Η συμφωνία ως Δευτέρα Παρουσία

Από την έναρξη της κρίσης του Ελληνικού χρέους και την προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης έως και 5μιση χρόνια μετά, ένας ιδιότυπος φονταμενταλισμός διέπει τον δημόσιο λόγο. Η έννοια της οριστικής λύσης της κρίσης προβάλλεται ως επιτακτική ανάγκη από πολλές πλευρές, με διαφορετικές στοχεύσεις και ποικίλα κίνητρα ως το απόλυτο θεωρητικό πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο πρέπει να εκπονηθούν πολιτικές και να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα οι αιτίες, οι πρακτικές αλλά και τα αποτελέσματα της κρίσης.

Φανταστείτε ότι θέλετε να μιλήσετε σε ένα παιδί για τη ζωή και τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει καθώς
ενηλικιώνεται, λέγοντας του ότι η μοναδική γνώση στην οποία μπορεί να βασίζεται είναι ότι ο θάνατος αποτελεί τον σίγουρο και οριστικό προορισμό στη ζωή του.

Με εφάμιλλο τρόπο, στο πλαίσιο της ανάγκης για μια εθνική ενηλικίωση, η έννοια του φυσικού και τεχνητού θανάτου κυριαρχεί στη δημόσια σφαίρα διαμορφώνοντας ένα κλίμα συλλογικής διαταραχής. Δεν είναι, όμως, οι ίδιες οι συνθήκες ζωής στην Ελλάδα της κρίσης που αναγκάζουν την αποδοχή ενός αφηγήματος με εσχατολογικό περιεχόμενο; H προσπάθεια διαχείρισης της κρίσης από διαδοχικές κυβερνήσεις οργανώθηκε γύρω από τον θάνατο ως αδιαμφισβήτητο σημείο νοηματοδότησης και καταληκτικής πορείας των πάντων: ακούσαμε και μιλήσαμε για τον θάνατο της εθνικής κυριαρχίας, το θάνατο του ευρώ, το θάνατο της χώρας, το θάνατο των καταθέσεων, το θάνατο των ATM, το θάνατο των διαπραγματεύσεων...

Η Ελλάδα σέρνεται σαν την «άδικη κατάρα». Η απειλή της χρεοκοπίας έχει μάλιστα εισάγει ένα νέο niche φόβου, το οποίο θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ως τον «τρόμο του τριημέρου». Πρόκειται για τον φόβο που ορίζει ότι ο συντελεστής πιστωτικού γεγονότος και capital control αυξάνει και εξαρτάται ημερολογιακά από της έλευση μιας αργίας (Καθαρή Δευτέρα, Πρωτομαγιά, Τριήμερο του Αγίου Πνεύματος). Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η κ. Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία αντίθετα με το ψύχραιμο στυλ της, έσπευσε να συμβάλλει στο trend, διατυπώνοντας τον φόβο της ότι μπορεί να έχουμε capitals control, αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μέχρι την Παρασκευή.

Το πολιτικό προσωπικό της χώρας έχει απαντήσει στην κρίση με όρους θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Το δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο λειτούργησε ως μια κοσμική εναλλακτική της θρησκείας για τα χρόνια της κρίσης. Ο δημόσιος λόγος που θεμελιώθηκε με άξονα την πολιτική αντιπαράθεση είναι χαρακτηριστικός. Ο διάβολος είναι ο Σόιμπλε. Αλλά ο διάβολος είναι και ο Λαφαζάνης. Η λύτρωση είναι η δραχμή, αλλά η λύτρωση είναι και οι μεταρρυθμίσεις. Τα πάντα εξαρτώνται σε ποια όχθη του ποταμού στέκεται ο πιστός, αναμένοντας το θαύμα.

Μέσα στην πληρότητα της, αλλά και στα επιμέρους σημεία της, η στάση απέναντι στην κρίση εντάσσεται στην φαινομενολογία των θρησκευτικών φαινομένων. Κάθε πλευρά είναι έτοιμη να δεχθεί μια αυθεντική χειρονομία που ισοδυναμεί με θυσία: θυσία της επικουρικής σύνταξης για το ευρώ, θυσία του ευρώ για μια «περήφανη» εθνική οικονομία, κ.ο.κ., το μοτίβο το ξέρετε.

