«Δεν θέλω να πεθάνω!»

Κανείς δεν θέλει να πεθάνει. Το ένστικτο της ζωής είναι πιο δυνατό από το θάνατο, κι ας νικάει στο τέλος αυτός κι ας το γνωρίζουμε από πριν πως υπάρχουν πολλοί τρόποι να χάσουμε το μέγιστο αγαθό, την ζωή. Όταν, όμως, αυτό διατυπώνεται ως απαίτηση, παράπονο ή παράκληση είναι κάτι διαφορετικό. Πολύ διαφορετικό όταν ακούγεται από την Βλάντα, από ένα μικρό κοριτσάκι της βομβαρδισμένης Ουκρανίας. 

Δεν είναι παράκληση, δεν απαίτηση. Είναι κραυγή. Είναι διαμαρτυρία, μαστίγωμα, αμφισβήτηση και ηχηρή καταγγελία ενάντια στον φόβο και σε όσους τον σκορπίζουν. Είναι

μία λοιδορία και μομφή. Ενάντια στον πολιτισμό μας και σε όσους υφαίνουν τις αρχές και την ηθική του ή και σε εκείνους που αδιαφορούν ή ανέχονται την κίβδηλη ύφανσή του. Ένα γλυκό και αθώο παιδικό παράπονο στο «κακό» του κόσμου. 

Θέλω να ζήσω…

Το σπαρακτικό δεν «θέλω να πεθάνω» στην γλώσσα του παιδιού σημαίνει «θέλω να ζήσω». Γιατί τον θάνατον μόνον τον ξορκίζεις και δεν τον γνωρίζεις ως βίωμα. Μόνο τον φόβο βιώνεις. Την ζωή, όμως, την γνωρίζεις και την αποζητάς. Την διεκδικείς είτε ως δικαίωμα είτε ως ένστικτο. Είναι ένα δώρο της φύσης και κανείς δεν μπορεί να  σου το αφαιρέσει στο όνομα κάποιας ανώτερης ανάγκης ή συμφέροντος. 

Γιατί πολεμάτε;

Και πώς να εξηγήσεις στο κλάμα ενός μικρού κοριτσιού πως το δάκρυ της είναι το τίμημα της παράνοιας των μεγάλων που σκηνοθετούν την ζωή της; Πώς να της εξηγήσεις πως το κακό περισσεύει στην ζωή και δηλητηριάζει τις συνειδήσεις και τις σχέσεις ανθρώπων, λαών και εθνών; Πώς να αιτιολογήσεις έναν πόλεμο αναίτιο; Έναν πόλεμο που τον προκαλεί το «κακό» και μόνο το κακό τρέφει; Τότε θα σού επαναλάβει με απορία «Γιατί τότε πολεμάτε»;

Ποιος φταίει;

Αν τολμήσεις να πεις στο μικρό κορίτσι πως το «κακό» κυβερνά τον κόσμο, τότε θα σε ρωτήσεις το «ποιος το υπηρετεί;». Και τι να πεις τότε;… ότι ο πλούτος, τα συμφέροντα, οι ανθρώπινες ανάγκες, οι φθηνές φιλοδοξίες, οι ανόητοι εθνικισμοί και τα κίβδηλα οράματα κάποιων ηγετών επωάζουν το κακό και τον πόλεμο. Ή μπορεί να είναι και ο άνθρωπος κακός από τη φύση του, οπότε τότε πρέπει να μελαγχολούμε για το μέλλον μας. Πόσα και πόσο μπορεί να τα καταλάβει όλα αυτά ένα μικρό κορίτσι με το καυτό δάκρυ και το μεγάλο παράπονο;

Ποιος άρχισε τον πόλεμο;

Πώς να μιλήσεις σε ένα μικρό παιδί πως το «κακό» φέρνει τον πόλεμο που τρομάζει τους ανθρώπους και σκορπά τον θάνατο αδιακρίτως σε όλους; Πώς να του εξηγήσεις πως κάποια φθηνά «εθνικά δίκαια» έχουν ριζώσει στο μυαλό μας και επωάζουν αιώνες τώρα το μίσος και τον πόλεμο; Για έναν πόλεμο φταίει πάντοτε ο άλλος που τον προκάλεσε (ηθικός αυτουργός) και όχι αυτός που τον διεξάγει – αποφασίζει (φυσικός αυτουργός). Το διεθνές δίκαιο αδυνατεί να αποφανθεί περί αυτού. Κι αν είναι έτσι πώς θα ονομάσεις τον φταίχτη;

Δεν υπάρχει άλλος τρόπος;

Κι αν τα παιδικά μάτια απορήσουν και σού πουν το «δεν υπάρχει άλλος τρόπος» να σβήσετε το άδικο, το κακό και τις διαφορές σας; Τότε τι να πεις; Φταίει η ηθική μας, η λογική μας, τα ποταπά «δίκαιά» μας ή μια φυσική νομοτέλεια που αιώνες τώρα τρέφει το τέρας του πολέμου; Αν είμαστε αυτοκαταστροφικό είδος πώς επιβιώσαμε; Φαίνεται πως η λογική, η ηθική και οι θρησκείες δεν βρήκαν τον εναλλακτικό τρόπο και το κακό κακοφορμίζει στην ψυχή μας. Είμαστε πάντοτε «προμηθείς» που κάποιο αρπακτικό πουλί τρώει τις σάρκες μας…

