Στον Μύτικα, ο καθένας με την μπόρεση του…

14:22 12/8/2024 - Πηγή: iHunt

Τέτοιο μήνα, Αύγουστο του 1913, πατήθηκε για πρώτη φορά από ανθρώπους η ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου, ο Μύτικας.

Το κατάφεραν οι Ελβετοί ορειβάτες Φρεντ Μπουασσονά και Ντανιέλ Μπω-Μποβύ, καθοδηγούμενοι από τον ντόπιο κυνηγό αγριοκάτσικων Χρήστο Κάκαλο.

Είτε ακολουθώντας τα χνάρια των αγριοκάτσικων, είτε οδηγώντας ορειβατικές αποστολές ανθρώπων που ήθελαν να αναμετρηθούν με τα όρια τους, ο Κάκαλος συνέχισε να ανεβαίνει στο βουνό των Θεών και για πολλά χρόνια μετά. Τελευταία φορά το έκανε αυτό, όταν ήταν πια… 93 ετών!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ : Κ.Σ. Κατερίνης : Ξεθάβοντας 93 χρόνια ιστορίας

Σε

μία από αυτές τις αποστολές τον Ιούνιο του 1951, συμμετείχε και ο γνωστός συγγραφέας και ακαδημαικός Ηλίας Βενέζης.

Και έγραψε ο λογοτέχνης γι’ αυτήν εμπειρία του από τον Όλυμπο και τον θρυλικό γερό- Κάκαλο, όπως μόνο ένας γραφιάς σαν τον Βενέζη θα μπορούσε:

«Ανηφορίζουμε ολοένα τον δύσκολο δρόμο. Από δω κι’ απάνω θα είμαστε αβοήθητοι, καθένας μόνον με την μπόρεσή του. Αφήνουμε πίσω μας ό,τι σηκώνουμε, ν’ αλαφρώσουμε απ’ το βάρος. Ακόμα και τα παγούρια. Κρατούμε μόνο το σκοινί που θα δεθούμε. Τρίβουμε τα χείλια μας με χιόνι. Όλο το κορμί ανάβει, η ανάσα ολοένα γίνεται πιο βαριά, ολοένα μέσα μας καθαρίζει ο κόσμος. Θα φτάσουμε στον Μύτικα! Πρέπει να φτάσουμε στον Μύτικα! Αν τον φτάσουμε, ο Μύτικας πια θα μας ακολουθά για πάντα. Η Ελλάδα αρχίζει τους θρύλους της από τον Μύτικα

Πούσι πυκνό κατεβαίνει από ψηλά, γλιστρά πάνω στα άγρια φαράγγια, κατρακυλά χαμηλά. Έτσι ο Μύτικας γίνεται τώρα σκοπός ακόμα πιο βαθύς και συνταρακτικός: υπάρχει χωρίς να φαίνεται. Θα μας αποκαλυφθεί αν γίνουμε άξιοί του, μόνο την ώρα που πρέπει.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ : «Ο Όλυμπος τιμωρεί όσους δεν τον σέβονται» – Γιατί έχουμε τόσα ατυχήματα με ορειβάτες

Ο γέρο-Κάκαλος προχωρεί πρώτος. Μονοπάτι δεν υπάρχει τίποτα. Μήτε χώμα πια. Μόνο πέτρα. Μήτε δέντρο, μήτε πηγή. Τίποτα. Το ύψος μόνο. Γυμνό, κατάγυμνο. Ο γέρο-Κάκαλος, πάντα με το ίδιο, σβέλτο πήδημα του ζαρκαδιού. Δε μιλά, μιλούμε ελάχιστα

Ο καθένας πολεμά να μείνει μόνος, να τον δεχτή όπως πρέπει τον Όλυμπο, ενώπιος ενωπίω. Μόνο οι λίγοι άντρες της συνοδείας μας, απλά, γενναία παιδιά της μακεδονικής γης, μονάχα αυτά αναρωτιούνται, όσο ολοένα η ανάβαση γίνεται δυσκολότερη:

«Γιατί ανεβαίνουμε; Τι θα βγει;»

