Τα πιο αμφιλεγόμενα ψυχολογικά πειράματα στην ιστορία της ανθρωπότητας

Για «χάρη της επιστήμης» πολλοί γιατροί, ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι ξεπέρασαν τα ηθικά όρια και έκαναν πειράματα που έβλαψαν ανεπανόρθωτα, πολλές φορές, του συμμετέχοντες.

Το πείραμα του Μίλγκραμ

Το 1961, ο Στάνλεϊ Μίλγκραμ, κοινωνικός ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, ήθελε να εξετάσει πειραματικά την υπακοή του ατόμου στην εξουσία. Για το σκοπό αυτό σχεδίασε ένα πείραμα με «δασκάλους», που ήταν και τα πραγματικά υποκείμενα της έρευνας και έναν «μαθητή», που ήταν ένας ηθοποιός. Στο ένα δωμάτιο βρισκόταν ο δάσκαλος, στον οποίο είχε δοθεί η οδηγία, να διαβάζει ερωτήσεις στους
μαθητές, οι οποίες είχαν τέσσερις διαφορετικές απαντήσεις. Στην περίπτωση που ο μαθητής έδινε λανθασμένη απάντηση, ο δάσκαλος πατούσε ένα κουμπί που του έκανε ηλεκτροσόκ και σε κάθε λανθασμένη απάντηση η ένταση του ηλεκτροσόκ αυξανόταν. Στην πραγματικότητα, το ρεύμα από το ηλεκτροσόκ δεν έφτανε ποτέ στον μαθητή- ηθοποιό, ο οποίος προσποιούνταν ότι υπέφερε από το ρεύμα. Έφτανε μέχρι και σε σημείο να εκλιπαρεί τον δάσκαλο να σταματήσει και να χτυπάει τον τοίχο, φωνάζοντας. Η διαδικασία συνεχιζόταν μέχρι ο δάσκαλος να αρνηθεί να συνεχίσει. Στην πραγματικότητα, όμως μόνο 14 από τους 40 δασκάλους ζήτησαν να σταματήσει το πείραμα. Τα αποτελέσματα του πειράματος αναστάτωσαν την κοινότητα των κοινωνικών ψυχολόγων, αφού τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι περισσότεροι «δάσκαλοι ήταν διατεθειμένοι να κάνουν έως και θανατηφόρο ηλεκτροσόκ πάνω σε κάποιον, μόνο και μόνο επειδή υπάκουαν στους κανόνες του πειράματος.

Η μελέτη του τέρατος
Το 1939 ο λογοθεραπευτής και ψυχολόγος Γουέντελ Τζόνσον με τη βοήθεια μίας φοιτήτριάς του ήθελε να αποδείξει ότι το τραύλισμα ήταν αποτέλεσμα εξωγενών παραγόντων και αποτελεί μία επίκτητη συμπεριφορά που οφείλεται στους επικριτικούς γονείς που συνηθίζουν να κάνουν παρατήρηση στα παιδιά τους ακόμα και για την παραμικρή ατέλεια της ομιλίας τους. Για χάρη του πειράματος ο Τζόνσον επέλεξε 22 ορφανά που δεν είχαν κανένα πρόβλημα με την ομιλία τους, τα οποία χώρισε σε δύο ομάδες. Στην πρώτα ομάδα, τα παιδιά λάμβαναν συνεχώς επαίνους για την ομιλία τους, ακόμα κι αν έκαναν κάποια λάθη, ενώ στην δεύτερη φορά λάμβαναν μονάχα επικρίσεις, αρνητική κριτική και χαρακτηρισμούς όπως «τραυλός», ακόμα κι αν η ομιλία των παιδιών ήταν μια χαρά. Το μόνο που κατάφερε ο Τζόνσον με το πείραμά του ήταν να προκαλέσει σοβαρές ψυχολογικές βλάβες στα παιδιά της δεύτερης ομάδας και όχι το τραύλισμα που επιθυμούσε.

Το πείραμα της φυλακής

Θέλοντας να εξετάσει τις επιπτώσεις που επιφέρει η μετατροπή ενός ατόμου σε φυλακισμένου ή δεσμοφύλακα, η ερευνητική ομάδα του καθηγητή ψυχολογίας του πανεπιστημίου του Στάνφορντ, Φίλιπ Ζιμπάρντο, έκανε το 1971 το λεγόμενο «Πείραμα Φυλάκισης». Για τις ανάγκες του πειράματος επιλέχθηκαν 24 φοιτητές και χωρίστηκαν σε φυλακισμένους και δεσμοφύλακες ώστε να ζήσουν σε μία υποτιθέμενη φυλακή που είχε δημιουργηθεί στο υπόγειο του πανεπιστημίου και διατηρούσε τις ρεαλιστικές συνθήκες μιας πραγματικής φυλακής. Οι φοιτητές που επιλέχθηκαν δεν είχαν ψυχολογική ή ιατρικά προβλήματα και δεν είχαν και ποινικό μητρώο, ενώ οι ρόλοι μοιράστηκαν τυχαία. Οι φυλακισμένοι και οι δεσμοφύλακες δεν άργησαν να μπουν στους ρόλους, αλλά τα αποτελέσματα ήταν πέρα από κάθε πρόβλεψη. Το ένα τρίτο από τους φρουρούς έδειξαν σαδιστικές τάσεις και πολλοί από τους φυλακισμένους τραυματίστηκαν ψυχολογικά. Μετά την κατάρρευση ενός από τους φοιτητές, λόγω των απάνθρωπων συνθηκών που επικρατούσαν στη «φυλακή» και λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς που επέδειξαν οι φύλακες το πείραμα σταμάτησε μετά από μόλις 6 μέρες, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τόσο οι φυλακισμένοι όσο και οι δεσμοφύλακες είχαν ταυτιστεί υπερβολικά με τους ρόλους τους. Το 2001, το πείραμα του Στάνφορντ μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη με την ταινία γερμανικής παραγωγής «Das Experiment».

