Οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα

Τα τελευταία χρόνια, η Τουρκία έχει υιοθετήσει μια στρατηγική κουλτούρα, η οποία εμπεριέχει τα στοιχεία του νέο-οθωμανισμού και του πανισλαμισμού. Υπό αυτό το πλαίσιο, προτάσσεται η αναβίωση της οθωμανικής-ισλαμικής παράδοσης σε ένα σύγχρονο πλαίσιο. Η σύσφιξη των σχέσεων με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους αποτελεί μια σημαντική έκφανση αυτής της στρατηγικής.

Η Μουσουλμανική Αδελφότητα ιδρύθηκε το 1928 στην Αίγυπτο από τον Χασάν αλ-Μπάνα ως αντίδραση στη βρετανική κατοχή. Ήταν η πρώτη που μετουσίωσε

το ισλαμικό κίνημα σε οργάνωση με σαφή δομή και απέκτησε χαρακτηριστικά πολιτικού κόμματος. Αντιτασσόμενη στην εκκοσμίκευση της πολιτικής ζωής, έθεσε ως στόχο την επαναφορά του Ισλάμ στο επίκεντρο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της Αιγύπτου εν αρχή, και τη σταδιακή επικράτησή του σε ολόκληρη τη μουσουλμανική κοινότητα, την Umma, μέσω της εγκαθίδρυσης ενός κράτους βασισμένου στο νόμο της Σαρία εν συνεχεία.

Γι’ αυτό το λόγο, άρχισε σταδιακά να εξαπλώνεται, ιδρύοντας παραρτήματα σε διάφορες χώρες από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 π.χ. Ιορδανία, Συρία, Σουδάν, χώρες του Κόλπου και Μαγκρέμπ. Επίσης, δημιούργησε ένα δίκτυο οργανώσεων σε Ευρώπη και ΗΠΑ, προσπαθώντας να επηρεάσει και να ελέγξει την ανάπτυξη του ισλαμικού λόγου και του πολιτικού ακτιβισμού σε αυτές τις χώρες.

Πολλές χώρες αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τη δράση της. Η Αίγυπτος, τα ΗΑΕ, η Σαουδική Αραβία, το Μπαχρέιν, η Συρία και η Ρωσία την έχουν χαρακτηρίσει τρομοκρατική οργάνωση. Στα πλαίσια της αντιμετώπισης της ριζοσπαστικής ισλαμιστικής τρομοκρατίας, πληθαίνουν και στη Δύση οι φωνές που ζητούν να τεθεί εκτός νόμου. Η γαλλική Γερουσία και επιφανείς προσωπικότητες ζητούν τους τελευταίες μήνες να απαγορευθεί και στη Γαλλία η δράση ισλαμιστικών οργανώσεων και ιεροκηρύκων που συνδέονται με την Αδελφότητα ενώ στις αρχές Δεκεμβρίου ο Αμερικανός Γερουσιαστής, Τεντ Κρουζ, επανέφερε στην Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων προκειμένου να τεθεί υπό συζήτηση η Πράξη Χαρακτηρισμού της Μουσουλμανικής Αδελφότητας ως τρομοκρατικής οργάνωσης.

Στον αντίποδα, οι δεσμοί της Τουρκίας με την Αδελφότητα είναι ιδιαιτέρως στενοί. Οι σχέσεις του προέδρου Ερντογάν με την οργάνωση ανάγονται στη δεκαετία του 1970, όταν αυτός μαθήτευσε στο πλευρό του Νετσμετίν Ερμπακάν, του πατέρα του ισλαμισμού στην Τουρκία. Tο κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) θεωρείται διάδοχος του ισλαμικού κόμματος Ευημερίας, και, μολονότι επισήμως δεν αποτελεί παρακλάδι της Αδελφότητας, εντούτοις οι μεταξύ τους δεσμοί είναι φανεροί. Η κίνηση του Ερντογάν να σχηματίζει με τα χέρια του το σήμα της οργάνωσης, τη Rabia, σε δημόσιες εμφανίσεις δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης.

Διαβάστε επίσης: Προς τα πού παρασύρεται η Τουρκία και σε τι επιμένει η στρατηγική των Ευρωπαίων

Η Άγκυρα παρέχει πολιτική και διπλωματική στήριξη σε διεθνή fora καθώς και επικοινωνιακή μέσω τουρκικών ή τουρκικών συμφερόντων μέσων ενημέρωσης. Έχει μετατραπεί, μάλιστα, σε καταφύγιο για χιλιάδες μέλη του αιγυπτιακού παρακλαδιού της οργάνωσης μετά την άνοδο στην εξουσία του προέδρου Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι. Εδώ και αρκετά χρόνια, επίσης, δίδεται βήμα στους Αδελφούς Μουσουλμάνους σε τηλεοπτικούς σταθμούς, με αποκορύφωμα τη λειτουργία δικού τους σταθμού από το 2014.

