Το πάθημα που δεν έγινε μάθημα - Μετά τη Ρωσία η ΕΕ θα εξαρτάται ενεργειακά από την Αφρική

Αέρια φωτογραφία του μεγαλύτερου ηλιακού θερμοηλεκτρικού σταθμού στον κόσμο, στην έρημο Σαχάρα.

Στις απέραντες ερήμους του Μαρόκου και της Αιγύπτου, παράγεται ένα σημαντικό μέρος της καθαρής ενέργειας που χρησιμοποιεί σήμερα η Ευρώπη για να απαλλαγεί από τον άνθρακα και να υλοποιήσει την περίφημη μετάβαση στην «πράσινη ενέργεια».

Κι ενώ ευρωπαϊκές χώρες χρηματοδοτούν μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και την Παγκόσμια τράπεζα

την ανάπτυξη τεράστιων φωτοβολταϊκών και αιολικών πάρκων, για να εισάγουν στη συνέχεια καθαρή ενέργεια, οι αφρικανικές χώρες αναγκάζονται να στραφούν στον άνθρακα, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο για να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες. 

Σε πρόσφατη έκθεση της Greenpeace αναφέρεται ότι το Μαρόκο και η Αίγυπτος στοχεύουν να αξιοποιήσουν τις στρατηγικές τους τοποθεσίες - νότια της Μεσογείου - και το δυναμικό ηλιακής και αιολικής ενέργειας που διαθέτουν, με σκοπό να αποτελέσουν ενεργειακό κόμβο για την Ευρώπη.

Μέχρι το 2030, το 52% της ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ θα προέρχεται μεταξύ άλλων από το Noor Ouarzazate στο Μαρόκο, τον μεγαλύτερο ηλιακό θερμοηλεκτρικό σταθμό στον κόσμο, και τις ΑΠΕ άλλων 12 Αφρικανικών χωρών.

Στο Μαρόκο, η TotalEnergies έχει επενδύσει 10,6 δισ. δολάρια σε μια πράσινη μονάδα υδρογόνου και αμμωνίας στο Guelmim-Oued Noun, με την παραγωγή να πρόκειται να ξεκινήσει το 2027.

Παράλληλα, η Γερμανία έχει επενδύσει πάνω από 300 εκατ. ευρώ για εγκαταστάσεις πράσινου υδρογόνου στη χώρα ενώ και η βρετανική ενεργειακή start-up Xlinks σχεδιάζει να κατασκευάσει ένα υποθαλάσσιο καλώδιο από το Μαρόκο στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Από τη Ρωσία στη Βόρεια Αφρική

Μετά το επώδυνο «μάθημα» που πήρε η Ευρώπη μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και τον ενεργειακό αποκλεισμό της Ρωσίας, αντί να οχυρωθεί ενεργειακά με έργα στο έδαφός της, ευρωπαϊκές χώρες επενδύουν δισ. ευρώ σε έργα στη Βόρεια Αφρική.

Ρωσικό κοίτασμα πετρελαίου της Rosneft στην πόλη Nefteyugansk. 

Αυτό ωστόσο έχει τεράστιο αντίκτυπο στην οικονομία και το περιβάλλον των χωρών της Βόρειας Αφρικής, οι οποίες αναγκάζονται να εισάγουν ορυκτά καύσιμα, όπως πετρέλαιο και φυσικό αέριο, για να καλύψουν τις ανάγκες τους ενώ παράλληλα εκτοπίζουν τους τοπικούς πληθυσμούς για να κατασκευάσουν τεράστια ενεργειακά έργα καταναλώνοντας εκατομμύρια λίτρα γλυκού νερού, σε περιοχές έντονης λειψυδρίας.

Το Μαρόκο για παράδειγμα, καλύπτει το 90% των ενεργειακών του αναγκών από ορυκτά καύσιμα, πληρώνοντας το περιβαντολογικό κόστος χωρίς στην ουσία να ενισχύει τη δική του οικονομία.

Επιπλέον, η υπεργεώτρηση από εταιρείες φυσικού αερίου και πετρελαίου στην Αίγυπτο, οδήγησε σε διάβρωση και μόλυνση του εδάφους και της παροχής νερού με τους κατοίκους να αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης.

«Η Αίγυπτος αυξάνει την εγχώρια χρήση βρώμικων καυσίμων όπως το μαζούτ –ένα μείγμα βαρέων υδρογονανθράκων που περιέχει τοξίνες και βαρέα μέταλλα– με σκοπό να απελευθερώσει περισσότερο αέριο για εξαγωγή στην Ευρώπη» υπογραμμίζει η Greenpeace.

Ωστόσο, ένα διεθνές thinktank για την ενέργεια υποστηρίζει ότι η Αίγυπτος θα χρειαστεί πολλά δισ δολάρια από διεθνείς επενδύσεις για να δημιουργήσει την υποδομή ώστε να παράγει ενέργεια από τις ΑΠΕ για εσωτερική κατανάλωση και να γίνει παγκόσμιος κόμβος καθαρής ενέργειας.

Ο Hanen Keskes, επικεφαλής των εκστρατειών στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική της Greenpeace, υποστηρίζει πως «ο παγκόσμιος Βορράς πρέπει να  μειώσει την κατανάλωσης ενέργειας και να αρχίσει να την παράγει ενέργεια αντί να αγοράζει από φτωχές αφρικανικές χώρες».

(με πληροφορίες από Greenpeace, Guardian, BBC)

Keywords
Τυχαία Θέματα