Ο μικρός Άλμπερτ

Ο Τζον Γουάτσον ήθελε να ερευνήσει εάν ο φόβος είναι ένα συναίσθημα εγγενές ή επίκτητο. Για να εξετάσει αυτή την υπόθεση επέλεξε ένα ορφανό 9 μηνών, τον Άλμπερτ, τον οποίο άφηνε να παίζει με έναν λευκό αρουραίο. Ο αρουραίος δεν τρόμαζε το παιδί και ο Γουάτσον προκειμένου να του προκαλέσει τον φόβο, όποτε το βρέφος έπιανε τον αρουραίο έκανε πίσω από την πλάτη του έναν δυνατό θόρυβο. Όποτε ο Άλμπερτ άκουγε τον θόρυβο, τρόμαζε και ξεσπούσε σε κλάματα. Η διαδικασία συνεχίστηκε για αρκετό καιρό μέχρι που ο Άλμπερτ άρχισε να φοβάται τον αρουραίο και να κλαίει όποτε τον έβλεπε. Σιγά σιγά, το βρέφος άρχισε να αποκτά φόβο για οτιδήποτε μαλλιαρό ή λευκό. Ο μικρός Άλμπερτ δεν κατάφερε να ξεπεράσει ποτέ τον φόβο του.

Το φρεάτιο της απόγνωσης

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '70 ο Χάρι Χάρλοου, θέλοντας να πειραματιστεί με το δεσμό μητέρας- παιδιού, πήρε μικρά μαϊμουδάκια που είχαν ήδη δεθεί με τη μητέρα τους και τα έβαλε μέσα σε ένα φρεάτιο από ανοξείδωτο ατσάλι και τα άφησε εκεί μέσα μόνα τους. Έμειναν κλεισμένα εκεί για πάνω από έναν χρόνο και όταν τελικά τα έβγαλε, μερικά είχαν παρουσιάσει ψύχωση και δεν κατάφεραν να αναρρώσουν ποτέ και δύο από αυτά πέθαναν γιατί αρνούνταν να φάνε. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Χάρλοου ήταν ότι ότι μία ευτυχισμένη παιδική ηλικία και ένας υγιής δεσμός με τη μητέρα δεν μπορεί να προστατεύσει κάποιον από την κατάθλιψη. Πολλοί πιστεύουν ότι το κίνημα υπέρ της προστασίας των ζώων γεννήθηκε ως αποτέλεσμα των ακραίων πειραμάτων που έκανε ο Χάρλοου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρος «φρεάτιο της απόγνωσης» δόθηκε από τον ίδιο τον Χάρλοου.

Η περίπτωση του Ντέιβιντ Ρέιμερ

Το 1965 γεννήθηκε στον Καναδά ο Ντέιβιντ Ρέιμερ. Σε ηλικία 8 μηνών υποβλήθηκε σε περιτομή, αλλά κατά λάθος το πέος του υπέστη έγκαυμα. Τότε, οι γονείς του επισκέφτηκαν τον ψυχολόγο John Money, προκειμένου να ζητήσουν την επαγγελματική του γνώμη σχετικά με το τι να κάνουν. Εκείνος του συμβούλευσε, για να έχει το παιδί μία πιο φυσιολογική ζωή, να το υποβάλλουν σε εγχείρηση αλλαγής φύλου. Εκείνοι συμφώνησαν χωρίς να γνωρίζουν ότι στην πραγματικότητα ο ψυχολόγος ήθελε να κάνει το παιδί πειραματόζωο για να αποδείξει ότι η ανατροφή είναι εκείνη που καθορίζει το φύλο του παιδιού και όχι το φύλο που γεννήθηκε. Ο Ντέιβιντ έκανε ορμονοθεραπεία, εγχείρηση αλλαγής φύλου και μετονομάστηκε σε Μπρέντα. Ο Money χαρακτήρισε το πείραμά του επιτυχές. Παρ' ολ' αυτά μεγαλώνοντας ένιωθε περισσότερο αγόρι παρά κορίτσι, γεγονός που προκάλεσε αναστάστωση στην οικογένειά του με αποτέλεσμα η μητέρα του να έχει αυτοκτονικές τάσεις, ο πατέρας του να γίνει αλκοολικός και ο αδερφός του να παρουσιάσει κατάθλιψη. Τελικά, σε ηλικία 14 ετών, αποφάσισαν να του αποκαλύψουν όλη την αλήθεια και ο ίδιος επέλεξε να γίνει πάλι αγόρι, σταματώντας την ορμονοθεραπεία και ξανακατασκευάζοντας το πέος του. Ο Money δεν δημοσιοποίησε περαιτέρω στοιχεία για την έρευνα, αλλά επέμενε ότι το πείραμά του ήταν επιτυχημένο. Ο Ντέιβιντ αυτοκτόνησε σε ηλικία 38 ετών.
Keywords
Τυχαία Θέματα