Εκλογές και Big Data: στον απόηχο του σκανδάλου Cambridge Analytica

Η ψηφιακή επανάσταση (γνωστή και ως «4η βιομηχανική επανάσταση») που λαμβάνει χώρα τα τελευταία χρόνια με αιχμή του δόρατος τα μεγάλα δεδομένα (″big data″), που συσσωρεύονται διαρκώς και μπορούν να ανακτηθούν και μέσω των ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης, έχει αρχίσει να «αγγίζει» κάθε πτυχή της καθημερινότητας μας, μεταμορφώνοντας την. Κάποιες φορές αυτό γίνεται περισσότερο φανερά και κάποιες φορές λιγότερο. Οι βάσεις δεδομένων, που μπορούν να ανακτηθούν και μέσων των ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης, χρησιμοποιούνται ολοένα

και περισσότερο σε τομείς όπως η δημόσια υγεία, η αστυνόμευση και το διαδικτυακό μάρκετινγκ, με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα την Amazon. Η χρήση τους και τα αποτελέσματα της παραμένει αντικείμενο συζήτησης παγκοσμίως και ενδεχομένως το ευεργετικό του χαρακτήρα τους να διαφέρει ανάλογα τον τομέα εφαρμογής τους.

Ένα τομέας όμως στον οποίο πρέπει να χυθεί περισσότερο φως είναι αυτός της πολιτικής και πιο συγκεκριμένα, των προεκλογικών εκστρατειών. Η περίπτωση της Cambridge Analytica και ο ρόλος που επιτέλεσε στην προ-εκλογική εκστρατεία του Τραμπ προσφέρει μια καλή αφορμή για περισσότερη συζήτηση και γενικότερο προβληματισμό. Σύμφωνα με τις πρόσφατες αποκαλύψεις, η εταιρία Cambridge Analytica φέρεται να χρησιμοποίησε παρανόμως ληφθέντα στοιχεία περισσότερων από 50 εκατομμυρίων χρηστών του Facebook σε μια προσπάθεια να επηρεάσει την έκβαση πολιτικών εκλογών. Όπως αναφέρει ο Observer, η εταιρία βασίστηκε στη συλλογή ευαίσθητων πληροφοριών κάθε είδους για τη δημιουργία ψυχολογικών προφίλ, με απώτερο σκοπό την ακριβέστερη στόχευση ψηφοφόρων κατά τη διάρκεια προεκλογικών εκστρατειών.

Ηχηρότερη περίπτωση αυτών; Η προεκλογική εκστρατεία του Προέδρου Τραμπ. O ίδιος ο ιδρυτής του Facebook, Mark Zuckerberg προέβη σε απολογητική διαδικτυακή ανάρτηση λίγες μέρες μετά τις αποκαλύψεις, χαρακτηριστικό του σάλου που η είδηση προκάλεσε.

Ποιες είναι όμως οι ευρύτερες πιθανές επιπτώσεις τέτοιων φαινομένων για τις δυτικές δημοκρατίες;

Πολιτική ως Marketing: Η υποβάθμιση του πολιτικού λόγου

Αναπόφευκτα, η πολιτική δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη από το διαβρωτικό κύμα της ψηφιακής επανάστασης. Η αμεσότερη και πληρέστερη πρόσβαση που προσφέρουν σε δημογραφικά στοιχεία έχει «λύσει» τα χέρια των σχεδιαστών προεκλογικών εκστρατειών, δίνοντας τους τη δυνατότητα να εστιάσουν σε συγκεκριμένη βάση ψηφοφόρων. Ο αντίλογος υποστηρίζει πως τα μεγάλα δεδομένα δίνουν τη δυνατότητα σε αυτούς που τα χρησιμοποιούν, είτε πρόκειται για κυβερνήσεις, είτε για εταιρίες όπως η Amazon, να αφουγκραστούν καλύτερα τις προτιμήσεις του κοινού, προσαρμόζοντας αναλόγως τις πολιτικές ή τα προσφερόμενα προϊόντα.

