Απεβίωσε η Ντένη (Θεώνη) Βαχλιώτη!

Απεβίωσε η Ντένη (Θεώνη) Βαχλιώτη, η πρώτη γυναίκα ενδυματολόγος του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου.

Γεννήθηκε το 1922 στην Αθήνα και σπούδασε στο Παρίσι, στη Φλωρεντία και στη Ρώμη όπου και βρισκόταν όταν το 1955 της ανέθεσαν τα κοστούμια για την παράσταση «Ωραία Ελένη» του Ρουσέν στο Θέατρο Ρεξ- Κοτοπούλη σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυράτ και πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη με την οποία συνδεόταν φιλικά από την εφηβεία της.

Ακολούθησε

η «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη και αργότερα οι ταινίες του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή» και «Φαίδρα» για τις οποίες ήταν υποψήφια για Όσκαρ ενδυματολογίας.

Επίσης, ως αποκλειστική ενδυματολόγος της Μελίνας υπέγραψε τα κοστούμια της στους «Νικητές» του Μίλος Φόρμαν, στο «Γλυκό πουλί της νιότης» του Τένεσυ Γουίλιαμς στο Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Κάρολος Κουν, στο Παρίσι στο «Φλώρα» των Μπρουζάτι – Μάουρι σε σκηνοθεσία Ντασσέν και στο «Τοπ Καπί».

Αργότερα το 1975 τη «Μήδεια» του Ευριπίδη για το ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία του Μίνωα Βολανάκη, το κοστούμι της οποίας έκτοτε εκτίθεται στο Μουσείο του Κόβεν Γκάρντεν και αναπαραγωγή του στο Θεατρικό Μουσείο του Τόκυο. Έκανε επίσης τις ταινίες «Ο δράκος» του Νίκου Κούνδουρου του 1956, «Οιδίποδας» του Φίλιπ Σέβιλ του 1967 με τους Κρίστοφερ Πλάμερ, Ντόναλντ Σάδερλαντ και Όρσον Ουέλς ενώ υπέγραψε σκηνικά – κοστούμια στη σειρά «Ακυβέρνητες πολιτείες» της ΕΡΤ σε σκηνοθεσία Ροβήρου Μανθούλη το 1986. Έγραψε δοκίμια για τη σύγκρουση των φύλων μέσα από τη μόδα και για την κοινωνιολογική σημασία του κοστουμιού στον κινηματογράφο.

Ως θαμώνας του θρυλικού Καφενείου Βυζάντιο όπου σύχναζαν καλλιτέχνες και διανοούμενοι ανήκε στη μεταπολεμική γενιά που οραματίστηκε μια νέα Ελλάδα. Όπως και σε εκείνους που πίστεψαν ότι με τη Μεταπολίτευση μπορούσε να γεννηθεί ένας νέος ελληνικός πολιτισμός.

"Γεννήθηκα σε μια μονοκατοικία, Σκουφά και Ηρακλείτου, πρώτος δρόμος από την πλατεία Κολωνακίου. Η πλατεία είναι το σπίτι μου. Ο πατέρας, κορυφαίος δικηγόρος των Αθηνών, ήταν ένας ιδιόρρυθμος άνθρωπος, γένος Δεληγιάννη, γαλουχημένος με κατευθείαν μνήμες από τον παππού του από την επανάσταση. Είμασταν τρία αγόρια κι εγώ, μεγαλώσαμε με Γερμανίδα νταντά, καθώς κύριο μέλημα του πατέρα μου, ο οποίος είχε κάνει μετεκεκπαίδευση στη Χαϊδελβέργη, ήταν να ανατραφούμε με γερμανική πειθαρχία. Μια τάξη που θύμιζε την Αθήνα του Σλήμαν! Οι κουβέντες στο τραπέζι περιστρέφονταν πάντα γύρω από την πολιτική. Έπρεπε να μορφωθούμε στο έπακρον και οι μεν άντρες να πολιτευτούν, εγώ να κρατήσω μια μέρα επάξια το σπίτι ενός συζύγου πολιτικού. Εκείνη την εποχή, δεν υπήρχαν πολιτικοί που ξεφύτρωναν από το πουθενά. Ήταν όλοι επιστήμονες και είχαν μια βαριά γαλλική ή γερμανική κουλτούρα. Στον πατέρα μου οφείλω το ότι με εξόπλισε με ό,τι εξόπλισε και τα αδέλφια μου. Του ήταν αδιανόητο να γίνω διακοσμητικό στοιχείο σ'ένα γάμο, στον οποίο άλλωστε δεν πίστευε. Έπρεπε, όταν ερχόταν η στιγμή, να σταθώ επί ίσοις όροις."

Αυτά είχε εξομολογηθεί η ίδια στο στο Χρήστο Παρίδη.

Keywords
Τυχαία Θέματα