Ολοένα ο αγέρας γίνεται πιο αραιός. Η γη κατάγυμνη. Τι μοναξιά! Ως και το χιόνι το στοιβαγμένο στα «Ζωνάρια», πυκνό, βαθύ, έχει κάτι από τη στερεότητα του βουνού.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ : Ραντεβου στην κορυφη του Ολυμπου

Λίγο ακόμα! Λίγο ακόμα! Ύστερα από τέσσερις ώρες ανάβαση, μ’ ένα ξεφωνητό δέους πατούμε την τελευταία «Σκάλα».
Τι είναι αυτό που ξεπρόβαλε άξαφνα στα μάτια μας! Σε απίστευτο βάθος κατακόρυφα ήταν το βάραθρο. Εκεί κάτω στο κυκλικό χάος, στα «Καζάνια», τα σύννεφα έβραζαν. Στροβιλίζονταν μες στον κύκλο δαρμένα απ’ τον άνεμο κι’ ανέβαιναν.

Πλάι μας, θεόρατος, κιτρινωπός, μεγαλείο ασύλληπτο, φάνηκε άξαφνα προβάλλοντας απ’ τα σύννεφα, , ο βράχος του Μύτικα. Και πλάι του το «Στεφάνι», ο Θρόνος του Διός.

Άφωνοι κοιτάζαμε.

Έχω ανεβεί σε μερικά απ’ τα ωραιότερα βουνά του κόσμου: Στα «Ρόκυ Μάουντενς», στο «Μάουντ Έβανς» και στο «Πάικς Πηκ» του Κολοράντο, στα βουνά της Γιούτας, στο «Ροσέ ντε Ναι» και στα βουνά του Ιντερλάκεν. Τίποτα, τίποτα δεν είναι σαν αυτό εδώ το αυστηρό μεγαλείο του Ολύμπου!

– «Εκεί!» λέει ο Κάκαλος, δείχνοντας την κορφή του βράχου καθώς πρόβαλε μέσα απ’ τα σύννεφα πάνω από το βάραθρο. Εκεί!

– «Μα πώς γίνεται να φτάσει κει πάνω άνθρωπος», ακούω να ψιθυρίζει ένας, ανίκανος να το πιστέψει.
Ο γέρο-Κάκαλος σηκώνεται. Λέει: «Εμπρός! Από δω και πάνω είναι με τη θέληση του καθενός. Όποιος μπορεί».

Κάμποσοι δεν θα το μπορέσουν. Την τελευταία στιγμή, στην ύστατη, τους απολείπει το θάρρος.

– «Μην κοιτάζετε κάτω! Μην κοιτάζετε γύρω σας!» φωνάζει ο Κάκαλος να μας προφυλάξει απ’ τον ίλιγγο. Δεν κοιτάμε πάρα μόνο την πατημασιά του πρώτου που θα στερεωθούμε κι’ εμείς. Τίποτα άλλο. Πότε πότε καμιά πέτρα που κατρακυλά ακούγεται να χάνεται στο απίστευτο βάθος. Το σύννεφο κάθε τόσο μας τυλίγει, τυλίγει και τον βράχο…

Ο Στέργιος, το γερό παλικάρι που κρατιόμαστε απ’ το χέρι, βλαστημά ακατάπαυστα τον γέρο-Κάκαλο: «Πού μας πας, γέρο; Πού μας πας!»

Με την τελευταία προσπάθεια πατούμε τον Μύτικα! Ένας ελάχιστος τόπος, η αιχμή του βράχου, τόσο δα κομμάτι βράχος.

Μας τυλίγει το μεγαλείο, το χάος. Ό,τι βλέπω είναι ένα χέρι που μου απλώνεται:

Όρθιος ο γέρο-Κάκαλος λέει το καλωσορίσατε.

Μου έρχονται δάκρυα στα μάτια. Στην ολόρθη φιγούρα του με το απλωμένο χέρι αισθάνομαι άξαφνα τη συνέχεια, τους πανάρχαιους μύθους, τα γλυπτά που έγιναν δόξα, την ποίηση που έγινε δόξα, την ομορφιά που έγινε προνόμιο και μεγαλείο της πατρίδας μου…»

Δημήτρης Στριλάκος

Το άρθρο Στον Μύτικα, ο καθένας με την μπόρεση του… εμφανίστηκε πρώτα στο iHunt.

Keywords
Τυχαία Θέματα