Ο ισοβίτης Αριστείδης Φλώρος καταγγέλει ως παράνομη την άρση απορρήτου

Στην αντεπίθεση πέρασε ο ισοβίτης επιχειρηματίας Αριστείδης Φλώρος μετά τις αποκαλύψεις για τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες αποφυλακίστηκε, αποκαλύψεις που τον επέστρεψαν και πάλι στις φυλακές για να εκτίσει την ποινή του.

Αφού είδε ότι τα πλαστά πιστοποιητικά που τον αποφυλάκισαν προσωρινά δεν «πιάνουν» πλέον ως τέχνασμα, κατέφυγε σε αναζήτηση δικονομικών λύσεων και ζητεί τώρα με ένσταση την απόλυτη ακυρότητα της προκαταρκτικής εξέτασης, καθώς χρησιμοποιήθηκε το «βαλιτσάκι» της ΕΥΠ

Ειδικότερα, ο Αριστείδης Φλώρος ο οποίος είναι

μεταξύ των 16 προσώπων που έχουν κληθεί από την εισαγγελέα κατά της διαφθοράς να δώσουν εξηγήσεις, κατέθεσε ένσταση απόλυτης ακυρότητας της προκαταρκτικής εξέτασης υποστηρίζοντας ότι βασίζεται σε παράνομο αποδεικτικό υλικό το οποίο καταγράφεται σε 3 ψηφιακούς δίσκους (CD).

Μέσω της συνηγόρου του Βάσως Πανταζή, ο ισοβίτης, καταγγέλλει ως μη νόμιμη τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την άρση απορρήτου από τις αρμόδιες αρχές.

Στην πολυσέλιδη αναφορά του καταγράφει με λεπτομέρειες τις ενέργειες, όπως αυτές αναφέρονται στα σχετικά έγγραφα που συμπεριλαμβάνονται στη δικογραφία, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως πρόκειται για παράνομες καταγραφές τηλεφωνικών συνομιλιών από την ΕΥΠ και «αποτελούν παράνομο αποδεικτικό υλικό».

Οι καταγραφές, σύμφωνα με πολυσέλιδη αναφορά του:

- δεν έγιναν κατόπιν διάταξης του αρμόδιου Εισαγγελέα της ΕΥΠ, η οποία εγκρίθηκε από τον Εισαγγελέα Εφετών,

-η επισύνδεση για να γίνει καταγραφή του περιεχόμενου των συνομιλιών που έχουν λάβει χώρα μέσω παρόχου κινητής τηλεφωνίας, δεν μπορεί να ανατρέξει στο παρελθόν, αφού οι πάροχοι κινητής τηλεφωνίας δεν μπορούν να αποθηκεύουν περιεχόμενο συνομιλιών προσώπων,

- δεν είχε υπάρξει καν άρση απορρήτου εκείνο το χρονικό διάστημα για τα τηλέφωνα των φυσικών προσώπων που φέρονται να συνομιλούν. «Επομένως πρόκειται ξεκάθαρα για παράνομες καταγραφές της ΕΥΠ(!)» καταλήγει επισημαίνοντας με νόημα ότι «τόσο η υποκλοπή προφορικών / τηλεφωνικών συνδιαλέξεων όσο και η χρήση τέτοιου υλικού συνιστούν ποινικά αδικήματα κακουργηματικού χαρακτήρα, απειλούμενα με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών».

Παράλληλα, αναφέρει ο ισοβίτης ότι στην περίπτωση που ληφθεί υπόψη από τις δικαστικές αρχές παράνομο αποδεικτικό μέσο, η όλη ποινική διαδικασία πάσχει από απόλυτη ακυρότητα αφού θίγεται το δικαίωμα του υπόπτου σε μια δίκαιη δίκη και σημειώνει:

«Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι η λήψη υποκλοπής καθώς και η χρήση προϊόντων υποκλοπής για την απόδειξη διάπραξης αξιόποινων πράξεων του καταγραφόμενου προσώπου ή τρίτου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο σε δίκη κατά αυτών»

Διαβάστε περισσότερα στο protothema.gr

Keywords
Τυχαία Θέματα