ΟΗΕ: «Καταστροφική» η αποτυχία του στόχου για περιορισμό της ανόδου της θερμοκρασίας κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου

«Καταστροφική» είναι η απόκλιση που υπάρχει ανάμεσα στις υποσχέσεις των χωρών να περιορίσουν τις εκπομπές των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και στις μειώσεις που πρέπει να γίνουν ώστε να περιοριστεί η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανητη κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου, προειδοποίησε σήμερα ο διευθυντής του Προγράμματος του ΟΗΕ για το Περιβάλλον, έξι ημέρες πριν από την COP23, την 23η διάσκεψη του ΟΗΕ για τις κλιματικές
αλλαγές.

«Οι σημερινές δεσμεύσεις των κρατών καλύπτουν μόλις το ένα τρίτο των μειώσεων εκπομπών που είναι απαραίτητες, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια επικίνδυνη απόκλιση» η οποία αναγγέλλει μεγάλες αποσταθεροποιήσεις (καύσωνες, πλημμύρες, υπερκαταιγίδες...), υπογράμμισε ο Έρικ Σολχάιμ, ο οποίος δημοσιοποίησε την ετήσια έκθεση του Προγράμματος του ΟΗΕ για το Περιβάλλον σχετικά με την παγκόσμια δράση για το κλίμα. «Κυβερνήσεις, ιδιωτικός τομέας, κοινωνία των πολιτών οφείλουν να καλύψουν αυτή την καταστροφική απόκλιση», τόνισε

Σύμφωνα με τον ίδιο, «έναν χρόνο αφότου τέθηκε σε ισχύ η κλιματική συμφωνία του Παρισιού, απέχουμε πολύ από το να κάνουμε αυτό που πρέπει για να προστατεύσουμε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους από την εξαθλίωση».

«Η συμφωνία του Παρισιού έδωσε ώθηση στην κλιματική δράση, όμως αυτή η δυναμική είναι σαφές πως εξαντλείται», εκτιμά ο κοσταρικανός υπουργός Έντγκαρ Γκουτιέρες Εσπελέτα, πρόεδρος κατά το 2017 της Συνέλευσης του ΟΗΕ για το Περιβάλλον.

Σύμφωνα με την έκθεση του Προγράμματος του ΟΗΕ για το Περιβάλλον, μια σύνθεση των πιο πρόσφατων επιστημονικών μελετών, πρέπει ταυτοχρόνως «να επιταχύνουμε επειγόντως τις δράσεις βραχυπρόθεσμα και να ενισχύσουμε μακροπρόθεσμα τις προσδοκίες». Το ζήτημα αυτό αφορά «όλες τις χώρες», ιδιαίτερα αυτές της Ομάδας των Είκοσι (G20), από τις οποίες προέρχονται τα 3/4 των εκπομπών.

Η επανεξέταση των εθνικών δεσμεύσεων, που στη Συμφωνία του Παρισιού προβλέπεται να γίνει το 2020, θα είναι «η τελευταία ευκαιρία» για να χαραχτεί η σωστή πορεία για το 2030: διαφορετικά «είναι εξαιρετικά απίθανο» η άνοδος της θερμοκρασίας στον πλανήτη να παραμείνει κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου και κατά μείζονα λόγο κάτω από τον 1,5 βαθμό Κελσίου σε σχέση με την εποχή πριν από τη βιομηχανική επανάσταση, προστίθεται στον απολογισμό, ο οποίος δόθηκε στη δημοσιότητα πριν από την έναρξη, τη Δευτέρα στη Βόννη, της 23ης διάσκεψης του ΟΗΕ για τις κλιματικές αλλαγές (COP23).

Με βάση τις δεσμεύσεις για μείωση των εκπομπών με ορίζοντα το 2025 ή το 2030, που αναλήφθηκαν εθελοντικά στα τέλη του 2015 από τα κράτη στην COP21, ο υδράργυρος αναμένεται ότι θα αυξηθεί περισσότερο από 3 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2100.

Για να παραμείνουμε κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου, θα πρέπει να εκπέμπουμε το πολύ 41,8 γιγατόνους (Gt) CO2 το 2030, από 51,9 Gt το 2016. Όμως αν οι χώρες παραμείνουν στις σημερινές δεσμεύσεις τους, χωρίς να τις ενισχύσουν, το 2030 θα εξακολουθούν να παράγουν 52,8 Gt.

