Το ελληνικό δημοσιονομικό παράδοξο και το κόστος του πλεονάσματος

Ας αρχίσουμε από τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις της ελληνικής οικονομίας για το έτος 2016. Στο τέλος του 2015 η κεντρική μακροοικονομική προβολή για την αναμενόμενη εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας το 2016 προέβλεπε συρρίκνωση της δραστηριότητας κατά 0,7%. Η πρόβλεψη αυτή για την προοπτική της οικονομίας είχε υιοθετηθεί τόσο από την ελληνική πλευρά όσο και από τους θεσμούς. Η κεντρική προβολή για το ΑΕΠ και τα λοιπά μακροοικονομικά μεγέθη, αποτέλεσε το μακροοικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου έγινε η κατάρτιση του

προϋπολογισμού του έτους 2016 όπου το προβλεπόμενο πρωτογενές πλεόνασμα είχε εκτιμηθεί ότι θα προσέγγιζε τις 0,5 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (με βάση τη μεθοδολογία της σύμβασης χρηματοοικονομικής διευκόλυνσης).

Απολογιστικά, τα ετήσια εθνικολογιστικά και δημοσιονομικά στοιχεία που κοινοποιήθηκαν πρόσφατα από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), κατέδειξαν ότι το μεν ΑΕΠ του 2016 δεν συρρικνώθηκε όπως αρχικά είχε προβλεφθεί, αλλά παρέμεινε στάσιμο στα επίπεδα του 2015, το δε πρωτογενές πλεόνασμα, υπερβαίνοντας κάθε προσδοκία διαμορφώθηκε σε 6937 εκ. ευρώ ή 3,9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Η Eurostat ακολούθως, στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, επιβεβαίωσε το δημοσιονομικό αποτέλεσμα και το εκτίμησε σε 4,2% ακολουθώντας τη μεθοδολογία της σύμβασης.

Το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2016 είναι πράγματι εντυπωσιακό, είναι δε μια θετική εξέλιξη που χαιρετίστηκε δεόντως από την κυβέρνηση. Ακόμη όμως πιο εντυπωσιακό, αλλά και δυσερμήνευτο είναι το γεγονός ότι η εφαρμογή της επιπλέον και εκτός προγράμματος εξαιρετικά περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής ύψους 3,7 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ δεν εμπόδισε την ελληνική οικονομία να υπερβεί κατά 0,7% το αρχικά προβλεπόμενο επίπεδο δραστηριότητας, χωρίς μάλιστα κατά τη διάρκεια του χρόνου να έχουμε την θετική επίδραση κανενός σημαντικού ευεργετικού γεγονότος που να μην ήταν γνωστό όταν διενεργήθηκαν οι προβλέψεις. Το ζήτημα γίνεται ακόμη πιο δυσερμήνευτο, και γι' αυτό θα το χαρακτηρίσω ως το "ελληνικό δημοσιονομικό παράδοξο", αν αναλογιστεί κανείς ότι το πλεόνασμα επετεύχθη με παρεμβάσεις σε κονδύλια του προϋπολογισμού που έχουν άμεση επίδραση στη δραστηριότητα και μάλιστα με τον υψηλότερο δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή: Δημόσιες επενδύσεις, συντάξεις, άμεσοι φόροι και κεφαλαιακές μεταβιβάσεις προς τις επιχειρήσεις.

