Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι η προσφορά, όχι η ζήτηση

Από 11 εκατομμύρια, που είναι σήμερα οι κάτοικοι της χώρας μας, σε μια εικοσαετία δεν θα ξεπερνούν τα 9 εκατομμύρια. Στην ίδια περίοδο, αν η Ελλάδα δεν μπει σε φάση ανάπτυξης και αναδιοργάνωσης της οικονομίας της, το επιστημονικό της δυναμικό θα είναι είδος υπό εξαφάνιση. Ακόμα χειρότερα, χωρίς ανάπτυξη και με λειψό επιστημονικό δυναμικό, η Ελλάδα θα είναι αμυντικά ευάλωτη, με προβληματικό τομέα δημόσιας υγείας και σαθρό εκπαιδευτικό σύστημα.

Την

ώρα, λοιπόν, που πολύς λόγος γίνεται για τον χρόνο των επόμενων εκλογών, την καθαρή ή μη έξοδο στις αγορές, για το αν θα κοπούν οι συντάξεις την 1η Ιανουαρίου 2019 και για το αβέβαιο μέλλον των τραπεζών μας, τεράστιο και ως εκ τούτου καυτό παραμένει το πραγματικό πρόβλημα της χώρας, που είναι το παραγωγικό της μοντέλο. Αν αυτό δεν αλλάξει ριζικά, η ελληνική κοινωνία θα φθίνει, παράλληλα όμως θα αλλοιώνεται και δημογραφικά.

Από την άποψη αυτή, πολύ φοβούμεθα ότι η συζήτηση που γίνεται γύρω από την οικονομία ακολουθεί, για μία ακόμη φορά, λάθος δρόμο. Δίνεται μεγάλη έμφαση στον παράγοντα ζήτηση, ενώ στην ουσία μεγάλο πρόβλημα της οικονομίας είναι η προσφορά. Μπορεί η εκδοχή αυτή να μην αρέσει σε κάποιους θεωρητικούς της πολιτικής οικονομίας, πλην όμως αντικατοπτρίζει την ελληνική πραγματικότητα.

Κατ’ επανάληψη έχουμε υπογραμμίσει από τις στήλες αυτές ότι, σύμφωνα με την κεκτημένη εμπειρία, το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν έγκειται στο ότι πάσχει από έλλειψη ζήτησης που θα κεντρίσει την παραγωγή, αλλά στο αντίθετο. Εγκειται δηλαδή στο ότι αδυνατεί να καλύψει την εγχώρια ζήτηση με δική της παραγωγή. Για τον λόγο αυτό, καθ’ όλη τη διάρκεια της κάμψης του εισοδήματος από το 2009 έως σήμερα, οι εισαγωγές της χώρας παρέμεναν ανελαστικά υψηλές και το ισοζύγιο των αγαθών ισοσκελίστηκε μόνο μετά την επιβολή των κεφαλαιακών περιορισμών (δηλαδή μόνο μετά την ουσιαστική απαγόρευση των εισαγωγών).

Για τον λόγο αυτό, επίσης, οι ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις μετακινούνται (λ.χ. στη Βουλγαρία). Δεν είναι η ασθενής ζήτηση που τους δημιουργεί πρόβλημα, διότι έστω και αυτή την ασθενή -ας δεχτούμε- ζήτηση που υφίσταται στην Ελλάδα δεν μπορούν να την καλύψουν οι ίδιες, αλλά μέσω των εισαγωγών την καλύπτουν επιχειρήσεις κινεζικές, τουρκικές, ρουμανικές κ.ά. Δεν είναι επίσης ούτε το γεγονός ότι, π.χ., στη Βουλγαρία υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση για τα προϊόντα του ελληνικού παραγωγικού τομέα, γεγονός που τις παρακινεί να μετεγκατασταθούν εκεί. Τέτοια ζήτηση φυσικά δεν υπάρχει, αλλά ακόμη κι αν υπήρχε, εάν οι Ελληνες παραγωγοί μπορούσαν να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά, θα την κάλυπταν συνεχίζοντας να παράγουν στην Ελλάδα και απλά θα εξήγαν τα προϊόντα τους στη Βουλγαρία - καθώς και σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, όμως, διότι η Ελλάδα δεν παράγει και υπό τις παρούσες συνθήκες, απλά δεν μπορεί. Η αδυναμία της προκύπτει από το γεγονός ότι η παραγωγή της γίνεται όλο και λιγότερο διεθνώς ανταγωνιστική. Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, συνεπώς, δεν είναι η «ενεργός ζήτηση», αλλά η «ενεργός προσφορά».

Αυτό επισημαίνουν έγκριτοι οικονομολόγοι, όπως οι Χρήστος και Δημήτρης Ιωάννου, που σε άρθρα και βιβλία τους τονίζουν ότι η δανειακή πλημμυρίδα της δεκαετίας 2000-2010 δεν επενδύθηκε παραγωγικά ώστε το χρέος να μπορεί να εξυπηρετείται και να αποπληρώνεται ομαλά από τις αποδόσεις των επενδύσεων. Αντιθέτως, κατασπαταλήθηκε στο σύνολό της (τονώνοντας τη ζήτηση με εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών και με τη φούσκα της οικοδομής). Ακόμα χειρότερο ήταν το γεγονός ότι, εξαιτίας της στροφής της οικονομίας προς την -υποτίθεται αναπτυξιακή!- κατανάλωση, το παραγωγικό δυναμικό της χώρας την περίοδο αυτή υποβαθμίστηκε σοβαρά, το δε επίπεδο του «δυνητικού προϊόντος» κατακρημνίστηκε.

«Σε αυτές τις συνθήκες -όταν, δηλαδή, η προσφορά δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην ήδη υφιστάμενη ζήτηση- η περαιτέρω τόνωση της ζήτησης μέσω δανεικών δεν αποβαίνει απλώς μάταιη, όσο θα ήταν, κατά την πεπατημένη οικονομολογική έκφραση, και η προσπάθεια κάποιου να σπρώξει ένα τεντωμένο σχοινί. Καταλήγει σε κάτι ακόμη χειρότερο: επιδρά συνολικά δυσμενώς επί της οικονομίας, διότι δημιουργεί μεγαλύτερες επιβαρύνσεις χρέους αλλά και περισσότερα φαινόμενα υστέρησης που οφείλονται στο ότι η μη αποδοτική χρεωστική επιβάρυνση οδηγεί αναπότρεπτα σε περαιτέρω επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας», επισημαίνουν οι δύο οικονομολόγοι.

Πέρα λοιπόν από άγονες θεωρήσεις και άλλες τινές συζητήσεις, είναι καιρός να υπάρξουν στη χώρα βαθιές και ουσιαστικές παραγωγικές μεταρρυθμίσεις. Διαφορετικά, τα χρέη που η γενιά της Μεταπολίτευσης φορτώνει στους νέους του αύριο θα καταστρέψουν ό,τι απομένει ακόμα ζωντανό στην Ελλάδα - και το οποίο, βέβαια, είναι το ανθρώπινο κεφάλαιό της.

*Ο Νίκος Καραγεωργίου είναι Πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανιών Επωνύμων Προϊόντων (ΕΣΒΕΠ)

Keywords
Τυχαία Θέματα