Σε στρατιωτικό επίπεδο, η Τουρκία δε δίστασε να εισβάλει στρατιωτικά στη Συρία προς υποστήριξη «αντάρτικων» ομάδων που πρόσκεινται στην οργάνωση, και να αποστείλει μισθοφόρους και εξοπλισμό στη Λιβύη για την ενίσχυση του Φαγιέζ αλ- Σαράζ και της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας (GNA), στους κόλπους της οποίας περιλαμβάνονται αρκετά μέλη των Αδελφών Μουσουλμάνων. Υποστηρίζεται, επίσης, ότι προμηθεύει όπλα και ανθρώπινο δυναμικό στην Αδελφότητα έναντι της αιγυπτιακής κυβέρνησης.

Οι λόγοι σύμπλευσης του προέδρου Ερντογάν με την οργάνωση δεν είναι μόνο ιδεολογικοί αλλά κυρίως πολιτικοί και γεωστρατηγικοί. Η στρατηγική της Αδελφότητας, η Tamkin, αποβλέπει στο θρίαμβο του Ισλάμ σε ολόκληρο τον κόσμο και τη δημιουργία ενός διεθνούς χαλιφάτου όπου η Σαρία θα έχει τον πρώτο λόγο. Αντιλαμβάνεται, συνεπώς, κανείς ότι παρουσιάζει κάποιες ομοιότητες με το νέο- οθωμανισμό της Άγκυρας. Η τελευταία επιδιώκει την επέκταση της επιρροής της σε πρώην οθωμανικές περιοχές (Μέση Ανατολή, Βαλκάνια, Καύκασο) και την αναγωγή της σε περιφερειακή υπερδύναμη. Οι μισθοφόροι από τη Συρία που στέλνει στη Λιβύη, αρκετοί από τους οποίους μέλη της οργάνωσης, αυτοαποκαλούνται σύμφωνα με δημοσιεύματα «στρατός του Οθωμανικού χαλιφάτου» και υποστηρίζουν την αναβίωσή του1.

Ως εκ τούτου, η Αδελφότητα έχει καταστεί όργανο για την πραγματοποίηση πολιτικών στόχων της Άγκυρας, εντασσόμενη στο πλαίσιο προβολής ισχύος σε περιοχές που αποτελούσαν μέρος της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το ξέσπασμα της επονομαζόμενης «Αραβικής Άνοιξης» σε χώρες της Μέσης Ανατολής αποτέλεσε ευκαιρία ανάμιξης τής Άγκυρας στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών. Η τελευταία υποστήριξε σθεναρώς την ανατροπή των ισχυόντων καθεστώτων και την εγκαθίδρυση κυβερνήσεων/καθεστώτων φίλα προσκείμενων στη Μουσουλμανική Αδελφότητα.

Αρχικά, προς ικανοποίηση της Άγκυρας, η οργάνωση σημείωσε επιτυχίες στην Αίγυπτο (M. Μόρσι), την Τυνησία (κόμμα Εnnahda), το Μαρόκο (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ) και τη Λιβύη (Φ. Αλ-Σαράζ). Ερείσματα απέκτησε και σε αντάρτικες ομάδες στη Συρία και την Υεμένη. Ωστόσο, σύντομα περιήλθε σε δύσκολη θέση. Τα καθεστώτα και οι κυβερνήσεις που πρόσκεινται σε αυτήν έχουν ανατραπεί2, τη εξαιρέσει της Λιβύης, όπου κι εκεί η εξουσία του Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας (GNA) περιορίζεται στην Τρίπολη.

Στη Λιβύη προοιωνίζονται πολιτικές εξελίξεις μετά τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός που επετεύχθη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, οι οποίες ενδέχεται να αποτελέσουν τροχοπέδη στα τουρκικά σχέδια. Υπό αυτό το πλαίσιο, το τελευταίο χρονικό διάστημα η τουρκική ηγεσία φαίνεται να αποστασιοποιείται από τους μέχρι πρότινος συμμάχους της, λόγω της φημολογούμενης θετικής στάσης τους έναντι της πρότασης του ΟΗΕ, η οποία προβλέπει μεταξύ άλλων να τεθεί ο επικριτής τoυ τουρκολιβυκού μνημονίου, Αγκίλα Σάλεχ, επικεφαλής του προεδρικού συμβουλίου, και της προσέγγισης του εκλεκτού της, Φατί Μπασάγκα, με τη Γαλλία και την Αίγυπτο. Σύμφωνα με αναλυτές, η Άγκυρα φέρεται να στρέφεται προς το σκληροπυρηνικό «Κίνημα του Μουφτή» που απορρίπτει κάθε συνεργασία με τους αντιπάλους του3.

Στη Βόρεια Συρία, οι ομάδες που στηρίζει, και οι οποίες χαρακτηρίζονται από πολλούς τρομοκρατικές, διατηρούν την ισχύ τους σε κάποιες περιοχές, χάρη στην παράνομη τουρκική κατοχή, αλλά δεν έχουν διεθνή νομιμοποίηση.

