Ελλάδα - Ινδία: Εξερευνώντας τις σχέσεις δύο αρχαίων πολιτισμών

Ελλάδα και Ινδία. Οι ρίζες των δύο πολιτισμών τοποθετούνται βαθιά στην αρχαιότητα. Όμως ποιες ήταν οι  πολιτισμικές διασυνδέσεις μεταξύ τους; Υπήρχαν; Εύλογα ερωτήματα αφού ελάχιστα γνωρίζουμε για τα δίκτυα επικοινωνίας μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων με τους Ινδούς. Στα πλαίσια των ευρύτερων συνεργασιών μεταξύ Ελλάδας και Ινδίας που έχουν ήδη ξεκινήσει να αναπτύσσονται, κρίνουμε ιδιαίτερα σημαντικό να εστιάσουμε στις ιδιαίτερες επαφές μεταξύ των δύο πολιτισμών. Στη συζήτηση που ακολουθεί η Δρ. Νέχα Κετραπάλ, αναδεικνύει πτυχές

αυτών των πολιτισμικών διασυνδέσεων και οι τοποθετήσεις της είναι άκρως ενδιαφέρουσες. 

Πώς προέκυψε το ενδιαφέρον σας για την ινδο-ελληνική κληρονομιά;

Υπάρχουν αρκετοί συνδετικοί κρίκοι μεταξύ της αρχαίας Ινδίας και της Ελλάδας. Βέβαια, αυτοί οι δεσμοί δεν έχουν διερευνηθεί ενδελεχώς μέχρι σήμερα. Συνεπώς, παραμένει μια ανεκμετάλλευτη δυνατότητα να διερευνήσουμε αυτές τις συνδέσεις  - ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις εμπορικές συνδέσεις - μεταξύ αυτών των πολιτισμών. Αρκετές φορές αναφερόμαστε στις διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Ωστόσο, η σχέση ανάμεσα στον ινδικό και τον ελληνικό πολιτισμό εντοπίζεται χιλιάδες χρόνια πίσω. Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε το αρχαίο υπόβαθρο που μπορεί να συμβάλει στην περαιτέρω ενίσχυση αυτών των δεσμών.

Αν οι απαρχές αυτών των επαφών ξεκινούν από την αρχαιότητα, πώς μπορούμε να εξετάσουμε καλύτερα τη φύση τους;

Οι πρώτες επαφές λαμβάνουν χώρα ήδη στην αρχαιότητα. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν σημαίνει απαρίτητα ότι δεν είμαστε σε θέση να διερευνήσουμε τα χαρακτηριστικά αυτών των διασυνδέσεων, όσο πολύπλοκο και αν ακούγεται κάτι τέτοιο. Ως ερευνήτρια, ενδιαφέρομαι για την υλική κληρονομιά ή τα ευρήματα που έχουν αφήσει οι πρόγονοί μας. Μπορούμε να έχουμε πρόσβαση σε αυτά τα ανασκαφικά ευρήματα μέσω μουσείων σε όλο τον κόσμο. Για παράδειγμα, το Εθνικό Μουσείο στο Νέο Δελχί φιλοξενεί πολλά τέτοια ενδιαφέροντα αντικείμενα. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα τεκμήρια — ελλείψει γραπτών κειμένων — ως υποκατάστατο για την εξέταση διασυνδέσεων στον αρχαίο κόσμο. Εστιάζοντας στην υλική κληρονομιά που έχει απομείνει, μπορούμε να ανιχνεύσουμε πώς οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών ενδεχομένως να είχαν επιφέρει και ευρύτερες πολιτισμικές και θρησκευτικές αλλαγές. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υλική κληρονομιά ως ένδειξη της Ελληνιστικής επιρροής στον Βουδισμό.

Πώς γνωρίζουμε ότι η Ινδία και οι αρχαίοι Έλληνες είχαν αναπτύξει εμπορικές σχέσεις;

Υπάρχουν ιστορικές αναφορές στον τρόπο με τον οποίο ο Κύρος ο Μέγας έθεσε τα θεμέλια μιας μεγάλης αυτοκρατορίας, η οποία εκτεινόταν από την Ελλάδα μέχρι τον Ινδό ποταμό, διευκολύνοντας έτσι την άφιξη των Ελλήνων στη Νότια Ασία. Η παρουσία των Ελλήνων — με την πάροδο του χρόνου — οδήγησε σε συγκρητικές μορφές Ινδο-Ελληνικής τέχνης. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα προς αυτή την κατεύθυνση, όπως τα νομίσματα που έχουν διασωθεί. Το πιο γνωστό τεκμήριο είναι το άγαλμα του θεού Βούδα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο θεός Βούδας παρουσιάζεται στην τέχνη με τρόπο ανεικονικό (μη ανθρωπομορφικό) μέχρι τον 1ο αιώνα μ.Χ. Η πρώιμη απεικόνιση του Βούδα σε ανθρώπινη μορφή οφείλεται στις επιρροές ελληνορωμαϊκών μορφών τέχνης. Αυτό το αρχαίο παράδειγμα υποδεικνύει τις ενδιαφέρουσες πτυχές ενός διαπολιτισμικού συγκερασμού. Ανάλογες αλληλεπιδράσεις μπορούν να γεννήσουν νέες ιερές και θρησκευτικές ευαισθησίες. Επιπλέον, οι διάφορες μορφές τέχνης που φέρουν στοιχεία συγκεκριμένων περιοχών, αποκαλύπτουν τις φιλικές σχέσεις μεταξύ των λαών. Με άλλα λόγια, υπήρχε ανεκτικότητα στον θρησκευτικό συγκερασμό, και αυτή η ανεκτικότητα κυοφόρησε έναν μοναδικό συγκρητισμό.