Στη πραγματικότητα, η ίδια η τακτική της συλλογής και ανάλυσης πληροφοριών και ιδιαίτερων προτιμήσεων του εκλογικού σώματος μέσω των κοινωνικών δικτύων δεν αποτελεί πρωτόγνωρο φαινόμενo: Προεκλογικές έρευνες διεξάγονταν ανέκαθεν, επικεντρωνόμενες όμως σε αμιγώς πολιτικά δεδομένα, όπως η κομματική προτίμηση, το ιστορικό ψήφου και επιμέρους θέσεις επί συγκεκριμένων ζητημάτων που άπτονταν της δημόσιας σφαίρας. Η πρόσφατη αποκάλυψη ωστόσο, σηματοδοτεί μια ρήξη με τις πρακτικές που μέχρι πρότινος ακολουθούντο, πρακτικές που προϋπήρχαν άλλωστε του ίδιου του διαδικτύου.

Η ειδοποιός διαφορά και παράλληλα αυτή που τη καθιστά ανησυχητική - έγκειται στη μερική αποπολιτικοποίηση των δεδομένων προς ανάλυση. Σε αντίθεση με τις συνήθεις πρακτικές, υιοθετήθηκε μια αρκετά πιο διευρυμένη προσέγγιση της έννοιας του πολιτικού, ολιστική και συνάμα λεπτομερής. Έμφαση δόθηκε σε τομείς που αφορούσαν τη καθημερινότητα των ψηφοφόρων, όπως για παράδειγμα οι καταναλωτικές τους προτιμήσεις, σε μια προσπάθεια δημιουργίας ενός συνολικού ψυχολογικού προφίλ, διευκολύνοντας έτσι την ένταξη συγκεκριμένων ατόμων σε συμπαγείς ομάδες- δυνητικά target group. Τα αμιγώς πολιτικού περιεχομένου δεδομένα λειτουργήσαν μόνο συμπληρωματικά, αφού πρώτα είχαν ανακτηθεί στοιχεία όπως η αγαπημένη μάρκα αυτοκινήτου, η προσωπική κατάσταση ή τα μέρη τα οποία επισκέπτονταν συχνότερα ο κάθε χρήστης δείγμα. Για την ακρίβεια τα καταναλωτικά δεδομένα παρέπεμπαν μέσω αλγορίθμων σε πιθανές πολιτικές τάσεις. Στη περίπτωση μας συγκεκριμένα, οι επικεφαλής στρατηγικού σχεδιασμού της καμπάνιας Τραμπ, εντόπισαν μέσω των διαθέσιμων δεδομένων ένα δυναμικά αναπτυσσόμενο target group αποτελούμενο από νεαρούς λευκούς Αμερικανούς συντηρητικών καταβολών.

Συνεπώς, όσοι εξοικειώνονται εγκαίρως με τις νέες δυνατότητες που προσφέρονται από τις βάσεις δεδομένων, και εν προκειμένω οι σχεδιαστές πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ, αντιλαμβάνονται επίσης και το εξής: Η συνταγή για μια πετυχημένη εκστρατεία τέτοιας κλίμακας δεν βρίσκεται πλέον τόσο στη πειστικότητα των επιχειρημάτων ή ακόμα και στην απήχηση των ίδιων των προσώπων, όσο στη δημιουργία μιας βάσης δεδομένων που θα επιτρέψει την έγκαιρη στόχευση συγκεκριμένων εκλογικών περιφερειών και ψυχολογικών προφίλ, με ιδιαίτερη έμφαση σε ″ευαίσθητες″ λεπτομέρειες, τακτική γνωστή διεθνώς και ως ″micro-targeting″.

Από μόνο του αυτό απειλεί να υποβιβάσει ακόμα περισσότερο- το επίπεδο της δημόσιας συζήτησης. Οι δυνητικές όμως συνέπειες δεν σταματούν εδώ.

