Ελληνοτουρκικές σχέσεις: καιρός για δράση

Στα ελληνοτουρκικά και για τις εστίες αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο χωρών έχουν γραφτεί, γράφονται (όπως το παρόν κείμενο) και θα γράφονται πολλά σε μια διηνεκή τροχιά, στη βάση της επικαιρότητας και των εκάστοτε συγκυριών. Και όλη αυτή η συγγραφική ανάγκη εντάσσεται ή πηγάζει από μια μανιχαϊκή θα λέγαμε προοπτική, όπου ο καθένας αυτοπροσδιορίζεται, μέσα από τον άλλο, με όρους καλού-κακού, μηδενικού και όχι θετικού αθροίσματος. Ωστόσο, αν θυμηθούμε τη «θεωρία των εναντίων» των Πυθαγορείων, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος απαρτίζεται από αντιθετικά αλληλό-καθοριζόμενα δίπολα, μάλλον πρέπει να δούμε

τα πράγματα, κατά τι διαφορετικά, ως προς τη στρατηγική μας ματιά. Και σίγουρα με μια καρτεσιανή λογική που υπερκεράζει τις ψυχολογικές και λοιπές θεάσεις. Και το δίπολο Ελλάδα-Τουρκία συνιστά ένα τέτοιο αντιθετικό ζεύγος, καθώς ο ένας πόλος καθορίζεται και καθορίζει τον άλλο και κυρίως η γεωγραφία και η γεωπολιτική προσδίδουν αυτό το «άσπονδο» στη συνάρτηση γειτνίασης των δύο χωρών.

Και είναι καιρός πια να αποφασίσουμε αν θα μείνουμε στο στερητικό «α» (δηλαδή στο χωρίς σπονδές, ανακωχή, διάλογο και διαπραγμάτευση) ή θα πάμε ένα βήμα πιο πέρα. Και ως γνωστό το επόμενο βήμα θα επέλθει είτε ύστερα από θερμό επεισόδιο (και την έξωθεν έγκαιρη ή όπως πια φαίνεται όψιμη ηγεμονική διαμεσολάβηση) είτε ιδία βουλήσει, ύστερα από τον καθορισμό του τι είναι συμφέρον για τη χώρα.

Και εδώ ανοίγει η συζήτηση και η διαλεκτική αντιπαράθεση μεταξύ των διαφορετικών θέσεων που διατυπώνονται για τι πρέπει να πράξει η χώρα. Από τη μια λοιπόν υπάρχουν οι ρεαλιστικές φωνές της αποτροπής και της θέασης των ελληνοτουρκικών, με όρους μηδενικού αθροίσματος και από την άλλη, αυτής του θετικού αθροίσματος, μέσα από τον ελληνοτουρκικό διάλογο, με ή χωρίς προσφυγή στη δικαστική οδό.

Στο σημείο αυτό καλό είναι να επισημανθεί το εξής: είναι ανάγκη να υπερκεραστούν οι αλαζονικές προτάσεις, οιονεί αυθεντίας και απόρριψης της άλλης άποψης που παρατηρούνται μεταξύ των Ελλήνων θεωρητικών. Και αυτό διότι οδηγούν είτε σε γαλαντόμους είτε σε στείρα ακεραιόφρονες προτάσεις, ενώ δεν ορίζεται συνθετικά, αλλά αντιθετικά το Εθνικό Αγαθό, ως στρατηγική που καλείται να ακολουθήσει το ελληνικό κράτος.

Αρκετά όμως με τις θεωρητικές αναζητήσεις. Επί του πρακτέου: η ένταση στο Αιγαίο, γύρω από την περιοχή των Ιμίων και στην Κύπρο, απαιτεί όχι πια τροφή για σκέψη, αλλά ανάγκη για δράση. Πολύ περισσότερο καθώς η Τουρκία εμμένει στις διεκδικήσεις της και κλιμακώνει (πόσο πια!) τις αμφισβητήσεις της. Ασφαλώς έχουν γίνει σφάλματα και από την ελληνική πλευρά, όπου το θυμικό του Υπουργού Εθνικής Άμυνας κατισχύει της νηφάλιας στρατηγικής σκέψης και δράσης. Όμως, αν από τη μια έχουμε στρατηγικά λάθη, από την άλλη, έχουμε κάτι πιο σοβαρό που πια οδηγεί σε πρόκληση με ανεξέλεγκτες συνέπειες. Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, ο διεθνής παράγοντας κρατά για ακόμη μια φορά νωχελική, κατά τα ειωθότα, στάση, παρακινώντας τις δύο χώρες να επιλέξουν τους διαύλους επικοινωνίας και την αποφυγή της βίας. Και συνάμα ο Τούρκος πρόεδρος συνιστά το κατεξοχήν παράδειγμα αναξιόπιστου συνομιλητή, θεωρώντας ότι σε όλα έχει το «πάνω χέρι» και την θεϊκή εντολή (!) για την πραγμάτωση των σχεδίων του.