Βούδας Σακιαμούνι, σε ελληνοβουδιστικό στυλ, περίπου 1ος-2ος αιώνας μ.Χ.

Υπάρχουν άλλα παραδείγματα θρησκευτικού συγκερασμού που είναι λιγότερο γνωστά;

Ναι, υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα. Και αυτά τα υλικά παραδείγματα αντανακλούν τις διαπολιτισμικές επαφές μεταξύ της αρχαίας Κρήτης και της κοιλάδας του Ινδού. Αυτά τα παραδείγματα εκφράζονται μέσω της κεραμικής τέχνης ή μέσω μικρών αγαλμάτων. Επιπλέον, ανασκαφικά ευρήματα παραπέμπουν στις πτυχές της μινωικής θρησκευτικής ιδεολογίας με τη μορφή εικονογραφικών χαρακτηριστικών. Ωστόσο, αυτά τα ευρήματα απαιτούν προσεκτική ερμηνεία λόγω της έλλειψης γραπτών κειμένων ή αρχειακών εγγραφών. Συγκεκριμένα, υπάρχουν μινωικές τοιχογραφίες, οι οποίες φέρουν παραστάσεις διπλών πελέκεων και ταύρων. Μακριά από το αρχαίο νησί της Κρήτης, υπάρχουν σποραδικά ευρήματα για μοτίβα διπλών πελέκεων σε σφραγίδες — χρονολογούμενες από την 3η χιλιετία π.Χ. — όπως αυτές που ανακαλύφθηκαν στο Chanhudaro (περιοχή στην κοιλάδα του Ινδού). Αν και η συσχέτιση αυτών των μοτίβων με τον Μινωϊκό Πολιτισμό δεν είναι πάντα ιδιαίτερα εύκολη, οι ομοιότητες και αντιστοιχίες μεταξύ τους μπορούν να αποδοθούν στη στενή αλληλεπίδραση των λαών της Μέσης Ανατολής στη Μεσοποταμία.

Επιπλέον, αξίζει να αναφερθούμε σε προ-Ινδικές τοποθεσίες που υπήρχαν 3.000 χρόνια πριν από τους μεγάλους οικισμούς της κοιλάδας του Ινδού, όπως το Mohenjodaro και η Harappa. Ανασκαφικά ευρήματα από αυτές τις περιοχές απεικονίζουν μοτίβα διπλών πελέκεων. Εξετάζοντας αυτές τις ομοιότητες συνάγουμε ότι αυτοί οι λαοί με κάποιον τρόπο είχαν αναμειχθεί. Είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι άνθρωποι από την Κρήτη και την κοιλάδα του Ινδού ταξίδεψαν μέχρι τη Μεσοποταμία, και ότι εκεί, στο σημείο αυτό, οι πολιτισμοί τους ήρθαν σε επαφή. Αυτά τα έργα τέχνης ενδεχομένως να μεταφέρθηκαν πίσω στους τόπους προέλευσής τους από εμπόρους, τόσο στην Ινδία όσο και στην Κρήτη. Τα συγκεκριμένα έργα δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο παρά υλικές αναπαραστάσεις και εκφάνσεις της θρησκευτικής πίστης.  

΄Είναι αναγκαίες νέες μεθοδολογικές προσεγγίσεις για να ερμηνεύσουμε αυτά τα «συγκρητικά» ευρήματα;

Χρειαζόμαστε νέες ερμηνείες αυτών των έργων τέχνης ή ακριβέστερα νέες ερμηνευτικές ευαισθησίες. Ένα σύγχρονο μουσείο αντιμετωπίζει αυτά τα αντικείμενα πολιτιστικής κληρονομιάς ως αυτοτελή αισθητικά αντικείμενα. Επομένως, αποτιμά αυτά τα ευρήματα με βάση τα σκαλίσματα και τον σχεδιασμό τους. Πρέπει να απαλλαγούμε από αυτή την οπτική, καθώς αυτά τα αντικείμενα δημιουργήθηκαν αρχικά για καθαρά χρηστικούς/πρακτικούς λόγους. Οι καλλιτέχνες που παρήγαγαν και κατασκεύασαν αυτά τα αντικείμενα όχι ως αισθητικά αντικείμενα. Αντίθετα, τα αντικείμενα αυτά δημιουργήθηκαν για να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ θείου και ανθρώπου. Υπάρχουν ενδείξεις προς αυτή την κατεύθυνση από την αρχαία ινδουιστική φιλοσοφία, όπου απαντά η διάκριση μεταξύ του ορατού («drista») και του αόρατου («adrista»). Απώτερος στόχος ενός καλλιτέχνη ήταν η οπτικοποίηση ή η προσωποποίηση συγκεκριμένων πτυχών του «adrista». Πρέπει να επαναφέρουμε αυτή την «οπτική» στα μουσεία.

***

Η Neha Khetrapal (Νέχα Κετραπάλ) είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια και Αναπληρώτρια Κοσμήτορας στο Jindal Institute of Behavioural Sciences του O.P. Jindal Global University (Ινδία). ’Έλαβε το διδακτορικό της δίπλωμα από το Macquarie University το 2016. Επίσης, είναι Έκτακτη Εταίρος (Associate Fellow) της Royal Historical Society (Ηνωμένο Βασίλειο).  Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα περιστρέφονται γύρω από την διαπολιτισμική ψυχολογία και την πολιτιστική κληρονομιά.

.

Ο συγγραφέας του άρθρου ο Ο Δρ. Μιχαήλ Θεοδοσιάδης είναι Λέκτορας Διεθνούς Πολιτικής Θεωρίας στο University of Kurdistan Hewler και Μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ηγεσία και ηθική). 

Keywords
Τυχαία Θέματα