Φτού ξελεφτερία!

Την παρατηρώ από το παράθυρό μου. Σιωπηλή και κομψή, βγαίνει από το σπίτι της ντυμένη στην πέννα ακόμη και για τα ψώνια στη γειτονιά. Έχει δύο παιδάκια, τον Τόνυ και τη Νίκη. Είναι Ελληνίδα από την Ελλάδα και την έφερε ο άντρας της που είναι γιατρός, καθώς λέει πως την ερωτεύθηκε στις διακοπές του. Εκείνος το λέει και το διατυμπανίζει στη γειτονιά τα καλοκαίρια όταν κόβει το γκαζόν με το θόρυβο να πονάει τα αυτιά μου και να με βασανίζει. Τα παιδιά τους παίζουν με ωράριο στον κήπο διότι εκείνη, η Ελένη, τα μαζεύει από νωρίς

για να μην ενοχλούν. Γενικά η Ελληνίδα Ελένη είναι της σχολής να μην γίνεται αισθητή η παρουσία της στη γειτονιά εκεί στο πλούσιο προάστειο της Νέας Υόρκης, το Μανχάσετ.

Στο σπίτι τους δεν πηγαινοέρχονταν ποτέ κόσμος, ούτε καλεσμένοι ούτε γονείς με άλλα παιδιά. Ησυχία, τάξη και εσωστρέφεια. Την παρατηρούσα μέσα από τα τζάμια με τις βαριές κουρτίνες , όταν τις τραβούσε για να τα πλύνει, να καθαρίζει διαρκώς, να βάζει σκούπα και να πλένει τα ασημικά της. Κάθε μέρα ξεσκόνιζε και σκούπιζε. Η αλήθεια είναι πως ούτε συγγενείς της είχαν έρθει να τους επισκεφθούν 8 χρόνια που βρισκόνταν απέναντι, στη θέα μου ακριβώς. Και ούτε μου έπιανε κουβέντα. Σιωπηλή έβγαινε από το σπίτι της φορώντας ωραία ρούχα και ακριβές τσάντες και πήγαινε τα παιδιά στο σχολείο και τα έφερνε. Προσπάθησα να της πιάσω κουβέντα πολλές φορές αλλά με απέφευγε. ’Εστρεφε αλλού το βλέμμα της και άλλαζε θέμα όταν την ρωτούσα για την καταγωγή της.

Έτσι σταμάτησα κι εγώ να την ρωτώ και ανταλλάσσαμε κυρίως ένα τυπικό γειά, ενώ θα μπορούσαμε να είχαμε γίνει φίλες τόσο κοντά που μέναμε και τόσο Ελληνίδες που ήμασταν.

Ήταν ανήμερα το Πάσχα. Ο ήλιος έλαμπε στο Μανχάσετ, το γρασίδι είχε φυτρώσει πλούσιο και καταπράσινο. Ο κήπος της Ελένης είχε ανθίσει καθώς εκείνη τον περιποιόταν με θρησκευτική ευλάβεια. Και η δικιά μας μανόλια είχε βγάλει άνθη και μοσχοβολούσε η γειτονιά από το λεπτό τους άρωμα. Ο άντρας μου ετοίμαζε το αρνί κι εγώ έκοβα τη σαλάτα. Τα παιδιά μας θα ερχόνταν για τους μεζέδες αργότερα, αφού σαν φοιτητές έμεναν στο Μανχάτταν. Το Ελληνικό Πάσχα ήταν μια εβδομάδα αργότερα από το Καθολικό κι έτσι είχαν μαθήματα στο Πανεπιστήμιο και μπορούσαν να πεταχθούν μόνο για το «χάσκα μπούκα το αρνί», όπως τους έμαθε να λένε η πεθερά μου. Έτσι είπα στον Παντελή μου, αν συμφωνούσε, να καλέσουμε τους γείτονες, την Ελένη, το γιατρό της (αλήθεια ποτέ δεν έμαθα το όνομά του) και τα χαριτωμένα τους παιδιά.

Το αυτοκίνητο του γιατρού έλειπε από το πάρκινγκ κι έτσι δειλά δειλά πήγα και χτύπησα το κουδούνι. Άκουσα κλάματα παιδιών, ξαναχτύπησα αλλά τίποτε . Δεν απαντούσαν. Τα παιδιά συνέχιζαν να κλαίνε... Έσπρωξα το χερούλι της πόρτας και είδα αυτό που υποπτευόμουν από καιρό αλλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Εκείνη, η Ελένη, κειτόταν χάμω με το πρόσωπο μαυρισμένο από το ξύλο κι εκείνα, τα παιδάκια, έκλαιγαν για όλο αυτό που είχε συμβεί. Μου ζήτησε να φύγω, αλλά δεν έφυγα. Με τη μεγαλύτερη τόλμη που διέθετα την πήρα στην αγκαλιά μου και τηλεφώνησα στην Άμεση Δράση. Εκείνη σπάραζε από το σόκ και τους πόνους. Το κορμί της ήταν πεδίο πολλαπλών τραυματισμών. Τα παιδιά συνέχιζαν το γοερό κλάμα τους αλλά τα καθησύχασα πως η μαμά θα γινόταν καλά, έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο. Δεν είπαμε άλλα λόγια, το ασθενοφόρο πήγε την Ελένη στο νοσοκομείο. Δεν την συνόδεψε κανείς μας. Τα παιδάκια απλώς ρωτούσαν πως είναι η μαμά, εκείνος, ο γιατρός, επέστρεψε στο σπίτι κι έκανε σαν τρελός που το βρήκε αδειανό. Τον έβλεπα μέσα από το τζάμι μου να γυρίζει σαν το θηρίο. Σε λίγο κατέφθασε το περιπολικό και τον συνέλαβαν οι αστυνομικοί για ενδοοικογενειακή βία, του κατέβασαν το κεφάλι και τον έχωσαν μέσα στο αυτοκίνητο με την βαιότητα που γνώριζαν. Τα δικά μου παιδιά ήρθαν λίγο αργότερα, φάγαμε το υπέροχα ψημένο αρνί από τον Παντελή μου και σπάσαμε τα αυγά. Νίκησε η μικρή Νίκη. Νίκησε η δύναμη να βγεις από το κελί της κακοποίησης και να πείς  Φτού Ξελεφτερία.

Καλή Ανάσταση!

Keywords
Τυχαία Θέματα
Φτού,ftou