Το κρυφό παιχνίδι με το ελληνικό χρέος

Μπορεί η κυβερνητική πλευρά να διαφημίζει το πρωτογενές πλεόνασμα ως σήμα εκκίνησης για τη συζήτηση περί ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, αλλά οι αβεβαιότητες στο πεδίο αυτό δεν είναι λίγες.

Η στάση των εταίρων δείχνει ότι προτίθενται να χρησιμοποιήσουν την υπόθεση ως εργαλείο άσκησης πολιτικής πίεσης προς την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση για να υιοθετεί τις πολιτικές που επιβάλλουν το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες και ότι θα παρατείνουν τις διαδικασίες έτσι ώστε να κρατήσουν διαπραγματευτικά χαρτιά στα χέρια

τους ακόμα κι αν τα πολιτικά δεδομένα στην Ελλάδα αλλάξουν.

Είναι αλήθεια ότι οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης έχουν δεσμευτεί από τον Νοέμβριο του 2012 να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να καταστεί το χρέος βιώσιμο, υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα πετύχει τους στόχους της.
Με τη διευθέτηση όμως που προωθείται υπάρχει κίνδυνος το θέμα να μη λυθεί με οριστικό τρόπο, αλλά να χαρακτηριστεί για μία ακόμη φορά το χρέος βιώσιμο στα χαρτιά και να παραμείνει η εκκρεμότητα, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρίσκεται εξαρτημένη από νέες αποφάσεις των εταίρων, ιδίως για τα αμέσως επόμενα κρίσιμα χρόνια.

Με τη σχεδιαζόμενη επιμήκυνση και τη μείωση των επιτοκίων το ονομαστικό ύψος του χρέους θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, αλλά οι ετήσιες αποπληρωμές θα υποχωρήσουν σε χαμηλό ποσοστό ως προς το ΑΕΠ και θα παραταθούν για πολλά χρόνια (η συνολική διάρκεια πιθανότατα θα πάει στα 50 χρόνια). Το Βερολίνο, οι Βρυξέλλες αλλά και η ελληνική κυβέρνηση πιστεύουν ότι με τον τρόπο αυτό η διεθνής επενδυτική κοινότητα θα ανακτήσει την εμπιστοσύνη της στη φερεγγυότητα της Ελλάδας και η χώρα θα μπορεί να δανείζεται με λογικούς όρους για να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις της.

Ο αντίλογος, ο οποίος βασίζεται σε αναλύσεις διεθνών τραπεζών αλλά και έγκυρων δεξαμενών σκέψης όπως το Bruegel, είναι ότι τα σχεδιαζόμενα μέτρα δεν είναι αρκετά, αφενός γιατί το χρέος θα παραμείνει πάνω από τα όρια βιωσιμότητας που είχαν τεθεί το 2012 (120% του ΑΕΠ το 2020), αλλά και επειδή βασίζονται σε υπεραισιόδοξες υποθέσεις όπως ότι η Ελλάδα θα αναπτύσσεται με ρυθμούς άνω του 4% και θα δημιουργεί πρωτογενές πλεόνασμα (πριν από την πληρωμή των τόκων) της τάξης των 9 δισ. ευρώ ετησίως.

Επιπλέον τα δάνεια που θα επιμηκυνθούν θα αρχίσουν να αποπληρώνονται ύστερα από 3 έως 8 χρόνια, ενώ παραμένουν άθικτες οι υποχρεώσεις για εξόφληση των ομολόγων που κατέχει το ευρωσύστημα (η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες), αλλά και των δανείων του ΔΝΤ τα οποία δεν «πειράζονται».

Με λίγα λόγια, το Δημόσιο θα συνεχίσει να «στραγγίζεται» για να προκύπτει υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα, το συνολικό βάρος του χρέους θα παραμένει ανέγγιχτο, ενώ για τα αμέσως επόμενα χρόνια, που είναι κρίσιμα για να αναταχθεί η κατεστραμμένη οικονομία, δεν υπάρχει όφελος, καθώς τα ομόλογα που βρίσκονται στο ευρωσύστημα και, αργότερα, τα δάνεια προς το ΔΝΤ θα πρέπει να εξοφλούνται κανονικά.

Στο παρασκήνιο γίνονται συζητήσεις σχετικά με πιθανές διευθετήσεις για τα ομόλογα του ευρωσυστήματος στο μέλλον, έτσι ώστε να υπάρχει πάντα «κάτι ακόμα που πρόκειται να γίνει» για το ελληνικό χρέος, το οποίο θα χρησιμοποιείται ως όπλο διαπραγμάτευσης απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση. Η μετακύλιση των ομολόγων αυτών (τα οποία εξαιρέθηκαν από το «κούρεμα» του 2012) είχε απορριφθεί στο παρελθόν με τη δικαιολογία ότι μια τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε νομισματική χρηματοδότηση του ελληνικού χρέους, που απαγορεύεται από τις συνθήκες. Ωστόσο, αυτές παρακάμφθηκαν αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια, ενώ έχουν προταθεί και διαφορετικές νομικές ερμηνείες, με αποτέλεσμα το θέμα να παραμένει επί της ουσίας ανοιχτό.

Blogger Γιώργος Χ. Παπαγεωργίου
Keywords
Τυχαία Θέματα