Η υποστήριξη προς τους Αδελφούς Μουσουλμάνους έχει κλονίσει τις σχέσεις της Τουρκίας με τον αραβικό κόσμο. Οι μόνοι στενοί σύμμαχοί της είναι το Κατάρ, το οποίο επίσης, έχει ιδεολογική συνάφεια με την οργάνωση και την χρηματοδοτεί, και η Χαμάς στην Παλαιστίνη.

Αρκετές χώρες, με προεξάρχουσες την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ είναι διαπρύσιοι επικριτές της οργάνωσης και την έχουν χαρακτηρίσει τρομοκρατική οργάνωση. Θεωρούν ότι στόχος της είναι η διάλυση των κρατών τους και η αντικατάστασή τους από το χαλιφάτο. Επιδιώκουν την εξαφάνισή της από τις χώρες τους, μέσω της απαγόρευσης δράσης παραρτημάτων της, και τον περιορισμό την επιρροής της και σε άλλα κράτη. Συναφώς, αντιτάσσονται στον πρόεδρο Ερντογάν και έχουν «παγώσει» τις σχέσεις μαζί του. Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσεται και το ανεπίσημο μποϊκοτάζ τουρκικών προϊόντων που ξεκίνησε προ μηνών στη Σαουδική Αραβία κι επεκτείνεται και σε άλλα αραβικά κράτη.

Επιπροσθέτως, η σύμπλευση με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους εντάσσεται στο σχέδιο του Τούρκου προέδρου να αναχθεί σε ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου. Αυτό καθίσταται απολύτως σαφές στις κατά καιρούς δηλώσεις του καθώς και με τη στάση του απέναντι στη Γαλλία το τελευταίο διάστημα. Το δίκτυο της Μουσουλμανικής Αδελφότητας τον βοηθά να αποκτήσει ερείσματα σε μια ευρύτερη μάζα του μουσουλμανικού πληθυσμού καθώς και να αναλάβει το ρόλο του προστάτη.

Ενδεικτική είναι η δήλωση του ιδρυτή της ισλαμιστικής οργάνωσης Barakacity, που θεωρείται παρακλάδι των Αδελφών Μουσουλμάνων, και η οποία διαλύθηκε στα τέλη Οκτωβρίου κατόπιν αποφάσεως του Γάλλου Υπουργού Εσωτερικών, Ζεράλ Νταρμανέν, με την αιτιολογία της δικαιολόγησης τρομοκρατικών ενεργειών και των σχέσεών της με το ριζοσπαστικό Ισλάμ. Σε αναρτήσεις του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο Ιντρίς Σιχαμέντι ανέφερε ότι προτίθεται να ζητήσει άσυλο από την Τουρκία, επειδή θεωρεί ότι είναι μια χώρα που προστατεύει τους μουσουλμάνους και τα ευάλωτα άτομα.

Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσπάθεια αναγωγής του Τούρκου προέδρου σε εκπρόσωπο του μουσουλμανικού κόσμου έχει περιορισμένα αποτελέσματα. Αυτοί που προσώρας επιδοκιμάζουν τη στάση του είναι παραδοσιακά φιλικές προς την Τουρκία χώρες, όπως το Πακιστάν και το Κατάρ, και ακραία ισλαμιστικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων και τζιχαντιστές.

Εν κατακλείδι, καθίσταται σαφές ότι η σχέση της Τουρκίας με την Μουσουλμανική Αδελφότητα είναι ιδιαιτέρως στενή, καθώς η παρουσία της οργάνωσης στις χώρες της Μέσης Ανατολής ευνοεί τα πολιτικά σχέδια της Άγκυρας. Ο Ερντογάν έχει επίγνωση των ηττών του στην Αίγυπτο και σε άλλα μέτωπα στη Μέση Ανατολή. Πιστεύει, όμως, ότι η αραβική εξέγερση δεν έχει τελειώσει επειδή οι συνθήκες που την προκάλεσαν δεν έχουν εξαφανιστεί. Γι’ αυτό το λόγο, θα εξακολουθήσει να ενισχύει τους δεσμούς με την Αδελφότητα όσο αυτό εξυπηρετεί την ατζέντα του νέο-οθωμανισμού και του πανισλαμισμού, και το στόχο του να καταστεί ηγέτης της περιοχής αλλά και του μουσουλμανικού κόσμου.

1 «Λιβύη: Οι μισθοφόροι του Ερντογάν ανασταίνουν τον Στρατό του Οθωμανικού Χαλιφάτου», Ιn.gr, 28/1/2020[Διαθέσιμο σε:https://www.in.gr/2020/01/28/world/oi-misthoforoi-tou-erntogan-anastainoun-sti-livyi-ton-strato-tou-othomanikou-xalifatou/]

2 Στο Μαρόκο, το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης παραμένει στην εξουσία αλλά από το 2013 έχει διακόψει κάθε σχέση με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα

3El-Mahrouki, M. (2020). Turkey leans towards militants in Libya as ties with Muslim Brotherhood erode, The Arab Weekly, December 9.[Διαθέσιμο σε: https://thearabweekly.com/turkey-leans-towards-militants-libya-ties-muslim-brotherhood-erode ]

Keywords
Τυχαία Θέματα