Μια παλιά ιστορία με τον Σάκη Μπουλά!

Καλοκαίρι, αρχές του ’90. Οι αρχισυντάκτες των εφημερίδων δεν έδιναν άδειες παρά μόνο Κυριακάτικα ρεπό μετά από πολύ καιρό, ενάμιση - δύο χρόνια, δοκιμασίας. Τότε καβαλούσα ένα Honda GL 500 custom φερμένο από Αμερική.

Δυνατό μηχανάκι που σε κάθε ευκαιρία έβγαινα στις εθνικές. Αποφασίσαμε με τους φίλους να πάμε σε μια παραλία του Πηλίου. Όταν φτάσαμε καθίσαμε με μιαν άλλη παρέα στην οποία βρισκόταν ο Σάκης Μπουλάς.

Δεν θυμάμαι αν ήταν δικό του το μεγάλο ψευτοεντούρο ή

κάποιας από τις αμαζόνες που είχε μαζί του. Το βράδυ κυλούσε όμορφα στην παραλία με τον Σάκη να έχει μαζέψει γύρω του όλο τον κόσμο.

Αμάθητος σε τέτοια εγώ άρχισα να κρυώνω. « Ξύλιασες ανάρχα μου;» με ρώτησε χαμογελώντας. « Σαν τον γύφτο τον χειμώνα» του είπα. Έβγαλε το ειδικό δερμάτινο μπουφάν της μοτοσικλέτας και μου το φόρεσε. Τον ευχαρίστησα. Το άλλο μεσημέρι θέλησα να του επιστρέψω. «Κράτα το , είναι δικό σου» είπε. «Μα είναι πολύ ακριβό και εκτός αυτού , εσύ πώς θα γυρίσεις πίσω;» τον ρώτησα. Επέμενε και μου το έδωσε με την καρδιά του. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν ούτε μπουφάν μηχανής , ούτε καλά κράνη.

Όσοι τα είχαν ήταν πολυταξιδεμένοι κι επομένως σπουδαίοι στα μάτια μας. Ο Μπουλάς με γούσταρε γιατί είχα μακριά μαλλιά (όπως και σήμερα) προνόμιο τότε των καλλιτεχνών, σε μια δημοσιογραφική κοινωνία γεμάτη από γραβάτες, προνόμια, σακάκια, πακέτα Ντελόρ και βάτες. Είκοσι και βάλε χρόνια μετά κρατάω το μπουφάν του. Δεν άλλαξα γιατί δεν άλλαξε. Κρατάω μέσα μου τις νύχτες στο «Αχ Μαρία». Κρατάω τα λόγια του από την αυγουστιάτικη νύχτα στο Πήλιο. Ώρα καλή…

Δ. ΓΙΑΝΝ.

Keywords
Τυχαία Θέματα