Προς περαιτέρω πόλωση;

Η ευκρινέστερη εικόνα που αποκτούν για τις τάσεις που διακατέχουν το εκάστοτε εκλογικό σώμα τη δεδομένη χρονική περίοδο διευκολύνει τη δημιουργία στενά προσωποποιημένων μηνυμάτων, προσαρμοσμένων στα γούστα του επιλεγόμενου target group. Εγκαταλείπεται έτσι η παραδοσιακά προσφιλής τακτική του «μεσαίου χώρου», εγγενές χαρακτηριστικό των μαζικών κομμάτων εξουσίας .Ως εκ τούτου, διευκολύνεται η πόλωση και οι υποψήφιοι που φιλοδοξούν να εκλεχθούν προτιμούν να απευθύνονται σε ακροατήρια με φιλική προδιάθεση απέναντι τους αντί να προσπαθήσουν να μεταπείσουν τους αντιτιθέμενους, εξοικονομώντας ταυτόχρονα χρόνο και πολύτιμο κεφάλαιο.

Πρέπει όμως οι πολιτικοί να αντιμετωπίζουν τους εκλογείς ως καταναλωτές; Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να αποδίδει εκλογικά, επιτείνει ωστόσο τη διχαστική ρητορική και δημιουργεί πολιτικά αδιέξοδα την «επόμενη μέρα».

Παράλληλα, ελλοχεύει ο κίνδυνος χειραγώγησης του εκλογικού σώματος, παρότι το ερώτημα παραμένει: Είναι άραγε το εκλογικό σώμα που καθίσταται ευάλωτο σε πολιτική χειραγώγηση μέσω καθημερινών και ″μη ορατών″ διεργασιών ή μήπως η ίδια η πολιτική ηγεσία καταντάει ″⁣αιχμάλωτη″⁣ ενός εκλογικού σώματος που αρέσκεται να αντιμετωπίζει ως πελάτη-καταναλωτή; Η δεύτερη περίπτωση θα σήμαινε «ευνουχισμό» της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, μέσω της εμμονής στην αυθεντία των δεδομένων και των συμπεριφορικών προτιμήσεων. Οι πολιτικοί θα έχαναν το ″⁣δάσος″⁣, δηλαδή τη παραγωγή ωφέλιμου και μακροπρόθεσμα βιώσιμου έργου, χάριν του δέντρου. Παρότι εκ πρώτης όψεως αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες, αμφότερες οι περιπτώσεις μπορούν δυνητικά να υπονομεύσουν τη δημοκρατία.

Ασχέτως του πόσο καθοριστική μπορεί να υπήρξε η συμμετοχή της εν λόγω εταιρίας στη έκβαση των αμερικάνικων εκλογών, βάσει των τωρινών δεδομένων οι πρακτικές αυτές θα συνεχίσουν να πληθαίνουν και να υιοθετούνται από ένα ευρύτερο και ετερόκλητο πολιτικό προσωπικό. Αξίζει να σημειωθεί δε ότι εταιρίες όπως η Cambridge Analytica, δραστηριοποιούνται σε ένα ευρύ γεωγραφικό φάσμα που περιλαμβάνει χώρες όπως η Βραζιλία, η Μαλαισία και η Αυστραλία, ενώ στη περίπτωση της Κένυας έχει κατηγορηθεί ως συνυπαίτια για την υφαρπαγή της εξουσίας, έχοντας ηγηθεί μιας προεκλογικής εκστρατείας γεμάτη ψευδείς κατηγορίες και προσωπική στοχοποίηση.

Δεδομένης της έκτασης που πήρε το θέμα αλλά και του πλήγματος που δέχθηκαν πλατφόρμες όπως το Facebook, είναι μάλλον ζήτημα χρόνου να ληφθούν κάποια μέτρα προς το περιορισμό του προβλήματος. Προτού όμως αναθεωρηθεί το καθεστώς πρόσβασης τρίτων στα προσωπικά δεδομένα των χρηστών, απαραίτητη είναι η ενημέρωση του κοινού για ένα ζήτημα άνευ προηγουμένου με το οποίο θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε και αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη υψηλότερων στάνταρτ διαφάνειας.

Keywords
Τυχαία Θέματα