Από το 2014 οι εκπομπές CO2 που προέρχονται από τα ορυκτά καύσιμα έχουν σταθεροποιηθεί, κυρίως επειδή η Κίνα χρησιμοποιεί λιγότερο άνθρακα. Όμως θα πρέπει να μειωθούν σημαντικά, καθώς η συγκέντρωση στην ατμόσφαιρα του αερίου αυτού ουδέποτε ήταν τόσο υψηλή. Οι εκπομπές μεθανίου, ενός αερίου που συμβάλλει ακόμη περισσότερο στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, δεν έχουν εξάλλου σταματήσει να αυξάνονται.

Ανακαίνιση κτιρίων, αναδάσωση, ανανεώσιμες ενέργειες, λιγότερες μεταφορές ... το Πρόγραμμα του ΟΗΕ για το Περιβάλλον απαριθμεί τις δυνατές και απαραίτητες δράσεις, που θα μπορούσαν, όπως αναφέρει, να μειώσουν τις εκπομπές CO2 κατά περισσότερο από 30 Gt τον χρόνο έως το 2030. Παραδέχεται ωστόσο ότι υπάρχουν πολυάριθμες αβεβαιότητες -- μεταξύ άλλων αναφορικά με την τεχνολογία καθώς και με τις ικανότητες και τη βούληση των κρατών.

Το σταδιακό κλείσιμο σταθμών παραγωγής ενέργειας από άνθρακα επιβάλλεται, σημειώνει επίσης το Πρόγραμμα του ΟΗΕ για το Περιβάλλον, σύμφωνα με το οποίο εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη 6.683 τέτοια εργοστάσια, ενώ σχεδιάζονται και άλλα.

Ο κόσμος των επιχειρήσεων πρέπει επίσης να αναλάβει δράση: οι 100 περισσότερο ρυπογόνες εισηγμένες εταιρείες αντιπροσωπεύουν το ένα τέταρτο των εκπομπών, υπενθυμίζει η έκθεση. Όμως τίποτε δεν αποδεικνύει ακόμη ότι η δυναμική των μη κρατικών παικτών (επιχειρήσεις, συλλογικότητες...) θα μπορέσει να αντισταθμίσει την καθυστέρηση, προσθέτει.

«Το Πρόγραμμα του ΟΗΕ για το Περιβάλλον κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για να διατηρήσει μια αισιόδοξη οπτική, ενώ το μέλλον είναι ζοφερό», σχολιάζει στο Γαλλικό Πρακτορείο ο κλιματολόγος Γκλεν Πίτερς. «Είναι η 8η έκθεση και κάθε χρονιά το συμπέρασμα είναι το ίδιο: 'πρέπει να ενεργήσουμε επειγόντως, έχουμε στη διάθεσή μας τα μέσα'. Όμως στις λεπτομέρειές του το κείμενο είναι πιο σκοτεινό» τη φετινή χρονιά.

Διότι σήμερα κάθε δράση «είναι στα όρια του εφικτού», υπογραμμίζει ο εμπειρογνώμονας του ερευνητικού κέντρου Cicero (Όσλο). «Και αν μια απ' αυτές αποτύχει, δεν θα μπορούμε να καλύψουμε την απόκλιση ως το 2030».

«Είναι ένα καλό αντίβαρο στην υπερβολική αισιοδοξία που προκάλεσε η σταθεροποίηση των εκπομπών CO2», εκτιμά ο ερευνητής Όλιβερ Γκέντεν (Γερμανικό Ινστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων, SWP), ένας από τους συντάκτες της έκθεσης. «Είναι η 8η έκθεση. Πού είναι τα μέτρα;!»

Τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης αποκαλύπτει η παρουσία στην έκθεση για πρώτη φορά ενός κεφαλαίου για το θέμα --που ήταν εδώ και καιρό ταμπού-- των τεχνικών που θα μπορούσαν να επιτρέψουν την απορρόφηση του διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα (μέσω των δασών και των εδαφών, αλλά και με ακόμη αβέβαιες βιομηχανικές διαδικασίες).
Keywords
Τυχαία Θέματα