«H Θέλησή μου καταπατήθηκε…»

«Κατά Σαδδουκαίων» (Μιχάλης Κατσαρός)

“Τους ύπατους εγώ ανέδειξα στις συνελεύσεις/κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα/φορέσαν πορφυρούν ατίθασον ένδυμα/σανδάλια μεταξωτά ή πανοπλία/ εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου –/ η θέλησή μου που καταπατήθηκε/ τόσους αιώνες…

δε μου επέτρεψαν να δω τον Αυτοκράτορα/τους υπάτους δεν άφηναν να πλησιάσω/σε μυστικά συμπόσια και ένδοξα/τη θέλησή μου που την καταπατήσανε/τόσους αιώνες…

Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι/η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος/ μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούργια μακρινή μου

ανάσταση/
μαζεύω”.           

*

Οι πλατείες πλημμύρισαν από κόσμο οργισμένο απαιτώντας δικαιοσύνη, στη Βουλή βουλευτής εντέλλεται σε αρχηγό κόμματος (γυναίκα) να κάνει παιδιά, στην εθνική πινακοθήκη βουλευτής καταστρέφει έργα τέχνης, ο ανασχηματισμός φαίνεται να μην ενθουσίασε και πολλούς και αρκετοί είναι αυτοί που θεωρούν πως το διάχυτο κλίμα αμφισβήτησης προς την κυβέρνηση θα συνεχιστεί.

Τα δημοσκοπικά ευρήματα αποτυπώνουν μία πολιτική κινητικότητα σε κάποιους κομματικούς σχηματισμούς που ξαφνιάζει  τους εκλογολόγους, η “Πολιτική Aσυμμετρία” κυριαρχεί και τα κομματικά επιτελεία σχεδιάζουν και επανασχεδιάζουν τα επόμενα πολιτικά τους βήματα.

Το όλο πολιτικό σκηνικό φαίνεται να βαδίζει στο πνεύμα της “σαγήνης του αλλόκοτου”,  αφού αυτό είναι που εκφράζει καλύτερα τον “πολιτικό σουρεαλισμό” των ημερών μας.

Και αν όλα αυτά είναι το προοίμιον μιας sui generis “πολιτικής μελαγχολίας” (κατά το «Η Μελαγχολική Δημοκρατία»), του λαού μας τότε ποιος μπορεί να βρει επιχειρήματα για να καθησυχάσει κάποιους που μόνιμα γκρινιάζουν για την ποιότητα της μεταπολιτευτικής μας Δημοκρατίας και γενικότερα για τη Δημοκρατία μας;

Πολλοί πολίτες νιώθουν απογοητευμένοι από τους εκπροσώπους τους στη Βουλή, αν όχι προδομένοι, γιατί δεν λειτουργούν ως εντολοδόχοι του λαού και της θέλησής του, αλλά  ως πειθήνια όργανα του πολιτικού τους αρχηγού και του κομματικού συμφέροντος.    

Νιώθουν τους εκπροσώπους τους στη Βουλή απέναντί τους και όχι δίπλα τους. Νιώθουν πως σφετερίζονται την εξουσία που τους έδωσε και μιλούν για “καταπάτηση της θέλησής” τους. Ένα ποτάμι δυσαρέσκειας και πολιτικής αμηχανίας κυριαρχεί που κατατρώγει κάθε ίχνος πολιτικής ορθροφροσύνης έμεινε ακόμη σε πολλούς.

“…η θέλησή μου που καταπατήθηκε/
τόσους αιώνες…”

Και πώς να τους καθησυχάσεις όλους αυτούς τους δύσπιστους που ζητούν άμεση δημοκρατία, όταν αυτή δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο; Πώς να τους πείσεις πως αυτοί που μάς κυβερνούν είναι το θετικό ή το αρνητικό μας φωτοαντίγραφό μας, σύμφωνα και με το λατινικό “Qualisrex, talisrex”(τέτοιο βασιλιάς, ίδιος λαός).  

Και πώς να τους πείσεις πως ναι μεν η αμφισβήτησή τους ενέχει στοιχεία ελευθερίας “Ubidubiumibilibertas”(όπου αμφισβήτηση, εκεί ελευθερία), αλλά και το “deomnibusdubitandum” (Να αμφιβάλεις για όλα) δεν είναι και τόσο πολιτικά υγιές.                         

Οι ύπατοι και οι πραιτωριανοί της Εξουσίας κάπου φαντάζουν απόμακροι στον πολίτη ή και ανεπαρκείς, αφού  νιώθει πως σφετερίζονται την εξουσία του που τους την παραχώρησε. Μιλούν για αλλοίωση της Δημοκρατίας, αφού κατ′ όνομα συνιστά δημοκρατία, ενώ στην ουσία λειτουργεί ως αριστοκρατία των αντιπροσώπων.                 

“Τους ύπατους εγώ ανέδειξα στις συνελεύσεις/κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα/φορέσαν πορφυρούν ατίθασον ένδυμα/σανδάλια μεταξωτά ή πανοπλία/εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου –/η θέλησή μου που καταπατήθηκε/τόσους αιώνες…”

Όλο αυτό το πολιτικό σκηνικό παραπέμπει στον σκεπτικισμό του Ζαν Ζακ Ρουσσώ που θεωρούσε πως η μεταβίβαση της θέλησης- εξουσίας του ατόμου στους αντιπροσώπους του αλλοιώνει τη δημοκρατία. Ο Ρουσσώ πίστευε πως ο πολίτης μόνο μια φορά στα 4 χρόνια νιώθει ελεύθερος, όταν ψηφίζει.

