αυτή είναι και η ουσία του θέματος. Τα μεγάλα κέρδη που οσμίζονται όλοι στα κόκκινα δάνεια.

Οι, δε, τράπεζες θα πρέπει να σταθμίσουν και το ότι αν επιλέξουν να τραυματίσουν την κοινωνία για να μεγιστοποιήσουν το όφελος των επόμενων 3-5 ετών κινδυνεύουν να ακρωτηριάσουν την εικόνα τους και τη μακροχρόνια σχέση τους με το κοινωνικό σύνολο, η οποία είναι και η προϋπόθεση για να κάνουν τη δουλειά τους.

Κόκκινα δάνεια: Οι ευθύνες και τα ρίσκα των τραπεζών



Το θέμα της πρώτης κατοικίας μπαίνει επιτακτικά στο προσκήνιο, καθώς η -ήδη περιορισμένη σε λίγους- προστασία με τον νόμο Κατσέλη οδεύει προς τη λήξη της σε λίγες ημέρες χωρίς να έχει προσδιοριστεί η συνέχεια. Εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες, ύστερα από δέκα χρόνια κρίσης και οκτώ χρόνια μνημονίων, περικοπών, υπεραφαίμαξης αγωνιούν γιατί βλέπουν ότι κινδυνεύει πλέον και το τελευταίο καταφύγιό τους, το σπίτι τους, το οποίο μέχρι τώρα για διάφορους λόγους δεν είχε πληγεί.

Η κυβέρνηση επιχειρεί να προωθήσει παράταση της προστασίας, έστω μεταβατικής, έως ότου καταρτίσει ένα νέο σχέδιο, το οποίο δεν είναι σαφές πώς θα δουλεύει, αλλά ήδη συναντά τις αντιρρήσεις των δανειστών όπως και των τραπεζών.

Οι δανειστές συστηματικά απορρίπτουν για την Ελλάδα λύσεις οι οποίες εφαρμόστηκαν αλλού, όπως η κακή τράπεζα ή η αναπροσαρμογή των δανείων ανάλογα με την αξία του ακινήτου και τις δυνατότητες του δανειολήπτη (Ιρλανδία).

Οι τράπεζες έδωσαν το δικό τους στίγμα διεκδικώντας προστασία μόνο για ακίνητα αξίας κάτω των 100.000 ευρώ, κάτι που όλοι γνωρίζουν ότι σημαίνει σχεδόν γενικευμένη άρση της προστασίας, αφού τα ακίνητα που χρηματοδοτήθηκαν με στεγαστικά τη δεκαετία της τραπεζικής φούσκας ήταν με δάνεια πολύ μεγαλύτερου ύψους και αφορούσαν ακίνητα που ακόμα και σήμερα, παρά τη μεγάλη πτώση, παραμένουν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα.

Σε ορισμένες περιπτώσεις κάποιοι απ’ αυτούς που γίνονται κήρυκες των πλειστηριασμών και δείχνουν με το δάχτυλο την κοινωνία είναι εκείνοι που τροφοδότησαν τη φούσκα και τον υπερδανεισμό, με το αζημίωτο βέβαια, αφού ενθυλάκωσαν τερατώδη μπόνους και προμήθειες.

Ολα αυτά, βέβαια, η ελληνική κοινωνία τα άφησε στην άκρη αφενός γιατί ήταν απασχολημένη να γλείφει τις πληγές των μνημονίων αλλά και επειδή επικράτησε -και σωστά- η ανάγκη να στηριχθούν με κρατικό χρήμα οι τράπεζες για να αποφύγουν την κατάρρευση και να μην παρασύρουν την οικονομία, για να στηριχθούν οι δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας και για να καταστεί δυνατή η χρηματοδότηση της αγοράς.

Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να ζητεί κάποιος ευθύνες από τους τραπεζίτες. Αυτοί κάνουν τη δουλειά τους, που είναι η μεγιστοποίηση της απόδοσης για την εταιρεία, των κερδών για τους μετόχους και βέβαια της δικής τους αμοιβής. Γι’ αυτό πληρώνονται και όχι για να κάνουν κοινωνική πολιτική. Γι’ αυτό, όμως, δεν μπορεί να αφήνεται στη δική τους κρίση και ελευθερία η διαχείριση της μεγάλης πληγής των κόκκινων δανείων, τα οποία οφείλονται μεν στην κρίση αλλά και στην αλόγιστη χορήγηση δανείων.

Αυτό που χρειάζεται είναι ένα σύστημα προστασίας της πρώτης κατοικίας, όχι μόνο για τους αναξιοπαθούντες συμπολίτες μας αλλά για όλους. Με δικλίδες, βέβαια, για να μην κοροϊδεύουν το σύστημα. Διότι όλοι έπεσαν θύματα της κρίσης. Οπως και οι τραπεζίτες στάθμισαν λάθος τα δεδομένα όταν έδιναν τα δάνεια, έτσι και οι δανειολήπτες. Χρειάζεται επιπλέον ένα σύστημα ρύθμισης των δανείων με βάση την αξία των ακινήτων, αφού έτσι κι αλλιώς η τράπεζα δεν πρόκειται να εισπράξει περισσότερα.

Ολα αυτά βέβαια είναι ευθύνη της κυβέρνησης, η οποία πρέπει να βάλει τους κανόνες μέσα στους οποίους θα κινηθούν οι τράπεζες, αλλά και τα διάφορα funds που ετοιμάζονται να βγάλουν τουλάχιστον 9 δισ. ευρώ από τη διαχείριση και το ξεπούλημα των δανείων και των σπιτιών, σύμφωνα με τα σχετικά ρεπορτάζ.

Αυτή είναι και η ουσία του θέματος. Τα μεγάλα κέρδη που οσμίζονται όλοι στα κόκκινα δάνεια.

Οι, δε, τράπεζες θα πρέπει να σταθμίσουν και το ότι αν επιλέξουν να τραυματίσουν την κοινωνία για να μεγιστοποιήσουν το όφελος των επόμενων 3-5 ετών κινδυνεύουν να ακρωτηριάσουν την εικόνα τους και τη μακροχρόνια σχέση τους με το κοινωνικό σύνολο, η οποία είναι και η προϋπόθεση για να κάνουν τη δουλειά τους.



Keywords
Τυχαία Θέματα