Τι κάνουμε λοιπόν; Δυστυχώς στο ερώτημα «βούτυρο ή κανόνια», αναγκαζόμαστε να σταθούμε στο πρώτο σκέλος για να μεταβούμε στη συνέχεια στο δεύτερο. Ας θυμηθούμε την πολιτική των μεγάλων ηγετών της χώρας που εστίαζαν πρώτα στο να γίνουμε ένα κανονικό κράτος και στη συνέχεια να δούμε τις προκλήσεις με τους γείτονες, χωρίς δισταγμούς στην επιλογή μέσων. Αν αυτό σημαίνει και αντιπαράθεση κανείς δεν το ξέρει ή δεν μπορεί να το αποκλείσει. Πάντως πρώτα κάποιος «γυμνάζεται» και ύστερα είναι σε θέση, αν χρειαστεί να αποδείξει τα αποτελέσματα της ‘αποτρεπτικής εκγύμνασής’ του, απέναντι σ’ αυτόν που τον θεωρεί μπόσικο ή αδύναμο. Προς τούτο, η άρση της περιδεούς νοοτροπίας και ψυχολογίας που έχουν διαποτίσει την ελληνική στρατηγική κουλτούρα είναι κάτι περισσότερο από επιτακτική. Και αυτή σίγουρα δεν πραγματώνεται από κορώνες και κούφιες διακηρύξεις, αλλά με σθεναρό βηματισμό ως προς το κτίσιμο μιας στέρεης και υπερκομματικής εθνικής υψηλής στρατηγικής. Και αυτή είναι η απάντηση απέναντι στην όποια πρόκληση, αλλά και στην επιλογή για προσφυγή σε διάλογο. Και αυτόν δεν τον κάνεις με τον λύκο να έχει ανοιχτό το στόμα του, αλλά με τη δημιουργία της αίσθησης ότι θα ‘χάσει δόντια’, αν επιχειρήσει να σε φάει. Πολλώ δε μάλλον, ο διάλογος είναι ασύμμετρος όταν στο τραπέζι υπάρχει η απειλή βίας από το ένα μέρος. Όταν όμως γίνεται συμμετρικός τότε όλα είναι πιθανά. Και προς αποφυγή παρεξηγήσεων, κανείς δεν επιθυμεί την όποια ένοπλη αντιπαράθεση, αλλά όταν απέναντι υπάρχει ένας προβλέψιμα απρόβλεπτος Ερντογάν (και ο ίδιος ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα, διατυπώνει τις ανησυχίες του), ένα σοβαρό κράτος πρέπει να είναι έτοιμο για όλα.

Τούτων δοθέντων, η σοβαρότητα και κανονικότητα ενός κράτους που μετουσιώνεται σε ισχύ (στην σκληρή, ήπια και κυρίως έξυπνη έκφανσή της) αποτελεί τη μόνη εργαλειοθήκη είτε για την αντιμετώπιση ενός θερμού επεισοδίου είτε για τον διαλεκτικό χειρισμό των εστιών αντιπαράθεσης. Μια τέτοια αναγκαία συνθήκη σαφώς και επιτάσσει εθνική συναίνεση και όχι μικροπολιτικής στόχευσης ιδεολογικό διχασμό. Είναι άλλο η κάθαρση στα «κακώς κείμενα» (τόσα άλλωστε έχουμε στη χώρα μας σε συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό) και άλλο ο αυτοσκοπός για παραμονή στην εξουσία, όπου όλα επιτρέπονται και όλα θυσιάζονται στον βωμό αυτής της θεμελιώδους σκοπιμότητας. Το Εθνικό Αγαθό, ωστόσο, ορίζει ότι «πρώτα είναι η πατρίδα και όχι η εξουσία και το κόμμα». Κατά κύριο λόγο, για τα συμφέροντα ενός μικρού κράτους, η πρόσδεση στο άρμα ενός μεγάλου παίκτη, καλό είναι να μετουσιώνεται σε απτά αποτελέσματα στην εξωτερική πολιτική και όχι στη μικροπολιτική. Γιατί τότε ο μεγάλος παίκτης αντιλαμβάνεται ότι ο προσδεδεμένος δεν είναι ένας σοβαρός ‘πιστός, αλλά υπήκοος και τσίρκο’. Και τότε το μικρό κράτος γίνεται αναλώσιμο και βορά στα άλλα θηρία της διακρατικής ζούγκλας που καιροφυλακτούν.

Η Ελλάδα του σήμερα καλείται να γίνει μια κανονική χώρα για να μπορέσει να αντιμετωπίσει αυτούς που θέλουν μια -χωρίς κανόνες- διακρατική πραγματικότητα. Η ανάγκη για στρατηγικό σχεδιασμό και προπαρασκευή σε άλλους τους τομείς συνιστά το νέο «εθνικό κοινωνικό συμβόλαιο». Άλλωστε πρώτα κάποιος ορθοποδεί και μετά είναι σε θέση να δράσει. Είτε «λόγω» είτε «έργω». Μέχρι τότε κάνει καθυστερήσεις για να βρει τον χρόνο να βγει στην όποια μορφής διαλεκτική ή δυναμική αντεπίθεση. Εκτός και αν θέλει να «μαζεύει από το τέρμα του συνεχώς τη μπάλα».

Keywords
Τυχαία Θέματα