Ποιο είναι το «κακό» που θέλετε να διορθώσετε;

Τα μικρά παιδιά δεν καταλαβαίνουν από ψυχολογία, κοινωνιολογία, πάλη των τάξεων, ιδεολογικό οικοδόμημα, φροϋδικές αναλύσεις και αγνοούν τον στρουκτουραλισμό – δομισμό. Δεν κατανοούν πως το «κακό» δεν είναι αυτοφυές αλλά φύεται από κάποιο βασικό – φυσικό υπέδαφος και τρέφεται από τα ανθρώπινα δημιουργήματα (πολιτική, ιδεολογίες…). Το κακό ίσως και να μην έχει «όνομα» γιατί συμπυκνώνει άλλα μικρότερα που συνθέτουν το ριζικό σύστημα και το διατηρούν θαλερό εκατομμύρια χρόνια τώρα. 

Μπορεί ο κόσμος να ζήσει χωρίς το «κακό»;

Στο μικρό και φοβισμένο παιδί πόσες αλήθειες μπορείς να πεις; Πόσες μπορεί να αντέξει; Και πώς να κάνεις προβλέψεις για κάτι που αιώνες τώρα βασανίζει επιστήμονες, φιλοσόφους και στοχαστές; Πώς θα ομολογήσεις κάτι που η αποδοχή του ως μία από τις πραγματικότητες – αναγκαιότητες της ζωής μας και του πολιτισμού μας διαποτίζει κάθε μας σκέψη και συμπεριφορά και διαβρώνει την ελευθερία μας; Πώς να κρυφτείς από τα παιδιά; «Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα»…

Πάντα το «κακό» νικάει;

Στα παραμύθια το παιδί εύχεται στο τέλος να νικήσει ο καλός και ο δίκαιος. Τον κακό και το «κακό» το αποστρέφεται κι ας μην έχει ακόμη βιώσει τις συνέπειές του. Δεν συμβιβαζόμαστε με την δεσποτεία του κι ας είναι μία βεβαιότητα αυτή. Δεν είναι μοιρολατρία να αποδεχτούμε μία πραγματικότητα, αλλά πως αυτήν να την «διδάξουμε» σε ένα μικρό παιδί που θέλει να ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο; Μήπως, όμως, συνυπάρχει κι αντιπαλεύει μόνιμα με το καλό, όπως το διαπίστωσε ο Ευριπίδης; «Ουκ αν γένοιτο χωρίς εσθλά και κακά, αλλ’ εστί τις σύγκρασις». Τελικά βαδίζουν παράλληλα;

Αν ζήσω και μεγαλώσω θα κάνω κι εγώ το κακό στους άλλους;

Πώς να απαντήσεις σε ένα παιδί που ακόμη τρέμει από το φόβο και το κακό που έρχεται σε αυτό και την χώρα του; Πώς να του δώσεις ελπίδα για ζωή και ανθρώπινο κόσμο, αν του πεις πως το «κακό» είναι ένα από τα ενδεχόμενα αλλά όχι μία από τις βασανιστικές προοπτικές της ζωής μας; Εξάλλου τη ζωή μας δεν την προδιαγράφουν μόνον οι συμπαντικοί νόμοι, αλλά και  η ανθρώπινη θέληση για κάτι ψηλότερα… ανθρωπινότερο…

Το «κακό» μόνον με το «κακό» πολεμιέται;

Το δάκρυ του μικρού κοριτσιού γίνεται απορία, ερώτηση, οργή και ένα σφυροκόπημα στα πολλά «πρέπει» και «γιατί» του πολιτισμού μας. Δεν γνωρίζει το παιδί τη συγχώρεση. Είναι απόλυτο. Θέλει να γνωρίζει. Δεν συμβιβάζεται με μισές και κρυμμένες αλήθειες. Γιατί αυτές το φοβίζουν και έκλαψε. Το «θέλω να ζήσω» αυτό δηλώνει. Να αλλάξω τον κόσμο κάνοντας «κακό» στους κακούς ή με το καλό να διορθώσω – σβήσω το «κακό»; Πώς θα μπορούσε να ακούσει τον Κεμάλ και την πικρή διαπίστωση πως «νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,/ με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»

«Θέλω αυτό να τελειώσει όσο πιο γρήγορα γίνεται»

Το δάκρυ έγινε τώρα ευχή και προτροπή. Η κόλαση του πολέμου αγριεύει τον άνθρωπο και τον ωριμάζει. Ο φόβος του θανάτου δεν κάνει συμψηφισμούς για το περιεχόμενο του Φασισμού, του Ναζισμού, του Ολοκληρωτισμού, του νεο-Τσαρισμού και κάθε –ισμού. Ίσως να είναι λυπηρό και τραγικό να πούμε στην μικρή Βλάντα πως «αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ»…

ΠΡΙΝ ΦΥΓΕΤΕΟ σχεδιασμός της κυβέρνησης για την υποδοχή των προσφύγων από την ΟυκρανίαΚαλημέρα στον νέο ηγεμόνα: Πραγματικότητες και ψευδαισθήσεις της γερμανικής ηγεμονίας
Keywords
Τυχαία Θέματα