Έλσα σε φοβάμαι

Την παιδική μου φίλη την είδα ξαφνικά να στέκει και να με κοιτά

Αγάλματα κομμάτια στα μάτια της τα δυο λησμονημένες πόλεις ναυάγια στο βυθό…

(Δ. Σαββόπουλος, Είδα την Άννα κάποτε, 1969)

Την Άννα που αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης του Σαββόπουλου, δεν την γνωρίζουμε. Πρόκειται, άραγε, για υπαρκτό πρόσωπο ή μήπως προικοδοτήθηκε από την τέχνη του αλαφροϊσκιωτου Νιόνιου; Είτε έτσι είτε αλλιώς, άφησε πίσω της ένα υπέροχο τραγούδι με εξαίσιους στίχους. Η Έλσα, όμως, του ομότιτλου τραγουδιού, αυτή που τέλη δεκαετίας του ’70 ήταν στα χείλη όλων, υπήρξε, τη γνωρίζαμε,

Αυτός ο συνδυασμός Τζέιν Μπίρκιν και Ιζαμπέλ Υπέρ,-κράμα υπεροψίας, ομορφιάς και απρόσιτης εγγύτητας,- αυτή το κορίτσι, ξαφνικά, με ένα τηλεφώνημα σαν προειδοποίηση της Πολιτικής Προστασίας και ένα sms χωρίς λεπτομέρειες, έπαψε να είναι ο φόβος για τις ραγισμένες καρδιές... Έτσι μάθαμε πως η Έλσα έφυγε από τη ζωή. Και σιωπήσαμε Δεν είναι το μη αναστρέψιμο, ούτε το τελεσίδικο, δεν είναι η λύπη της απώλειας, ο πόνος, κάτι βαθύτερο που σε κατακλύζει όταν χάνεται κάτι προσωπικό και ψάχνεσαι. Όχι, δεν ήταν τίποτα ανάλογο. Είναι η βαθειά θλίψη πως όταν φεύγει ένας τέτοιος άνθρωπος, ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μας μπαίνει σε παρένθεση. Γίνεται επεξήγηση. Είναι παρελθόν. Αόριστος. Τελεία. Δεν επαναλαμβάνεται… Με την Έλσα δεν είχαμε τίποτα κοινό, ούτε μας συνέδεε κάτι. Πέρα από κάποιους κοινούς φίλους, τα χρόνια της Θεσσαλονίκης και η κοινή καταγωγή, τίποτα άλλο δεν ήταν ικανό να μας φέρει κοντύτερα. Και το πρόβλημα ήταν δικό μας.

Από μαθήτρια η Έλσα είχε συντάξει ένα δικό της κώδικα συμπεριφοράς που για τους πολλούς, -δειλούς, ρομαντικούς επαρχιώτες, - ήταν σαν περιφραγμένο στρατόπεδο: γνωρίζεις τις συνέπειες και δεν πλησιάζεις! Επιφυλακτικοί με τον κόσμο της τόλμης, της ψυχρότητας , της γλωσσομάθειας, της απόρριψης των συμβάσεων και κάθε μικροαστικής συμπεριφοράς, δεν προσεγγίζεις με Όμηρο, ούτε με το θεώρημα του Φερμά! Ενώ, αν γράφεις τραγούδια; Αν είσαι μουσάτος, καλλιτέχνης, εκκεντρικός; Χωρίς να γίνεται αγενής, χωρίς να προσβάλει, η Έλσα ζούσε μόνο για εκείνη και την εποχή της.

Γιατί η ίδια ″φορούσε″ την εποχή της. Την εποχή του αντικομφορμισμού, της τρέλας, της περιέργειας, της δίψας... Ήταν πέρα από το σήμερα… Στη Θεσσαλονίκη η φήμη της γνωριμίας της με τον Δ. Σαββόπουλο έμεινε να αιωρείται σαν μύθος ανεπιβεβαίωτος, που όμως άφησε πίσω του την αύρα του μοναδικού και του καινούριου που κουβαλούσε ο Νιόνιος εκείνα τα χρόνια. Γι’ αυτή, τη ”δική” μας Έλσα γράφτηκε το τραγούδι του τίτλου. Ή αυτό θέλουμε να πιστεύουμε σήμερα.

Κάτι μ’ αρρωσταίνει σ’ αυτήν πολιτεία και παίρνω σβάρνα τα φαρμακεία, νοιώθω για σένα κάτι τρομερό και ήρθε η ώρα να στο πω.

Έλσα σε φοβάμαι, Έλσα σ’ αγαπώ μια στιγμή μαζί σου είναι μακελειό κι όταν χορεύεις στην πίστα μοναχή ντουβάρια πέφτουν και σπάζει η οροφή…

(Δ.Σαββόπουλος. Έλσα σε φοβάμαι, 1972)

Οι άνθρωποι φεύγουν, κι όσοι μένουμε, χτίζουμε τείχη γύρο μας για να κρατήσουμε τη θλίψη απ’ έξω. Αλλά η εμπειρία της μας κάνει πιο δημιουργικούς, μας βάζει στην τροχιά του πόνου, γινόμαστε πιο ανθρώπινοι. Η Έλσα είχε τις μυστικές της θλίψεις τις οποίες οι πολλοί αγνοούμε. Αλλά, στην πραγματικότητα, αυτή που οι άλλοι θεωρούσαν ″κρύα″, αυτή που οι άλλοι θεωρούσαν απρόσιτη, δεν ήταν παρά μόνο ένας λυπημένος άνθρωπος.

Έλσα, δεν σε φοβάμαι. Μόνο λυπάμαι.

Keywords
Τυχαία Θέματα