Ωστόσο το πιο χαρακτηριστικό σημείο του φονταμενταλισμού της κρίσης είναι η ανάδειξη του «άλλου» ως εν δυνάμει εχθρού αλλά, κυρίως, ως μέσο αυτοπροσδιορισμού. Ακόμη και ο υπέρνηφάλιος πρώην πρωθυπουργός κ. Σημίτης οραματίζεται την ταυτότητα των φορέων ενός νέου κινήματος δια της μεθόδου του αποκλεισμού: «όλοι εκείνοι που απαρνούνται την εθνικιστική συντηρητική Δεξιά, την εθνικολαϊστική Αριστερά και τις συντεχνιακές και πελατειακές νοοτροπίες των κατεστημένων συμφερόντων». Oι ρεαλιστές ορίζονται εξ αντανακλάσεως. Ακόμη και η χρήση του ρήματος «απαρνούμαι» υποδηλώνει την «πίστη» ως συστατικό της πολιτικής, όπως ακριβώς ο δαιμονισμένος απαρνείται, ας πούμε, τον θεό.

Καθώς το ελληνικό πολιτικό σύστημα εξακολουθεί να μην απαντάει στην κρίση και στα αιτήματα που θέτει η κοινωνία, καταλήγει να βραχυκυκλώνει ό,τι αγγίζει. Η διακυβέρνηση του τόπου περιορίζεται στην αέναη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς, σε ζητήματα νοσταλγικού αριστερισμού (τα οποία ακόμη και την εποχή της πρώιμης Μεταπολίτευσης θεωρούνταν προσχηματικά και μπανάλ) και στον φετιχισμό της «δημιουργικής ασάφειας» σχεδόν σε κάθε πεδίο δράσης.

Αφού λοιπόν η κυβέρνηση δυσκολεύεται να δώσει λύσεις σε μικρά ή μεγάλα προβλήματα, ανεξάρτητα ή εξαρτώμενα από τη συμφωνία, αφού πελαγοδρομεί, επιχειρώντας βιαστικά να ιδεολογικοποιήσει την επιλογή πολιτικών προκειμένου να πείσει για την ορθότητα τους (π.χ. στη παιδεία), πετυχαίνει κάτι άλλο: «Κοινωνικοποιεί» ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που έκαναν οι προκάτοχοι της τις συνθήκες αβεβαιότητας και ανεπάρκειας, συσσωρεύοντας την αγωνία στους πολίτες και την πραγματική οικονομία. Τα ανοιχτά ζητήματα αντιμετωπίζονται από την κυβέρνηση με θρησκευτικό δέος, είτε προσμένει σε συμφωνία, είτε ξορκίζει την ρήξη. Η επίλυση των επιμέρους προβλημάτων μετατοπίζεται στο μέλλον και αναβάλλεται μέχρι την επίτευξη της συμφωνίας, η οποία ανάγεται σε σχεδόν «αποκαλυπτικό» φαινόμενο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτική δύναμη της Αριστεράς θα έπρεπε να είχε ήδη καταβαραθρώσει κάθε λογής φονταμενταλισμό, κάθε βολική χρήση της λογικής των πρόθυμων «αποδιοπομπαίων τράγων». Όμως, υπάρχει πάντα κάποιος που εμποδίζει τη συμφωνία. Υπάρχει πάντα κάποιος που επιβουλεύεται την κυβέρνηση. Υπάρχει πάντα η «Τρόϊκα Εσωτερικού». Ακόμη και αν δεχθούμε ότι υπάρχουν όλα αυτά τα φαινόμενα, η κυβέρνηση οφείλει να κυβερνήσει, αφού δεν βρίσκεται πλέον στην αντιπολίτευση. Ουδείς ενδιαφέρεται να ακούσει για τις ιδιότητες του εκάστοτε «εχθρού» της, πόσο μάλλον να δείξει ανοχή στη αριστερόστροφη θεολογία μιας «οριστικής λύσης» που αναπαράγει το αφήγημα των προηγούμενων χρόνων. Στο ρευστό σκηνικό της παγκόσμιας οικονομικής αστάθειας, ακόμη και οι ισχυρότεροι ηγέτες των μεγαλύτερων επιχειρήσεων (που απέχουν παρασάγγας από την κοσμοθεωρία του ΣΥΡΙΖΑ) λαμβάνουν υπόψη τους τη ρήση του Τρότσκι: «μπορεί εσύ να μην ενδιαφέρεσαι για τον πόλεμο, αλλά ο πόλεμος ενδιαφέρεται για σένα». Ο Θεός πάλι όχι.

-- This feed and its contents are the property of The Huffington Post, and use is subject to our terms. It may be used for personal consumption, but may not be distributed on a website.

Keywords
Τυχαία Θέματα