Δεν μπορούσε ποτέ να καταλάβει ο Γάλλος διανοούμενος πως 5.000.000 ψήφοι υφίστανται τέτοια επεξεργασία-ζύμωση ώστε να καταλήγουν και να μορφοποιούνται σε μία βουλή των αντιπροσώπων που χειρίζεται-σφετερίζεται τη θέληση και την εξουσία των ψηφοφόρων.

“Από τη στιγμή που κάποιος λαός αποκτήσει αντιπροσώπους δεν είναι πλέον ελεύθερος, ούτευπάρχει”(«Κοινωνικό Συμβόλαιο», Ρουσσώ)

Αλήθεια μπορεί να εκχωρηθεί-μεταβιβαστεί η εξουσία και η θέληση κάποιου σε αντιπρόσωπο που θα την χειρίζεται κατά το δοκούν ο εντολοδόχος; Το ερώτημα είναι διαχρονικό και επανέρχεται συνέχεια όταν ο ψηφοφόρος αισθάνεται αποκομμένος από τις αποφάσεις του εντολοδόχου του.

Με όλα τα παραπάνω παραλυτικά φαινόμενα οι σκεπτικιστές της αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας εμπλουτίζουν τα επιχειρήματά τους και αντιπροτείνουν την άμεση δημοκρατία, που όπου εφαρμόστηκε, έστω και σε μικρά πληθυσμιακά μεγέθη εξαντλήθηκε μάλλον στις διαδικασίες λειτουργίας της και λιγότερο παρήγαγε πολιτικές θέσεις και προγράμματα για την επίλυση των προβλημάτων.

Μέσα σε αυτό το δυστοπικό πολιτικό κλίμα των ημερών που δεν επωάζει μόνον αρνητικά συναισθήματα( οργή, απογοήτευση, μελαγχολία...) αλλά και κάποια άλλα με υγιή στόχευση (διαμαρτυρία, καταγγελία, κραυγή.. ), δεν λείπουν και εκείνοι που επιλέγουν είτε την πολιτική σιωπή είτε την απόσυρσή τους στον ιδιωτικό τους χώρο που άλλοτε λαμβάνει τη μορφή της πολιτικής αδιαφορίας κι άλλοτε εκδηλώνεται με την συνειδητή αποχή από τις εκλογές ως μία πράξη αμφισβήτησης της πολιτικής με τη σημερινή της μορφή.

Κάπως έτσι θεριεύει και ο αντισυστημισμός  που τείνει-αν δεν είναι μικρής διάρκειας φαινόμενο και προϊόν πολιτικής δυσφορίας από τα συστημικά κόμματα αλλά και μία προειδοποίηση με πολλούς αποδέκτες-να προκαλέσει τεκτονικές αλλαγές και ανακατατάξεις στο υπάρχον και γερασμένο-κουρασμένο κομματικό και γενικότερα πολιτικό μας σύστημα...

Δεν λείπουν, βέβαια, κι εκείνοι που αντιδρούν διαφορετικά, που αν και Επικούρειοι δεν υιοθετούν πλήρως το ″Λάθε Βιώσας” και εντρυφούν με περισσό πάθος και πνευματικό-φιλοσοφικό στοχασμό στην Πολιτική Ποίηση. Εκεί αναζητούν τους στίχους που εκφράζουν αποτελεσματικότερα την πολιτική οργή και διαμαρτυρία. Μία οργή και διαμαρτυρία που μερικές φορές παίρνει τη μορφή αυτοβιογραφικού λόγου και όχι σπάνια έκρηξης.

Αναζητούν το στίχο διαμαρτυρία, το στίχο-σύνθημα, το στίχο κάλεσμα που δεν θα αποτυπώνει μόνον την άρνηση αποδοχής μιας ″ελλειπτικής δημοκρατίας”, αλλά και το βαθμό ατομικής και πολιτικής συνειδητότητας για μία ανάταξη που κάποιοι θέλουν να την βαπτίζουν  “πολιτική ανάσταση”.

Είναι αυτοί που δεν επιλέγουν τη μοναχική πορεία, αλλά χάνονται μέσα στο πλήθος για να αφουγκραστούν  τα “πάθη” και τους “πόθους” του, την απογοήτευση αλλά και την προσδοκία τους.           

“Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι/η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος/
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούργια μακρινή μου ανάσταση/
μαζεύω”.

Όλοι, αυτοί, λοιπόν γνωρίζουν πολύ καλά πως οι λύσεις-απαντήσεις  δεν είναι πολλές απέναντι σε ένα κακοφορμισμένο σύστημα που τείνει να μολύνει και ό,τι υγιές στοιχείο έχει ακόμη απομείνει:

“Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε/όπως αυτός ο δραπέτης/ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο/ απέναντί τους” («Ο Δούλος», Μ. Κατσαρός) *

Κάπως, έτσι, λοιπόν συναντιέται η Πολιτική με την Ποίηση, ως μία συγχορδία που λειτουργεί ως αποσυμπιεστής ή και ως αποχετευτικός  αγωγός της πολιτικής μας κατάθλιψης.

Μια Ποίηση, όμως, που σήμερα «…γιατί κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα/κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες/μα σίγουρα ζούνε πιο πολύ/ απ΄ όλες τις καθεστωτικές αφίσες» (Τίτος Πατρίκιος).

Keywords
Τυχαία Θέματα