Το δημοσιονομικό παράδοξο πιθανόν να αποτελεί την έκφανση της αυτονόμησης ενός μεγάλου τμήματος της οικονομίας από τις ασκούμενες πολιτικές. Εισοδήματα που δημιουργούνται υπογείως και με μη συμβατικούς όρους, πρωτογενώς διαφεύγουν από τα ραντάρ των στατιστικών και των φορολογικών αρχών, ακολούθως όμως σε δεύτερη φάση διαχέονται στην οικονομία και ενισχύουν κυρίως την κατανάλωση και τις εισαγωγές. Το 2016 η δραστηριότητα συγκρατήθηκε από άδηλα εισοδήματα που αντιστάθμισαν τις υφεσιακές επιδράσεις της συσταλτικής πολιτικής που εφαρμόστηκε στον επίσημο τομέα. Το επιχείρημα αυτό υποστηρίζεται από τη διάρθρωση της ζήτησης όπως τελικά καταγράφηκε στους εθνικούς λογαριασμούς για το έτος 2016 όπου η ιδιωτική κατανάλωση ήταν ο κύριος προωθητικός παράγων της ανόδου, σε αντίθεση με την αρχική πρόβλεψη όπου τον τόνο έδιναν οι επενδύσεις και ο εξωτερικός τομέας. Όταν τμήμα της οικονομικής δραστηριότητας έχει ουδετεροποιηθεί από την εφαρμοζόμενη πολιτική, οι προβλέψεις ασφαλώς αποτυγχάνουν. Ωστόσο, αν η αυτονόμηση τμημάτων της οικονομίας βραχυπρόθεσμα είχε κάποιες ευεργετικές επιδράσεις, είναι μια κατάσταση σαφώς στρεβλωτική και μη διατηρήσιμη, που αν συνεχιστεί και ενταθεί μπορεί να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνη μεσοπρόθεσμα.

Στρέφομαι τώρα σε ένα άλλο ζήτημα που αφορά την ικανότητα ακριβούς παρακολούθησης της οικονομίας σε πραγματικό χρόνο και το κόστος που επέσυρε η επίτευξη του υπερβάλλοντος πρωτογενούς πλεονάσματος σε όρους ΑΕΠ και απασχόλησης.

Από τις δηλώσεις των διαφόρων παραγόντων φαίνεται ότι η έκταση της υπέρβασης στο πλεόνασμα εξέπληξε. Ωστόσο, τα μηνιαία δελτία εκτέλεσης του προϋπολογισμού, αλλά και τα τριμηνιαία Εθνικολογιστικά στοιχεία σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης στέλνανε πρόδρομα μηνύματα θετικών εξελίξεων στο δημοσιονομικό μέτωπο. Δεν αξιολογήθηκαν όμως επαρκώς ούτε από τους δανειστές, ίσως δικαιολογημένα από τη σκοπιά τους, ούτε όμως και η ελληνική πλευρά αντέδρασε αναλόγως. Προσπάθεια χαλάρωσης της περιοριστικής πολιτικής δεν έγινε, με συνέπεια να στερηθούμε αδικαιολόγητα προϊόν και θέσεις εργασίας. Θα επιχειρήσω μια ενδεικτική και πολύ συντηρητική εκτίμηση των απωλειών για να αναδειχθεί το ζήτημα.

Αν υποθέσουμε (συντηρητικά) ότι ο συνολικός δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής για το πρωτογενές πλεόνασμα είναι 0,5, τότε η επίτευξη 3,7 ποσοστιαίων μονάδων υπερβάλλοντος πρωτογενούς πλεονάσματος στέρησαν από τον ρυθμό ανόδου της οικονομίας 1,9 εκατοστιαίες μονάδες και από το επίπεδο του ΑΕΠ 3505 εκ. ευρώ.

Ακολούθως αποδεχόμενοι τον εμπειρικό νόμο του Okun που συνδέει το ρυθμό ανόδου της οικονομίας με το ποσοστό ανεργίας, η κατά 1,9% απώλεια προϊόντος απέτρεψε την μείωση του ποσοστού ανεργίας κατά περίπου 0,9 μονάδες ή περίπου 50 χιλ. θέσεις εργασίας. Για άλλη μια φορά δόθηκε η πλήρης προτεραιότητα στην επίτευξη των ονομαστικών στόχων (δημοσιονομικών) και μάλιστα πέραν των υποχρεώσεών μας εις βάρος της παραγωγής και των θέσεων εργασίας. Η χώρα πλήρωσε όλους τους τόκους του 2016 και κάτι παραπάνω. Πώς να μην είναι ευχαριστημένοι οι δανειστές;

*Ο Νίκος Ζόνζηλος είναι οικονομολόγος

Keywords
Τυχαία Θέματα